Φωτογραφία: Αντωνία Κάντα

 

 

 

«Δαιδαλώδη περιπέτεια εξόρυξης των πολύτιμων μετάλλων» χαρακτηρίζει ο σκηνοθέτης Σάββας Στρούμπος την ενασχόλησή του με τον Γλάρο του Τσέχωφ. Η δική του «εξόρυξη», συνεπικουρούμενη από τη βαθιά αγάπη για τον άνθρωπο και την αισιοδοξία για το μέλλον που χαρακτήριζε τον συγγραφέα, φέρνει στο φως τα αγωνιώδη και διαχρονικά ερωτήματα «ποιος είμαι, τι είμαι;». Φέρνει, μήπως, και τον άνθρωπο, έστω και λίγο, πιο κοντά στην ευτυχία; Ακόμη και σήμερα, σε αυτούς τους μεταιχμιακούς καιρούς; Ναι. Γιατί, όπως τονίζει ο σκηνοθέτης στην Εποχή, «ευτυχία χωρίς ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει και τα έργα του Τσέχωφ ανοίγουν τον δρόμο προς την ελευθερία της ψυχής και του πνεύματος».

 

 

Για το δικό σας ανέβασμα του Γλάρου επιλέξατε να κρατήσετε μόνο τέσσερις από τους ήρωες του Τσέχωφ: εκείνους που φέρουν την ιδιότητα του καλλιτέχνη. Συμφωνείτε με όσους υποστηρίζουν ότι είναι πρωτίστως ένα έργο για την τέχνη;

Πιστεύω ότι «Ο Γλάρος» είναι έργο - αίνιγμα και, μάλιστα, έργο που γεννιέται από τη σύγκρουση ύπαρξης και ιστορίας σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή που η υπάρχουσα μορφή ζωής καταρρέει από έναν ορυμαγδό κρίσεων, ενώ η νέα μορφή ζωής πασχίζει να γεννηθεί, παλεύοντας με όλων των ειδών τα αδιέξοδα. Στο έργο η κρίση αυτής της μετάβασης αντανακλάται στην απορρύθμιση των συμπεριφορών, στη διαστροφή των επιθυμιών, στην ανθρωποφαγική στάση των προσώπων και στον δομικό τους αποπροσανατολισμό. Δεν νομίζω ότι η προσπάθεια να απεικονίσουμε τη ρωσική επαρχιακή ζωή μας βοηθά να καταλάβουμε το έργο. Το βλέπω ως ένα εξαιρετικά επίκαιρο υλικό που μας βοηθά να αντιληφθούμε διαστάσεις της ανθρώπινης κατάστασης στον παρόντα χρόνο, τον εξαιρετικά ιδιόμορφο και μεταιχμιακό. Η τέχνη δεν θα μπορούσε παρά να είναι αγωγός αυτής της προσπάθειας. Από αυτή την άποψη ο ρόλος της τέχνης είναι σημαντικός στο έργο.

 

Παράλληλα, έχετε εισαγάγει επί σκηνής ένα νέο χαρακτήρα, τον Πιερότο. Ποιος είναι ο ρόλος του; Και γιατί επαναλαμβάνει τα ερωτήματα «Ποιος είμαι; Τι είμαι;», όπως και τη φράση «δεν παίρνουμε τη ζωή στα σοβαρά»;

Έχουμε δημιουργήσει τον ρόλο του Πιερότου ως μια μορφή ποιητικού αφηγητή που κρατάει τον άξονα της αγωνίας της ζωής. Πρόκειται για έναν πολύ σημαντικό άξονα που αναπτύσσεται εγκάρσια στον Γλάρο. Η σύγκρουση ύπαρξης και ιστορίας στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω δεν είναι ένα θεωρητικό σχήμα. Για τον Τσέχωφ είναι μήτρα γέννησης ενός ολόκληρου κόσμου. Ο συγγραφέας στέκεται σαρκαστικά απέναντι στις τερατώδεις συμπεριφορές των προσώπων, προσκαλεί και προκαλεί προς έναν ριζικό αναστοχασμό και, κατ’ επέκταση, ριζικό μετασχηματισμό των όρων της ζωής. Ο Πιερότος συμπεριλαμβάνει τα πάθη, τις αγωνίες, τα τραύματα και τις αντιφάσεις των προσώπων, ενσαρκώνοντας τον ίδιο τον γλάρο, αυτή τη διαρκώς ματαιωμένη επιθυμία, τη διαρκώς ματαιωμένη ελπίδα. Ας θυμηθούμε τον Βάλτερ Μπένγιαμιν: «Η ελπίδα ανήκει σε αυτούς που δεν έχουν ελπίδα».

