Στο debate της Τετάρτης ακούσαμε για πολλοστή φορά ότι οι δημοσιογράφοι θα ήθελαν κάτι άλλο, πιο ζωντανό. Έχω δύο σκέψεις γι’ αυτό: Πρώτον, αν εννοούν αυτή τη ζούγκλα που έχουν φτιάξει τόσα χρόνια στα τηλεοπτικά κανάλια και τη λένε «συζήτηση», και για την οποία θα έπρεπε να ντρέπονται, το εν λόγω debate είναι ό,τι καλύτερο μπορούν να εξασφαλίσουν στην τηλεοπτική μας δημοκρατία όχι οι πολιτικοί, αλλά οι δημοσιογράφοι. Δεύτερον, αν θέλουν τόσο πολύ ένα πιο ζωντανό (αλλά καλύτερο) debate, τότε θα έπρεπε να πιέσουν (και να εκθέσουν) περισσότερο αυτόν που δεν το ήθελε. Πράγμα δύσκολο, γιατί προς όφελός του δουλεύουν τόσα χρόνια.
Η συζήτηση για το ποιος κέρδισε έχει τη σημασία της, αφού οι εντυπώσεις επηρεάζουν πολλούς πολίτες που αμφιταλαντεύονται ή δεν έχουν προλάβει να ενημερωθούν επαρκώς προσώρας. Αρκεί να μην ξεχνάμε ότι οι πολιτικοί αρχηγοί δεν απευθύνονται απαραίτητα στα ίδια ακροατήρια. Με αυτή την υπόμνηση, θα επιχειρήσω –και εγώ– μια αποτίμηση της επίδοσης καθενός πολιτικού αρχηγού.
Μητσοτάκης
Ο απερχόμενος πρωθυπουργός θέλησε να εμπνεύσει σοβαρότητα και σιγουριά, γι’ αυτό απέφυγε τους διαπληκτισμούς και τις αντιπαραθέσεις, ενώ υιοθέτησε ένα άνετο ύφος και μια σκηνοθετημένη νηφαλιότητα. Καθώς απέφυγε κάποιο μεγάλο λάθος και έδειξε ότι μπορεί να αντεπεξέλθει σε ένα debate, έστω και περιφρουρημένο, είναι πολύ πιθανό να ικανοποίησε το ακροατήριό του.
Βέβαια, δεν απέδειξε ότι θα μπορούσε να τα πάει το ίδιο καλά σε ένα πιο ελεύθερο debate. Ούτε πήρε κάποιον πόντο. Άλλωστε, μόνο η υπόσχεση για 1.500 ευρώ μέσο μισθό την επόμενη τετραετία και η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ είχαν τέτοιες αξιώσεις. Παραδόξως, δεν σχολιάστηκαν από κανέναν ούτε ως δείγμα μπανάλ λαϊκισμού, από κάποιον που το παίζει αντιλαϊκιστής και μιλάει συνεχώς για περιορισμένα οικονομικά περιθώρια, ούτε σε σύγκριση με τις προεκλογικές υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, που υποτίθεται ότι είναι ακοστολόγητες και ανεφάρμοστες.
Την ίδια στιγμή, ο Μητσοτάκης έχασε πόντους σε μια σειρά από ζητήματα. Παραδέχτηκε το σκάνδαλο των υποκλοπών, τα «άκουσε» από Ανδρουλάκη και Τσίπρα, ενώ για υγεία, παιδεία, νεολαία, τα «άκουσε» από τα αριστερά του και για τα υπόλοιπα τα «άκουσε» από τα δεξιά του. Μια ολόκληρη ατζέντα στην οποία η ΝΔ φαινόταν υπόλογη, χωρίς οι δημοσιογράφοι να μπορούν να βοηθήσουν ώστε να αμβλυνθούν οι εντυπώσεις.
Τσίπρας
Ο Αλέξης Τσίπρας, έμπειρος και επικοινωνιακός, κατάφερε να συνδυάσει το μαχητικό ύφος της αντιπολίτευσης με το πιο ήπιο της διακυβέρνησης, άλλοτε επιτυχημένα και άλλοτε όχι. Μπόρεσε, όμως, έτσι να απευθυνθεί και πέραν του ακροατηρίου του. Πήρε πόντους από τις επιθέσεις του στον Μητσοτάκη, αλλά και από το γεγονός ότι μπόρεσε να παρουσιάσει το πρόγραμμά του και σε κοινά που ίσως δεν ήταν ενήμερα γι’ αυτό. Σίγουρα, όμως, αρκετές φορές ο λόγος του ήταν στυλιζαρισμένος και οι απαντήσεις του υπέρ το δέον συμπεριληπτικές και, ως εκ τούτου, άνευρες, αν όχι συντηρητικές. Δεν έκανε λάθη, αλλά και δεν ενέπνευσε.
