Μια μέρα πριν τις κρίσιμες εκλογές, η στήλη αυτή πρωτοτυπεί με τη δημοσίευση ενός κειμένου που δεν σχετίζεται μ’ αυτές, αλλά με ένα ζήτημα στρατηγικής σημασίας για τους φορείς που επιδιώκουν τον ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό: την σχέση μεταξύ της Αριστεράς και του Χριστιανισμού. Πρόκειται για ένα θέμα που –κατά καιρούς, και όχι συστηματικά– έχει απασχολήσει την ευρωπαϊκή Αριστερά, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1960, και το οποίο έχει έρθει πάλι στην επικαιρότητα, με καλύτερους οιωνούς αυτή τη φορά, μετά την άνοδο στην ηγεσία της Καθολικής Εκκλησίας του αργεντινής καταγωγής Πάπα Φραγκίσκου, ο οποίος με τις ριζοσπαστικές εγκυκλίους του και τις θέσεις του για τα μεγάλα παγκόσμια προβλήματα έχει προκαλέσει την μήνιν της ευρωπαϊκής Δεξιάς και Ακροδεξιάς.
Συγγραφέας του καλογραμμένου και εμπεριστατωμένου άρθρου που φιλοξενούμε σήμερα στις Ιδέες, και μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία μιας ευρύτερης συζήτησης, είναι η Αγγελίνα Γιαννοπούλου, μια νέα σε ηλικία αριστερή πολιτική επιστήμονας και ακτιβίστρια, τελειόφοιτη μεταπτυχιακών σπουδών Θρησκειολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος του συντονιστικού οργάνου του προγράμματος Dialop για τον διάλογο μεταξύ σοσιαλιστών/μαρξιστών και χριστιανών, και συντονίστρια του προγράμματος «Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και στρατηγικές προοπτικές της ριζοσπαστικής Αριστεράς» του δικτύου transform! europe.
Χ.Γο.
Όποιος/α ακούσει το δίπτυχο Εκκλησία και Αριστερά ή Χριστιανισμός και Αριστερά, ακόμα και αν τύχει να είναι λίγο υποψιασμένος, θα σκεφτεί μόνο τις μακρινές εμπειρίες από τη Λατινική Αμερική, οι οποίες συνοψίζονται στην παράδοση της θεολογίας της απελευθέρωσης ή/και του «απελευθερωτικού χριστιανισμού»1. Στους λιγότερο υποψιασμένους, η σχέση Εκκλησίας και Αριστεράς φαίνεται μάλλον αντιφατική, όχι τόσο γιατί δεν μπορούν να βρουν κοινές ανθρωπολογικές και φιλοσοφικές ορίζουσες μεταξύ των δύο κοινοτήτων, όσο γιατί η θεσμική Εκκλησία έχει καταγραφεί στη συλλογική συνείδηση της Αριστεράς ως ένας καταπιεστικός θεσμός που αναπαράγει ανισότητες και κοινωνικές διαιρέσεις και που, πέραν της διαρκούς παρέμβασης στο πεδίο του κράτους και των πολιτικών του, έχει ιστορικά συμπορευθεί με αυταρχικά πολιτικά καθεστώτα (πχ. στην Ισπανία, με την οργάνωση Opus Dei και την ταύτιση του σκληρού καθολικισμού με τον φρανκισμό, ή στην Ελλάδα, με τον εναγκαλισμό της Ελληνορθοδοξίας με το φασιστικό καθεστώς Μεταξά, αλλά και τη δικτατορία των συνταγματαρχών που καπηλεύθηκε την ορθόδοξη ομολογία με το δόγμα «Ελλάς Ελλήνων χριστιανών»). Δυο κόσμοι που γεννήθηκαν μέσα από τις αρχές της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της αδελφοσύνης, της αλληλεγγύης, της αρμονικής συνύπαρξης έμβιων όντων και φυσικού περιβάλλοντος, μοιάζουν σήμερα με αντίπαλα στρατόπεδα, γιατί ακριβώς η Εκκλησία μετατράπηκε από κοινωνία σε εξουσία. Αυτή η διαδικασία όμως είναι ιστορικό παράγωγο, όχι φυσικός νόμος.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, από την αυγή της νεωτερικότητας, έχουμε παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τη δυναμική της σχέσης που υπάρχει μεταξύ της Εκκλησίας και της Αριστεράς, στιγμές που χριστιανοί και σοσιαλιστές συνοδοιπόρησαν, ιστορικές φυσιογνωμίες που έφεραν εξίσου και τις δύο ταυτότητες σε πλήρη σύμπνοια, κληρικούς και επισκόπους του λαού που ήταν πρωταγωνιστές κοινωνικών αγώνων, παπάδες που πήραν τα βουνά για το ψωμί και την ελευθερία, γυναίκες της ενορίας που πρωτοστάτησαν στους αγώνες για το δικαίωμα της καθολικής ψήφου των γυναικών, ενώ μίλησαν με θάρρος για την πατριαρχία στο εσωτερικό της οργανωμένης Εκκλησίας και την αναγκαιότητα επέκτασης του δικαιώματος χειροτονίας και στις γυναίκες2. Σήμερα, το πιο φωτεινό παράδειγμα που αναδεικνύει τη μεταβαλλόμενη δυναμική μεταξύ των δύο στρατοπέδων δεν έρχεται από τα περιθώρια του εκκλησιαστικού κόσμου, αλλά από τον ηγέτη της Καθολικής Εκκλησίας, τον Πάπα Φραγκίσκο-κατά κόσμον Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο, που επέλεξε το όνομα Φραγκίσκος προς τιμήν του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, ο οποίος «έφερε στον Χριστιανισμό μια άποψη για τη φτώχεια που αντιστρατεύεται την πολυτέλεια, την υπερηφάνεια, την ματαιοδοξία των πολιτικών και εκκλησιαστικών δυνάμεων της εποχής. Άλλαξε την ιστορία»3.