 

«Εσείς συγγραφέας, εγώ ηθοποιός. Πώς μπλέξαμε σε αυτόν τον ανεμοστρόβιλο;» λέει η Νίνα στον Τρέμπλιεφ. Είναι η τέχνη ανεμοστρόβιλος;

Η τέχνη είναι Κρίση. Βρίσκεται διαρκώς σε κρίση, είναι διαρκής αγωνία. Απαιτεί καθολική δέσμευση, δεν αφήνει περιθώρια καθησυχασμού και βολέματος. Η αυτοαναίρεση, η τόλμη να αντικρίσουμε τα πράγματα με τρόπο λοξό ή και ανοίκειο, να τινάξουμε στον αέρα κάθε είδους δόγμα ή αποστεωμένη αισθητική κατηγορία μέσα στη δίνη ενός χρόνου που γεννάει καταστροφές και προσδοκίες, η ανάγκη να σκάψουμε σε άγνωστα πεδία, να πάρουμε ρίσκα που δεν τα είχαμε ως τώρα φανταστεί. Όλα αυτά, ναι, είναι στοιχεία ενός ανεμοστρόβιλου, ή της περιπέτειας της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

 

Με τον Γλάρο εγκαινιάστηκε το 1898, στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, το σύστημα Στανισλάφσκι, η θεμελιώδης πρόταση για την υποκριτική στον 20ό αιώνα. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, καθήκον του ηθοποιού είναι να παρατηρεί την πραγματικότητα μέσα από την οποία πλάθει τους ρόλους. Τι υλικό προσφέρει η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα αναφορικά με τους καλλιτέχνες;

Πιστεύω ότι η συζήτηση περί μεθόδων στην υποκριτική τέχνη θέλει ιδιαίτερη προσοχή. Ο ίδιος ο Στανισλάφσκι αυτοαμφισβητήθηκε πολλές φορές, αναμετρήθηκε με πολλά διαφορετικά αισθητικά ρεύματα και ως το τέλος της ζωής του παρέμεινε ένας απολύτως ανήσυχος ερευνητής της θεατρικής τέχνης. Δεν είναι τυχαίο ότι ποτέ δεν ολοκλήρωσε το βιβλίο της μεθόδου του, γιατί όλο άλλαζε και προσθαφαιρούσε πολλά στοιχεία. Όπως επίσης δεν είναι τυχαίο ότι έδωσε χώρο σε μαθητές του όπως ο Μέγιερχολντ, ο Βαχτάνγκοφ και άλλοι, να δημιουργήσουν εργαστήρια μελέτης της υποκριτικής τέχνης, από τα οποία και ο ίδιος αντλούσε υλικό και έτσι μετακινούνταν σε ό,τι αφορά τις απόψεις και τον τρόπο δουλειάς του.

Όσο για την ελληνική πραγματικότητα, πιστεύω ότι είναι πηγή μεγάλης έμπνευσης. Εδώ όλα τα τραύματα και οι αντιφάσεις είναι απολύτως ανοιχτά, τίποτα δεν μπορεί να κρυφτεί. Όσο αυτό επιχειρείται, τόσο πιο πολύ αποκαλύπτεται η εσωτερική κενότητα προσώπων και πραγμάτων. Το τραύμα και η αντίφαση είναι σπουδαία υλικά για τον καλλιτέχνη. Η Ελλάδα δεν είναι μια ήσυχη χώρα. Σε ένα τέτοιο τοπίο ο ρόλος της τέχνης αποκτά ιδιαίτερα σημασία. Ενεργοποιεί αισθήσεις και συνειδήσεις, ανακουφίζει και δίνει ελπίδα, συμβάλλει στη δημιουργία κοινοτήτων και σε μορφές ανθρώπινης συνύπαρξης. Στο σεισμογενές αυτό τοπίο η τέχνη είναι ανάσα ζωής.