Ίσως το πιο σημαντικό του επίτευγμα είναι ότι επέμεινε στον μονομέτωπο αγώνα και στην ενότητα χωρίς να αφήνει αναπάντητες κάποιες εξ αριστερών κριτικές. Αναδείχθηκαν τα κοινά σημεία μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ενώ ΚΚΕ και ΜέΡΑ25 μάλλον πέτυχαν το στόχο τους να εξαιρεθούν από την «προοδευτική κυβέρνηση», σίγουρα όμως αυτοπεριοριζόμενα στον δικό τους χώρο.
Ανδρουλάκης
Ο επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ προσπάθησε να εμφανιστεί ως θεσμικός τρίτος πόλος, όμως αδυνατούσε να εξηγήσει πειστικά γιατί οι θέσεις του είναι διακριτές ή γιατί είναι καλύτερες. Προσπάθησε, αλλά δεν τα κατάφερε, να απευθυνθεί σε ευρύτερα ακροατήρια. Τόσο από την επίθεσή του στον Μητσοτάκη για τις παρακολουθήσεις όσο και από τις θέσεις του για την υγεία, την παιδεία, την δημοκρατία, το κοινωνικό κράτος, διαφάνηκε πως είναι εφικτή μια συγκυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αλλά όχι με την ΝΔ.
Κουτσούμπας
Ο απομονωτισμός του γ.γ. του ΚΚΕ στόχευε στην περιχαράκωση του ποσοστού του κόμματός του και στην αποφυγή της πρόσκλησής του στην συγκρότηση «προοδευτικής κυβέρνησης». Το πέτυχε, αλλά με κάποιο τίμημα. Αφενός, έκανε κακή εντύπωση η εκνευρισμένη επίθεσή του στον Τσίπρα και, αφετέρου, έχασε το πλεονέκτημα που του είχε δώσει το Luben να απευθυνθεί σε ένα πιο νεανικό ή απολίτικο ακροατήριο. Η παραδοσιακή υποτίμηση του ρόλου της επικοινωνίας δεν του επέτρεψε καν να εκμεταλλευτεί τον ρόλο του ΚΚΕ στην πάνδημη κηδεία του Μίκη Θεοδωράκη.
Βελόπουλος
Ο τηλεπωλητής ακροδεξιός αρχηγός επιδίωξε να μαζέψει ό,τι κινείται στα δεξιά της ΝΔ, υιοθετώντας αντιΝΔ ρητορική και παραληρηματικό, λαϊκιστικό πολιτικό και προγραμματικό λόγο. Με τοποθετήσεις υψηλού ρίσκου (για τις εκτρώσεις, την θρησκεία, τις εξορύξεις, την εξωτερική πολιτική, τις ανεξάρτητες αρχές), εμφανίστηκε ως γνήσιος εκπρόσωπος της alt-right στην Ελλάδα, ως Έλλην Τραμπ, και πιθανότατα πέτυχε τον στόχο του. Αν και έγινε μισητός στο μισό εκλογικό ακροατήριο, απέδειξε ότι η ρητορική δεινότητα είναι ανεξάρτητη μεταβλητή στην πολιτική.
Βαρουφάκης
Παρόλο που δεν μπόρεσε, πάλι, να τιθασεύσει τον ναρκισσισμό του και να πείσει για τις πολιτικές εμμονές και τις οικονομικές ιδέες του, και στριμώχτηκε στο ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας (προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ ακροαριστερού και mainstream ακροατηρίου), στα ζητήματα της παιδείας, της πανεπιστημιακής αστυνομίας και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έδωσε τις καλύτερες (και πιο αριστερές) απαντήσεις. Το κοινό του δεν είχε ανάγκη το debate για να ψηφίσει ΜέΡΑ25. Οπότε, ο Βαρουφάκης δεν έχασε τίποτα, αν και δεν κέρδισε κάτι.
Συμπέρασμα
Όλοι προσπάθησαν να κερδίσουν, αλλά μόνο ο Βελόπουλος το κατάφερε. Και ο Τσίπρας εξ αντανακλάσεως, αφού οι υπόλοιποι απέδειξαν ότι χρειάζεται εναλλακτική, την οποία όμως δεν μπορούν οι ίδιοι να εξασφαλίσουν.