Είναι μήπως εκ των προτέρων ασυμβίβαστη η από θέση αρχής υποστήριξη των θυμάτων έμφυλης βίας και σεξουαλικής κακοποίησης με το δικαιοκρατικό κεκτημένο του τεκμηρίου της αθωότητας; Η συζήτηση αυτή επανέρχεται με κάθε ευκαιρία, ιδίως όταν οι καταγγελίες αφορούν δημόσια πρόσωπα, με τελευταίο παράδειγμα τη δημοσιοποίηση παλιότερης μηνυτήριας αναφοράς σε βάρος ευρωβουλευτή.
Για όσες και όσους από εμάς είμαστε αριστεροί νομικοί, τα ζητήματα που γεννιούνται είναι σχεδόν υπαρξιακά, η απάντηση όμως στο αρχικό ερώτημα πρέπει να είναι καθαρή, μονολεκτική και προφανώς αρνητική: η ανάδειξη, η καταγγελία και ο κολασμός της υποκαταγραφόμενης και –τις περισσότερες φορές– ατιμώρητης έμφυλης βίας πρέπει να πατήσει πάνω στις κατακτήσεις του νομικού μας πολιτισμού και όχι να γίνει εργαλείο καταπάτησής τους. Η τοποθέτηση αυτή δεν σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνουμε την ιδιαιτερότητα των υπό συζήτηση εγκλημάτων, που δεν μπορεί να προσπεραστεί ή να απαντηθεί με γενικότητες και υπεκφυγές. Εξηγούμαι.
Μια γυναίκα που θέλει να καταγγείλει ένα περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης έχει να αντιμετωπίσει ένα ιδιαίτερο καθεστώς δυσπιστίας, μοναδικό στα χρονικά καταγγελίας οποιασδήποτε άλλης εγκληματικής πράξης. Ένας άνθρωπος που προσέρχεται σε ένα αστυνομικό τμήμα και καταγγέλλει μια ληστεία ή έναν εμπρησμό, αντιμετωπίζεται από τον αστυνομικό που λαμβάνει την κατάθεσή του καταρχήν ως θύμα που λέει την αλήθεια. Η αντιμετώπιση αυτή δεν υπονομεύεται από το αυτονόητο γεγονός ότι τελικά το δικαστήριο θα κρίνει το αληθές ή το ψευδές της καταγγελίας, ούτε αλλάζει από το ότι μια καταγγελία ενός εμπρησμού πιθανόν να κρύβει οικονομικό κίνητρο (αποζημίωση από ασφαλιστική, κλπ). Ούτε, βέβαια, κάποιος που καταγγέλλει μια ληστεία θα ρωτηθεί, τουλάχιστον αρχικά, γιατί βρέθηκε να βαδίζει μόνος του, αργά τη νύχτα, σ’ έναν σκοτεινό δρόμο και ούτω καθεξής. Αυτά που κατά την καταγγελία οποιουδήποτε άλλου εγκλήματος είναι αυτονόητα, στην περίπτωση της καταγγελίας της παραπάνω γυναίκας είναι ζητούμενα και η εξαίρεση (υπόνοια ψευδούς καταγγελίας με αλλότρια κίνητρα) τείνει να μετατρέπεται σε κανόνα.
Πολλαπλά τα εμπόδια για τις καταγγέλλουσες
Η ιδιαίτερη αυτή κατάσταση θα πρέπει να συνδυαστεί με τις περαιτέρω δυσκολίες στην καταγγελία σεξουαλικών εγκλημάτων. Ανεξαρτήτως προθέσεων ή πεποιθήσεων του θύματος ή του δράστη, μια καταγγέλλουσα γυναίκα θα αντιμετωπίσει πιθανότατα από τον κοινωνικό περίγυρο ένα στίγμα και μια μομφή για την ηθική της (μια κατάσταση που ένας καταγγέλλων ετεροφυλόφιλος άνδρας δεν διανοείται). Αν η καταγγέλλουσα βρει το θάρρος να ξεπεράσει αυτή τη δυσκολία, θα πρέπει περαιτέρω να αντιμετωπίσει τα υλικά εμπόδια (αποχώρηση από το σπίτι ή τη δουλειά, πιθανή αποστέρηση των παιδιών, κλπ), που ειδικά για μια εργαζόμενη γυναίκα είναι μεγαλύτερα, δεδομένης της συνήθως χειρότερης οικονομικής της θέσης και εξάρτησης. Όσο και αν το κίνημα Metoo μετακίνησε τον κυρίαρχο δημόσιο λόγο και οι πολιτικοί καλούν πλέον τα θύματα της έμφυλης βίας να «τολμήσουν», οι απαιτούμενοι υλικοί όροι μιας τέτοιας καταγγελίας (από την κοινωνική υποστήριξη μέχρι τις απαραίτητες κρατικές υποδομές) είναι ακόμα ελλιπείς, μερικές φορές και ανύπαρκτοι.