Οι εγκύκλιοι του Πάπα «Laudato Si» (2015) και «Fratelli Tutti» (2020) αντλούν την έμπνευσή τους από την κοινωνική διδασκαλία της Εκκλησίας. Η πρώτη αναφέρεται στα ζητήματα της κλιματικής καταστροφής, τα οποία συνδέει με το ισχύον μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης και κατανάλωσης, και η δεύτερη στο αίτημα για ελευθερία-ισότητα-αδελφοσύνη, θίγοντας ζητήματα σχετικά με τους μετανάστες και τις μετανάστριες, την έμφυλη ισότητα, τα αδιέξοδα της σύγχρονης διεθνούς τάξης πραγμάτων με την όξυνση των αντιθέσεων και την επέκταση των πολέμων σε παγκόσμιο επίπεδο, κ.ά. Δύσκολα θα βρεθεί άνθρωπος της Αριστεράς να διαφωνήσει με το γράμμα και το πνεύμα αυτών των κειμένων. Η ευθύνη των ελίτ και των κυρίαρχων τάξεων αναφέρεται σαφώς στις συγκεκριμένες εγκυκλίους, όπως και ένα τελικό Κάλεσμα για δράση, ένα κάλεσμα που δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικό. Μπορούμε να δούμε την εγγύτητα μεταξύ αυτού του λόγου και του λόγου της Αριστεράς: «Η κραυγή της Γης, είναι η κραυγή των φτωχών»4.
Το Dialop ως σχέδιο ενός εγκάρσιου χριστιανο-μαρξιστικού διαλόγου
Εννέα χρόνια πριν, πραγματοποιήθηκε στο Βατικανό συνάντηση μεταξύ του Πάπα Φραγκίσκου, του τότε πολιτικού συντονιστή του δικτύου πολιτικών ινστιτούτων της Αριστεράς, transform! europe και σημερινού προέδρου του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς, Βάλτερ Μπάιερ, και του Αλέξη Τσίπρα, προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, υποψήφιου τότε της Ευρωπαϊκής Αριστεράς για τη θέση του επικεφαλής της Κομισιόν, και μετέπειτα πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα. Η συνάντηση αυτή υπήρξε καθοριστική για την οικοδόμηση ενός δικτύου που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στην προτροπή, που έκανε κατά την διάρκειά της, ο Πάπας Φραγκίσκος, «να γυρίσουμε σελίδα στις σχέσεις Εκκλησίας και Αριστεράς». Το Dialop5 είναι ένα φόρουμ διαλόγου που γεννήθηκε από το μεράκι αριστερών πολιτικών και διανοουμένων, πανεπιστημιακών δασκάλων και δραστήριων ανθρώπων του κινήματος των Φοκολάρι. Άνδρες και γυναίκες με διαφορετικό ιδεολογικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο –μαρξιστικό και χριστιανικό– από την Αυστρία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ισπανία, και την Ιταλία, σχημάτισαν ένα δίκτυο, το οποίο πλέον περιλαμβάνει πανεπιστήμια, πολιτικά ινστιτούτα και οργανώσεις της Αριστεράς και της Καθολικής Εκκλησίας.
