Σε ένα κτηματομεσιτικό γραφείο μιας μικρής αμερικανικής πόλης, τέσσερις απελπισμένοι μεσίτες διαγωνίζονται ποιος θα κλείσει τις περισσότερες πωλήσεις. Ο πρώτος νικητής θα κερδίσει ένα πολυτελές αυτοκίνητο, ο δεύτερος ένα σετ μαχαίρια, ενώ ο τρίτος και ο τέταρτος θα απολυθούν. Μπορούν όμως να κατακτήσουν το δικό τους «αμερικανικό όνειρο» ή θα πέσουν στην παγίδα των ίδιων τους των ψευδών, υπακούοντας στη φιλοσοφία τού «πουλάω άρα υπάρχω»;
Γραμμένο το 1983 από τον Ντέιβιντ Μάμετ, το βραβευμένο με Πούλιτζερ έργο «Οικόπεδα με θέα», έχει δικαίως κερδίσει τη διαχρονικότητά του με το πέρασμα των χρόνων. Η επιτυχημένη παραγωγή της Happy Productions σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη, μετάφραση Αντώνη Γαλέου και πρωτότυπη μουσική Γιάννη Μαθέ με τους Γιάννη Μπέζο, Άρη Λεμπεσόπουλο, Μάκη Παπαδημητρίου, Θανάση Κουρλαμπά, Γιάννη Δρακόπουλο, Γεράσιμο Σκαφίδα και Μάριο Μαριόλο, μετά από μια επιτυχημένη θεατρική περίοδο στην Αθήνα, παρουσιάζεται έως τις 14 Μαΐου στο Θέατρο Κολοσσαίον στη Θεσσαλονίκη.
Οι ήρωες αυτού του ρεαλιστικού, σκληρού και δηκτικού έργου, που είναι ταυτόχρονα σπαρακτικό και αστείο, ανταγωνίζονται μεταξύ τους χωρίς ηθικούς φραγμούς. Μότο τους, η φράση «Πάση θυσία να κλείσει η συμφωνία». Η ανθρωπιά και το έλεος εκμηδενίζονται μπροστά στην εξυπηρέτηση του δικού τους οφέλους.
Ο σκηνοθέτης Νικορέστης Χανιωτάκης, με αυτό το έργο θυμήθηκε το ασφυκτικό περιβάλλον της περιόδου που εργαζόταν ως δημοσιογράφος πριν μπει στο θέατρο. Τι ήταν όμως αυτό που του κέντρισε το ενδιαφέρον, ώστε να σκηνοθετήσει τα Οικόπεδα με θέα;
«Αν δεν συνδεθώ με ένα έργο, δεν θέλω να το ανεβάζω στο θέατρο. Παραμένω αναγνώστης του και ως δημιουργός δεν το κάνω παράσταση. Το έργο αυτό, μου θύμισε τα χρόνια της δημοσιογραφίας, πριν μπω στο θέατρο. Όταν ήμουν ακόμα δημοσιογράφος, ζούσα σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον, όπως είναι το περιβάλλον των μεσιτών και συνδέθηκα προσωπικά με αυτό. Σε δεύτερο βαθμό το έργο μού θύμισε αυτό που ζούμε τώρα στην κοινωνία μας, όπου αν δεν είσαι επιτυχημένος επαγγελματίας, δεν είσαι και επιτυχημένος ως άνθρωπος. Αυτό με ταράζει πάρα πολύ που το συναντώ γύρω μου. Είναι κάτι που δεν μου αρέσει και μου δημιουργεί αποστροφή», εξηγεί στην Εποχή ο σκηνοθέτης Νικορέστης Χανιωτάκης
«Αυτό το συναντάμε πάρα πολύ στα έργα του Μάμετ, ο οποίος χτίζει τέτοια περιβάλλοντα. Βλέπουμε το δόγμα «ο θάνατός σου, η ζωή μου» και ότι πρέπει να ανέλθω επαγγελματικά προκειμένου να αξίζω να ζω. Εμένα αυτό με συγκινεί, με ταράζει και έτσι συνδέθηκα με το έργο», συμπληρώνει στη συνέχεια.
Πουλάω άρα υπάρχω
Υπό αυτό το πρίσμα, ο ηθοποιός Άρης Λεμπεσόπουλος αναφέρει για τον ρόλο που υποδύεται, χαρακτηρίζοντάς τον ως τον πιο ευάλωτο και αναλώσιμο από τους κτηματομεσίτες: «Ο Αρόνοφ είναι ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της παρέας. Δεν είναι αριβιστής και δεν μπορεί να λειτουργήσει πισώπλατα. Όπως συμβαίνει και στη ζωή, ανάλογα με τους στόχους που έχεις, αναλόγως πετυχαίνεις τους στόχους αυτούς. Το θέμα αυτό τίθεται και στο έργο».