Όταν, λοιπόν, υπάρχει τόσο άπλετο πεδίο διεκδίκησης και σύγκρουσης με το κράτος και τους μηχανισμούς του, ώστε να οικοδομηθεί ένα υποστηρικτικό πλαίσιο καταγγελίας των εγκλημάτων έμφυλης βίας και σεξουαλικής κακοποίησης, είναι επιβλαβής για το θύμα η οποιαδήποτε υπόνοια ότι αυτό επιθυμεί την καταπάτηση των δικαιωμάτων του φερόμενου ως δράστη. Τα θύματα της έμφυλης βίας έχουν ήδη υποφέρει αρκετά, ώστε να φορτωθούν, δίπλα σ’ όλα, έναν κρατικό σχεδιασμό ποινικού λαϊκισμού και κατάργησης ενοχλητικών δικαιωμάτων. Γι’ αυτό και ένα κίνημα δικαιοσύνης που ζητά να βάλει τέλος στη σεξιστική βία, ένα κίνημα που αντιμάχεται τους κρατικούς μηχανισμούς που φέρουν βασική ευθύνη για την αναπαραγωγή της, δεν μπορεί παρά να περιφρουρεί τις κατακτήσεις του νομικού πολιτισμού, από δική του στρατηγική επιλογή.
Τι πρέπει να κάνουμε
Και ποιες είναι αυτές οι κατακτήσεις; Είναι το δικαίωμα κάθε κατηγορούμενου να ακουστεί και να έχει μια δίκαιη δίκη, να θεωρείται αθώος μέχρις απόδειξης του εναντίου, να διερευνήσει και να εξετάσει τις σε βάρος του μαρτυρίες, να μη φέρει το βάρος της απόδειξης της αθωότητάς του, σε αντίθεση με την κατηγορούσα αρχή που φέρει το βάρος της απόδειξης της ενοχής του. Τα δικαιώματα αυτά είναι καρπός μιας μακρόχρονης προσπάθειας των λαών και των κινημάτων, με πρωταγωνιστικό τον ρόλο των γυναικών, να οριοθετήσουν την κρατική αυθαιρεσία. Το κράτος αφήνει την έμφυλη βία ατιμώρητη όχι γιατί περιορίζεται από αυτά τα κατοχυρωμένα δικαιώματα ή γιατί δεν διαθέτει αυστηρό νομοθετικό οπλοστάσιο, αλλά γιατί οι μηχανισμοί του διαπερνώνται από έναν βαθύ και ριζωμένο θεσμικό σεξισμό.
Οι δικηγόροι, σε οποιοδήποτε έδρανο της δικαστικής αίθουσας και αν καθόμαστε, έχουμε μια ιδιαίτερη ευθύνη να περιφρουρήσουμε τη διαδικασία της καταγγελίας και της διερεύνησης της έμφυλης βίας και της σεξουαλικής κακοποίησης, εγγυώμενοι τον σεβασμό του ανθρώπου που καταγγέλλει, τη μη επαναθυματοποίησή του, τη μη εξευτελεστική και ταπεινωτική μεταχείρισή του, την ίδια στιγμή που υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα του κατηγορούμενου σε μια εξατομικευμένη και δίκαιη δίκη. Η ευθύνη αυτή θα πρέπει να αποτυπωθεί σε πρωτόκολλα ορθής άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος, ιδίως σε τέτοιες δίκες, που θα πρέπει να καταρτιστούν με ευθύνη των Δικηγορικών Συλλόγων και να περιφρουρηθούν απέναντι σε ντροπιαστικές συμπεριφορές που προσβάλλουν το δικηγορικό σώμα και έχουν απασχολήσει τα πειθαρχικά όργανα.
Ιδιαίτερα οι νομικοί που εντασσόμαστε στις γραμμές της Αριστεράς έχουμε δύο επιπλέον καθήκοντα: να ανατρέψουμε το αισχρό καθεστώς της ατιμωρησίας της έμφυλης βίας, ενισχύοντας και ενδυναμώνοντας τα θύματα. Και να εξηγήσουμε εκ της ιδιότητας μας, πέραν από μια τάση μυστικοποίησης του νόμου, ότι καμία ουσιαστική αλλαγή δεν μπορεί τελικά να επιτευχθεί μέσα από την αστυνομία, τα δικαστήρια ή τις φυλακές, μέσα δηλαδή από τους μηχανισμούς ενός κράτους που πραγματικός σκοπός του είναι η αναπαραγωγή της ταξικής κυριαρχίας των λίγων και ισχυρών απέναντι στη μεγάλη εργαζόμενη πλειοψηφία.