Λίγα είναι αυτά που θα μείνουν στη μνήμη από το συγκεκριμένο ντιμπέιτ. Σίγουρα η παραδοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη για τις υποκλοπές, η λειτουργική γελοιότητα του Βελόπουλου που ικανοποιεί ένα συγκεκριμένο ακροατήριο, λίγες φράσεις, κάποιες εκφράσεις και μερικές υποσχέσεις. Δεν είμαι σίγουρος πως όλο αυτό έχει κάποια σημασία για τις εκλογές ή του ψηφοφόρους, πόσο μάλλον για την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας. Πιο πολύ θυμίζει μια εθιμοτυπία και αυτούς που παραδέχονται πως καλό είναι να υπάρχει, αλλά ποτέ δεν εξηγούν γιατί. Τους χριστιανούς της μεγάλης Παρασκευής, τα χρόνια πολλά σε μια ονομαστική εορτή από μακρινούς συγγενείς, αυτούς που κατεβάζουν ανόρεχτα τους διακόπτες με τον ερχομό του καινούριου έτους.
Το συγκεκριμένο ντιμπέιτ δεν είναι κάτι που έχει νόημα να ερμηνευτεί. Πολύ περισσότερο νομίζω λειτουργεί ως ερμηνεία της πολιτικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η συγκεκριμένη δημοκρατία στη συγκεκριμένη συγκυρία. Αποτελεί την αποτύπωση μιας πολιτικής συνθήκης, παρά ένα σημείο παραγωγής πολιτικής. Η έλλειψη οποιουδήποτε διαλόγου, οι πάσες σε συγκεκριμένους πολιτικούς ώστε να απαντήσουν με αναμενόμενους τρόπους, η αδυναμία των δημοσιογράφων να ζητήσουν διευκρινήσεις γύρω από συγκεκριμένες δηλώσεις, ουσιαστικά αποτελούν αποτυπώσεις των όρων με τους οποίους υπάρχει η πολιτική, αλλά και η δημοσιογραφία τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Γιατί σίγουρα η δομή αυτή ευνόησε τον πρωθυπουργό ώστε να μην βρεθεί στη δύσκολη θέση να απαντήσει σε ουσιαστικές ερωτήσεις (με εξαίρεση αυτή της Ράνιας Τζίμα), αλλά ταυτόχρονα προστάτευσε και τους δημοσιογράφους από την άχαρη αγγαρεία του να ασκήσουν δημοσιογραφία. Τηλεοπτικές κοινοτοπίες, συνόψεις δεδομένων στάσεων των δημοσιογράφων απέναντι σε πολιτικούς χώρους, ταύτιση με κυβερνητικά αφηγήματα γύρω από την ακρίβεια, την ενεργειακή κρίση, την επικινδυνότητα άλλων πολιτικών και απόψεων. Μουντά και κεκαλυμμένα, με προσεκτικές διατυπώσεις χωρίς αιχμές.
Η επίκληση στην ιερότητα μιας θεσμοθετημένης διαδικασίας έκανε το όλο γεγονός να μοιάζει ακόμα πιο υποκριτικό. Και ταυτόχρονα υπογράμμισε τους όρους με τους οποίους λειτουργούν οι κανόνες σε αυτή τη χώρα: πάντοτε προς όφελος του ισχυρού. Αυτού που θέτει τους κανόνες αυτούς ακριβώς για να τον ευνοήσουν. Το παιχνίδι των κανόνων όπως αυτό χρησιμοποιείται για να ορίσει τον κανόνα του παιχνιδιού. Ως μια πρόφαση που αντικαθιστά την ουσία του πολιτικού διαλόγου και τελικά της πολιτικής ουσίας.
Είναι παράδοξο σε μια χώρα που κυριαρχείται από τον πολιτικό θόρυβο στα διάφορα πάνελ, η (δυνητικά) κορυφαία τηλεοπτική αντιπαράθεση να συμβαίνει στην ησυχία του μονολόγου. Οι λόγοι παράλληλοι, δεν διασταυρώνονται, εξασφαλίζοντας την αυτοτέλειά τους, τη μοναξιά του μονόδρομου και της ατελείωτης ευθείας προς αποφυγή συγκρούσεων. Αλλά τελικά τι άλλο είναι η πολιτική παρά σύγκρουση; Και τελικά πόσο δημοκρατικό είναι ένα μέσο που θεσμοθετεί την εξαίρεση της σύγκρουσης, αφού η δημοκρατία είναι το μόνο πολιτικό σύστημα που όχι μόνο επιτρέπει, αλλά ουσιαστικά προϋποθέτει τη σύγκρουση την αντιπαράθεση ή έστω τον διάλογο ως θεμελιώδες συστατικό;
Το ντιμπέιτ που παρακολουθήσαμε είναι η καλά σχεδιασμένη επικοινωνία ως αντικατάσταση των δημοκρατικών διαδικασιών. Μια λεπτομερής ανία, μια αντιπαράθεση που δεν αντιπαρατίθεται, μια πρόφαση διαδικασίας. Η πολιτική γλώσσα και επιχειρηματολογία, μεταφερμένες από τη ρητορική στη χρονομετρήσιμη διεκπεραίωση. Ένα θέαμα πιο κοντά της όρους της τηλεπαιχνιδιού ή στην καλύτερη περίπτωση, σε της των προφορικών σχολικών εξετάσεων.
Μια λαλίστατη σιωπή στα ερείπια της τηλεοπτικής δημοκρατίας.