Στόχος του δικτύου Dialop είναι να αναπτύξει και να εφαρμόσει μια νέα κοινωνική ηθική (social ethics), με βάση τις αρχές, τόσο της (νέο)μαρξιστικής κοινωνικής κριτικής, όσο και εκείνες της κοινωνικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, προκειμένου να παραχθούν κοινές δεσμεύσεις για την ειρήνη, τη μη βία, την κοινωνική δικαιοσύνη, τη δημοκρατία και τον οικολογικό μετασχηματισμό, ο οποίος είναι άρρηκτα δεμένος με ένα διαφορετικό παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης και ευημερίας. Η Ευρώπη, ως ήπειρος, αλλά και ως πολιτικο-οικονομική ενότητα, κινδυνεύει να κατακερματιστεί από τείχη και φράχτες, αυξανόμενα επίπεδα ανισότητας, καθώς και από τη απουσία ενός θετικού προτάγματος για τους λαούς της.
Οι άνθρωποι που συμμετέχουν στο Dialop, καταμαρτυρούν την αναγκαιότητα ενός εναλλακτικού οράματος για την Ευρώπη, που θα χτίζει γέφυρες, θα στοχεύει στην ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη, θα χαρακτηρίζεται από την ανταλλαγή πολιτιστικών αγαθών και αξιών με κριτήριο τη διαρκή συμπερίληψη. Το Dialop θέλει να συνεισφέρει ακριβώς στις προσπάθειες όλων όσοι οραματίζονται μια συμμετοχική Ευρώπη που θα διαμορφώνει έναν δίκαιο, ειρηνικό και βιώσιμο κόσμο, όπως συνομολογούν οι συγγραφείς του βιβλίου Walter Baier, Cornelia Hildebrandt, Franz Kronreif, Luisa Sello (Eds.), Europe as a Common. Exploring Transversal Social Ethics, Vienna: Lit Verlag, 2020 Europe [Η Ευρώπη ως Κοινό. Εξερευνώντας τεμνόμενες κοινωνικές ηθικές].
Ίσως είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που η Αριστερά ανοίγει συστηματικά ένα διάλογο με τη χριστιανική Εκκλησία και τον κόσμο της. Δεν επικαλείται τον διάλογο γενικά και αόριστα. Χρησιμοποιεί συγκεκριμένη μεθοδολογία τόσο στην ίδια την εσωτερική λειτουργία του Dialop, όσο και στις εξωστρεφείς της δράσεις όταν καλείται να ανοίξει τον χώρο διαλόγου σε ακόμα περισσότερο κόσμο. Η μέθοδος της «διαφοροποιημένης συναίνεσης και της αναγνωρισμένης διαφωνίας» (differentiated consensus & qualified dissent), που απαιτεί τη σύγκλιση των hominum bonae voluntatis [ανθρώπων καλής θέλησης], αξιοποιείται ήδη από την οπτική του οικουμενισμού που διέπει τις σχέσεις μεταξύ των χριστιανικών εκκλησιών6. Προκειμένου η κάθε πλευρά αυτού του διαλόγου να κάνει σαφή τη θέση της, αλλά και να αντιμετωπίζεται με σεβασμό και ισοτιμία, αφενός γίνεται ρητή αναφορά σε πρωτότυπα κείμενα που αποκρυσταλλώνουν τις αντίστοιχες παραδόσεις της Καθολικής Εκκλησίας και του σοσιαλιστικού κινήματος, και αφ’ ετέρου οι αντιλήψεις και οι οπτικές του καθενός και της καθεμιάς λαμβάνουν εκ των προτέρων υπ’ όψιν τα όρια κατανόησης και πρόσληψης του άλλου και της άλλης, αλλά και τα λεξιλόγια αναφοράς, τους διαφορετικούς λόγους (discourses). Επιπλέον, οι ερωτήσεις διατυπώνονται με ακρίβεια και με κριτήριο πάντα τον κοινό βηματισμό που μπορεί να προκύψει από τις απαντήσεις. Δεν πρόκειται απλά για μια διανοητική άσκηση ή ένα φιλοσοφικό καφενείο, στο οποίο οι ιδιαιτερότητες των δύο πλευρών είτε εξαφανίζονται, είτε κρύβονται κάτω από το χαλί, προκειμένου να μη δημιουργήσουν αμηχανίες ή προστριβές. Όσοι και όσες συμμετέχουν στον διάλογο δεν τον μεταχειρίζονται ως εργαλείο, αλλά ως μια διαρκή συνάντηση, ένα κοινό διανοητικό μονοπάτι, όπου οι διαφορετικές κοινότητες επικοινωνούν τις αντιλήψεις τους και τις προτάσεις τους με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια, δίχως προκατάληψη και δίχως την παραγωγή δευτερογενών παρερμηνειών. Με αυτές τις συναντήσεις τα αντίθετα γίνονται συμπληρωματικά, και αυτό διευκολύνει την αναζήτηση κοινών δηλώσεων και σχεδίων δράσης που να αντανακλούν τις δύο παραδόσεις, έτσι ώστε η μία να εμπλουτίζει την άλλη7.