 

Πρόκειται για ένα έργο πλούσιο σε συμβολισμούς. Για παράδειγμα, πληροφορούμαστε, μέσω του Τρέμπλιεφ, ότι ο Γκυ ντε Μωπασσάν θεωρούσε τον πύργο του Άιφελ, σύμβολο της νεοτερικότητας, χυδαίο. Εάν ο Μωπασσσάν (όπως διαβάζουμε στον Μπαρτ) γευμάτιζε στο εστιατόριο του πύργου, ώστε να μην τον βλέπει, εσείς σε ποιο στοιχείο της μετανεοτερικής εποχής αποστρέφετε το βλέμμα;

Προτιμώ να είμαι παράκαιρος, εκτός χρόνου και εκτός εποχής, ίσως και κόντρα στην εποχή, στα ηθικά και αξιακά της προτάγματα. Αναζητώ διαστάσεις του ανθρώπινου μέσα στον άνθρωπο που χάνονται στην καθημερινή συνάφεια με ποικίλες μορφές αγριανθρωπισμού και αλαζονείας. Είτε δια της σαρκαστικής/κριτικής οδού είτε μέσα από την έκρηξη του τραγικού αδιεξόδου, αναζητώ στην τέχνη αυτό το ουτοπικό πλεόνασμα, την επιθυμία για χειραφέτηση, την τόλμη και το ρίσκο που προϋποθέτει η επιθυμία αυτή.

 

«Εάν ο άνθρωπος σε 1000 χρόνια θα είναι ευτυχισμένος, θα έχω βάλει κι εγώ λίγο το χεράκι μου» είχε γράψει ο Τσέχωφ. Πώς μπορεί να περάσει μέσα από το τσεχωφικό έργο ο δρόμος για την ευτυχία;

Η τραγική κωμικότητα του Τσέχωφ είναι βαθιά προκλητική. Εφόσον φύγουμε από το πρώτο επίπεδο της απεικόνισης των γεγονότων του έργου, αποκαλύπτεται μπροστά μας το μεγαλείο του συγγραφέα. Βλέπουμε έναν σπουδαίο ανατόμο του ανθρώπινου ψυχισμού. Η εσωτερική δομή του τσεχωφικού υλικού, η φυσιολογία του είναι τέτοια που κανείς δεν μπορεί παρά να αφουγκραστεί την αγωνία και τη συμπόνια του συγγραφέα για την ανθρώπινη κατάσταση σε καιρούς μεταιχμιακούς όπως οι δικοί μας. Ευτυχία χωρίς ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει και τα έργα του Τσέχωφ ανοίγουν τον δρόμο προς την ελευθερία της ψυχής και του πνεύματος.

 

Μετάφραση: Δαυίδ Μαλτέζε, σκηνοθεσία - διασκευή: Σάββας Στρούμπος, σκηνικά - κοστούμια: Κατερίνα Παπαγεωργίου, φωτισμοί: Κώστας Μπεθάνης, ηχοτοπίο: Λεωνίδας Μαριδάκης, δραματολόγος: Μαρία Σικιτάνο, κατασκευή κοστουμιών: Ελένη Χασιώτη, κατασκευή σκηνικού: Απόστολος Ζερδεβάς, μακιγιάζ: Βιργινία Τσιχλάκη, επικοινωνία: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας.

Διανομή (με σειρά εμφάνισης): Πιερότος: Άννα Μαρκά – Μπονισέλ, Τρέμπλιεφ: Γιάννης Καράμπαμπας, Νίνα: Ελπινίκη Μαραπίδη, Αρκάντινα: Ρόζυ Μονάκη, Τριγκόριν: Σάββας Στρούμπος

Παραστάσεις: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή, στις 9μμ, στο Θέατρο Άττις-Νέος Χώρος (Λεωνίδου 12, Μεταξουργείο)

Μάρω Αγρίτη Περισσότερα Άρθρα
Tags:
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet