Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Στις επερχόμενες εκλογές υπάρχει ένα αυτονόητο καθήκον: η πολιτική και εκλογική ήττα της δεξιάς. Η τετραετία Μητσοτάκη υπήρξε μια περίοδος επικίνδυνης κλιμάκωσης της επιθετικότητας του κεφαλαίου. Το μερίδιο των μισθών και των συντάξεων υποχώρησε αισθητά ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ αυξήθηκε αντίστοιχα το μερίδιο του «κόσμου του επιχειρείν». Οι ιδιωτικοποιήσεις επεκτάθηκαν. Η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων σαρώνει ακόμα και στα πιο προστατευμένα τμήματα του δημόσιου τομέα. Οι εξοπλισμοί αποτελούν ένα κρυφό, πρόσθετο, μνημόνιο. Η επέκταση και μονιμοποίηση των νατοϊκών βάσεων, μαζί με τα Σύμφωνα και τους Άξονες, έχουν μετατρέψει τη χώρα σε επικίνδυνο προκεχωρημένο φυλάκιο του ευρω-ατλαντισμού στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αυτά συνιστούν τις συντεταγμένες ενός «προγράμματος» για την κυρίαρχη τάξη. Περιγράφουν τη μόνη εκδοχή «ανάπτυξης» που (ανα)γνωρίζουν οι καπιταλιστές μέσα στις σύγχρονες συνθήκες. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη πολιτική εμπειρία για να καταλάβει κανείς ότι η επιθετικότητα αυτού του προγράμματος θα ενταθεί στους μήνες που έρχονται, αρχίζοντας από την επομένη των εκλογών. Η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών και η όξυνση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών θα βάλουν μεγαλύτερες πιέσεις πάνω στην πιο ασθενική ελληνική οικονομία. Όποιος θεωρεί ότι η αριστερά έχει μπροστά της μια πιο «χαλαρή» περίοδο (σε σύγκριση π.χ. με τις πιέσεις που αντιμετώπισε το 2015), κάνει λάθος.
Η απόλυτη ευθυγράμμιση του Μητσοτάκη –χωρίς αναστολές και αντιφάσεις– με αυτό το πρόγραμμα που αντανακλά τις προθέσεις της κυρίαρχης τάξης, δίνει στη ΝΔ μια πολιτική υπεροχή απέναντι σε όποια εναλλακτική προσπαθεί να ανταγωνιστεί τη Δεξιά, εγκλωβισμένη μέσα στα συστημικά πλαίσια. Αυτός ο παράγοντας εξηγεί τις δημοσκοπήσεις αλλά και τις πιθανότητες νέας πολιτικής νίκης του Μητσοτάκη, παρά τη μεγάλη φθορά του μέσα στη συγκλονιστική περίοδο που ζήσαμε.
Η στροφή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ προς το «κέντρο» (στροφή πολιτική, ιδεολογική ακόμα και οργανωτική), υπόσχεται μια κάποια εκλογική αποτελεσματικότητα απέναντι στο μηχανισμό Μητσοτάκη. Όμως αυτό, τουλάχιστον για την ώρα, δεν επιβεβαιώνεται. Αντίθετα, η επιλογή να δοθεί η πολιτική/εκλογική μάχη στο πιο οικείο και προσφιλές «γήπεδο» του αρχηγού της Δεξιάς, έχει αφήσει ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο μια απρόσμενης εκλογικής επιτυχίας του Μητσοτάκη.
Η επιλογή αυτής της τακτικής είναι αντίθετη με την ίδια την πολιτική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο «μικρός» ΣΥΡΙΖΑ της ριζοσπαστικής περιόδου του, συγκρότησε ένα συνεκτικό πολιτικό ρεύμα, με τη δέσμευση για τη σημαντική, τότε, αντιμνημονιακή «τομή» και κατόρθωσε να ανατρέψει την ισχυρή και επικίνδυνη κυβέρνηση των Σαμαρά – Βενιζέλου. Αντίθετα, η σημερινή γραμμή της άνευ όρων και ορίων «διεύρυνσης» έχει πετύχει διαδοχικές πολιτικές ήττες και μοιάζει να οδηγείται προς μια νέα και σημαντική απώλεια ευκαιρίας.
Η αριστερή πολιτική έχει ως απαράβατο κανόνα την ένταξη των συγκεκριμένων μέτρων που κάθε φορά προτείνει, μέσα σε μια γενικότερη «αφήγηση» για την αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης των πραγμάτων, «αφήγηση» που πρέπει να προτείνεται καθαρά στις εργαζόμενες και λαϊκές μάζες ως πυξίδα πορείας. Η αποφυγή αυτής της υποχρέωσης ενέχει διαλυτικούς κινδύνους, όπως αποδεικνύει η πορεία μεγάλων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Ευρώπη, ή και των κομμουνιστικών κομμάτων στην Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία κ.ο.κ.
Η συμφωνία με τους δανειστές, το 2018, πήρε τον τίτλο της «εξόδου από τα μνημόνια». Σε ένα βαθμό, όριζε τη χαλάρωση της θηλιάς για τους καπιταλιστές και το ελληνικό κράτος, κυρίως ως προς τη διαχείριση του χρέους και τις δυνατότητες δανεισμού από τις διεθνείς αγορές. Σε αντιστάθμισμα, όμως, όριζε με αυστηρότητα την παράταση των βασικών μνημονιακών περικοπών που αφορούν τις εργατικές και λαϊκές μάζες μέχρι το… 2060. Μέσα σε αυτό το τοπίο, κατά τη γνώμη μου, η αριστερά χρειάζεται ένα αντικαπιταλιστικό, αντι- νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα. Παρ’ όλα αυτά, μια ελάχιστη δέσμευση, μια με την πλάτη στον τοίχο «αφήγηση», θα ήταν ένα αντι-μνημονιακό πρόγραμμα, που θα υποσχόταν στον κόσμο μας την αποκατάσταση των βασικών εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Πιο πίσω από αυτή τη δέσμευση, δεν υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από τη διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης, τίποτε άλλο από τη «διακυβέρνηση» οικονομικο-κοινωνικού πλαισίου οριοθετημένου από τα συμφέροντα της ντόπιας κυρίαρχης τάξης και τους διεθνείς συμμάχους της. Εντός αυτού του πλαισίου δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη και, πολύ περισσότερο, «δικαιοσύνη παντού».
Τούτων δοθέντων, ένα χρήσιμο ερώτημα στην επερχόμενη κάλπη είναι η «θερμομέτρηση» των αγωνιστικών διαθέσεων τμημάτων του κόσμου μας, που παρουσιάστηκαν στο δρόμο μετά το έγκλημα στα Τέμπη και που θα κληθούν να αναλάβουν την επόμενη ημέρα τα καθήκοντα της κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης. Αυτό το μέγεθος θα μετρηθεί, κατά τη γνώμη μου, κυρίως στη δύναμη των ψηφοδελτίων του ΚΚΕ, του ΜέΡΑ25 και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Που γι αυτό αξίζουν την εκλογική – πολιτική (κριτική) υποστήριξη.
Πιστεύω ότι αυτές οι εκλογές θα είναι το σημείο αρχής μια σύνθετης πορείας πολιτικής ανασύνθεσης όλου του πολιτικού σκηνικού. Το χώνεμα της πείρας από τα μεγάλα γεγονότα της τελευταίας 15ετίας μετά το ξέσπασμα της κρίσης, αλλά και οι μεγάλες δοκιμασίες που έρχονται ξανά από το 2024, θα προκαλέσουν αναπόφευκτες αλλαγές στον πολιτικό χάρτη, στις ηγεσίες των κομμάτων, στις σχέσεις και τις συνδέσεις τους με τις κοινωνικές τάξεις και ομάδες που εκπροσωπούν.
Το καλύτερο πεδίο για την αριστερά, θα είναι αυτό να συμβεί μέσα σε έναν ανοδικό κύκλο των κοινωνικών αγώνων. Είναι εφικτό: η Γαλλία, ως συνήθως, προαναγγέλλει γενικότερες ευρωπαϊκές ή και παγκόσμιες τάσεις. Όμως, θα χρειαστεί να εργαστούμε συστηματικά προς αυτή την κατεύθυνση. Που σημαίνει ότι η ενότητα στη δράση μέσα στα κινήματα, η γενικότερη μέθοδος του Ενιαίου Μετώπου, είναι αναντικατάστατη προϋπόθεση για να βγει πέρα μια πολιτική περίοδος γεμάτη κινδύνους, που όμως θα συνδυάζονται με μεγάλες πολιτικές ευκαιρίες.