Κατά ποιο τρόπο το έργο συνδιαλέγεται με το σήμερα; «Συνδέεται πάρα πολύ με το τώρα, γιατί το πρώτο πράγμα που θα ρωτήσουμε έναν άνθρωπο είναι το επαγγελματικό του στάτους, απ’ όπου βγάζουμε πολλά συμπεράσματα για την προσωπικότητά του. Αντίθετα, θα έπρεπε να τον γνωρίσουμε ως προσωπικότητα και όχι να τον κρίνουμε με βάση το ποια θέση έχει στην επαγγελματική του σταδιοδρομία. Αυτό όσο περνούν τα χρόνια γίνεται ακόμα πιο έντονο. Αν ο Μάμετ έγραφε τώρα το έργο ίσως να ήταν ακόμα πιο σκληρό και η γλώσσα του να ήταν ακόμα πιο σκληρή. Θα ήταν ακόμα πιο σκληρή η φρασεολογία του», τονίζει ο Νικορέστης Χανιωτάκης.
Όσον αφορά το θεώρημα «πουλάω άρα υπάρχω», παράφραση του «σκέφτομαι άρα υπάρχω» του Ντεκάρτ, ο Νικορέστης Χανιωτάκης υποστηρίζει ότι μπορεί να αντικαταστήσει την ανθρωπιά σε ορισμένους ανθρώπους. «Δεν συγκαταλέγω τον εαυτό μου στους ανθρώπους που κρίνουν τους άλλους με βάση τις επαγγελματικές τους επιτυχίες. Στην παράσταση σατιρίζουμε αυτή την ιδεολογία. Δυστυχώς, ειδικά στις μεγαλουπόλεις, όπου έχει συσσωρευτεί και περισσότερος κόσμος, βλέπουμε ότι αν δεν επιτυγχάνεις επαγγελματικά δεν υπάρχεις. Είσαι στο περιθώριο. Οι άνθρωποι σχεδόν δεν σου μιλάνε σε μια παρέα. Δε σου δίνουν προσοχή. Αυτό δυστυχώς το βρίσκουμε μπροστά μας, διότι αν εμείς κρίνουμε τους άλλους βάση της επαγγελματικής τους επιτυχίας, το ίδιο θα κάνουν και με εμάς αύριο, μεθαύριο. Αυτό δεν είναι απλώς άδικο. Κατά τη γνώμη μου είναι και απάνθρωπο και δημιουργεί και τεράστια μοναξιά, διότι ο άλλος δεν σε εκτιμά για αυτό που είσαι στην πραγματικότητα».
Ανάμεσα σε θραύσματα αλήθειας
Μέσα στον αγώνα δρόμου των μεσιτών για το ποιος θα κερδίσει το πολυπόθητο «έπαθλο» υπάρχουν θραύσματα αλήθειας;
«Νομίζω ότι ούτε οι ίδιοι δεν ξέρουν. Μπαίνουν σε έναν φαύλο κύκλο και μπλέκονται. Δεν καταλαβαίνουν το τι είναι ψέμα και τι αλήθεια. Προκειμένου να πετύχουν τον στόχο τους δημιουργούν ένα ψεύτικο σύμπαν. Και οι ίδιοι δεν γνωρίζουν ποιος είναι καλά-καλά ο εαυτός τους. Βλέπουμε το πώς ντύνονται. Το πώς μιλούν στον καθένα. Μιλούν ακραία διαφορετικά στον προϊστάμενο, στον συνάδελφο, στον πελάτη. Αλλάζει ακόμα και το χρώμα της φωνής τους, ο τρόπος που μιλάνε, το λεξιλόγιό τους, η απεύθυνσή τους, το βλέμμα τους. Αυτό όταν το κάνεις καθημερινά και το κάνεις και πάρα πολύ συχνά, αρχίζεις να χάνεις τον εαυτό σου. Οπότε, το τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα γίνεται κάτι πολύ συγκεχυμένο. Σαφώς, θα υπάρχουν κάποια θραύσματα και υπολείμματα αλήθειας, όμως όταν δεν μπορούν να τα εντοπίσουν ούτε οι ίδιοι, τότε πώς μπορεί να το κάνει ο άλλος;», υπογραμμίζει ο Νικορέστης Χανιωτάκης.
Τα «Οικόπεδα με θέα» του Ντέιβιντ Μάμετ, δημιουργούν τα ψήγματα για να αναρωτηθούμε για τον κόσμο που μας περιβάλλει και το πώς θέλουμε να είναι. Ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, ο ρεαλιστικός λόγος του Μάμετ επαναφέρει τον θεατή στη «σκληρή» πραγματικότητα του χθες και του σήμερα, δημιουργώντας ένα ερώτημα για το μέλλον.