Μέσα από αυτήν τη διαδικασία, οι χριστιανοί μπορούν να έρθουν σε επαφή και να κατανοήσουν την παράδοση των σοσιαλιστών, και το αντίστροφο. Αυτό δεν σημαίνει ότι διαγράφονται ή αγνοούνται οι υπάρχουσες διαφορές, διαφορές που συχνά συνιστούν διαιρετικές τομές (πχ. ο ρόλος της Καθολικής Εκκλησίας στην Πολωνία αναφορικά με το δικαίωμα της γυναίκας στην άμβλωση, ή το αποκλειστικό «ανδρικό προνόμιο» στον κλήρο και η άμεση σχέση του με τον σεξισμό στο εσωτερικό της Καθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ή η σχέση της Ευαγγελικής Εκκλησίας με την Ακροδεξιά και τα δίκτυα του Μπολσονάρου στη Βραζιλία). Ο διάλογος πρέπει να θεωρείται πολιτική πράξη. Όσες και όσοι μετέχουν σ’ αυτόν γίνονται μάρτυρες της ρευστότητας και της ενδεχομενικότητας των ταυτοτήτων. Οι διαδικασίες εξατομίκευσης που χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες δεν δημιουργούν μόνο αναχώματα, αλλά και ευκαιρίες. Σήμερα, διανοίγονται νέοι δρόμοι συνάντησης ετερόκλητων κοινοτήτων, συλλογικοτήτων και παραδόσεων, στη βάση ακριβώς του αιτήματος για συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές στην κατεύθυνση της κοινωνικής ισότητας και της ανθρώπινης απελευθέρωσης.
Η αυτονομία του ανθρώπου ως κριτήριο για το σήμερα και το αύριο του διαλόγου
Για τους χριστιανούς που συμμετέχουν σε αυτό το έργο είναι πράγματι πρωτοποριακό να υιοθετούν βασικά στοιχεία της αριστερής και σοσιαλιστικής παράδοσης. Αλλά και για τους μαρξιστές και σοσιαλιστές η πολιτική κινητοποίηση με βάση τα διδάγματα είτε του Ιησού, είτε του Μάρξ δεν αποτελεί πρόβλημα, όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά. Ο απώτερος διακηρυγμένος στόχος πολιτικής Αριστεράς είναι ο ριζικός μετασχηματισμός των κοινωνιών και η απελευθέρωση των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Για να συμβεί αυτό, απαιτούνται κοινωνικές πλειοψηφίες και, συνεπώς, ευρείες συμμαχίες. Αυτές οι συμμαχίες δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνουν και πρόσωπα ή ομάδες που βρίσκονται στους κόλπους των χριστιανικών Εκκλησιών.
Παράλληλα, το όραμα των αριστερών για τον κόσμο δεν θα πρέπει να βασίζεται μόνο στον ορθολογισμό, αλλά να περιλαμβάνει και την πνευματικότητα στις μορφές που οι άνθρωποι ελεύθερα επιλέγουν να αναπτύξουν. Το θείο, το ιερό, ή όπως αλλιώς θέλουμε να το ονομάσουμε, είναι στοιχείο της ανθρωπινότητας της ανθρωπότητας από τότε που γράφεται η ιστορία, και η αυτονομία του υποκειμένου δεν συμβιβάζεται με την υπακοή σε κάποιον κανόνα αυστηρά ελεγχόμενο από τον ορθό λόγο, ούτε ο ορθός λόγος μπορεί να υποκαταστήσει την εσχατολογία. Γράφει ο Εντγκάρ Μορέν για τη νεωτερικότητα: «ο μύθος διείσδυσε στην ορθολογική σκέψη ακριβώς την ώρα που εκείνη θεώρησε ότι τον είχε εκδιώξει: η ίδια η ιδέα του Ορθού Λόγου μυθοποιήθηκε, αφ’ ης στιγμής ένας τρομερός ανιμισμός τής προσέδωσε ζωή και δύναμη και την κατέστησε μια παντογνώστρια και ουρανόπεμπτη οντότητα»8. Το ίδιο πνεύμα, αλλά με αντίστροφη πορεία (και σίγουρα πιο καυστική γλώσσα) βρίσκουμε και στον Χρήστο Γιανναρά: «αυτός ο δύστυχος ‘μυστικισμός’ έχει γίνει τελευταία η εύκολη ετικέτα για την εξουδετέρωση κάθε άποψης ή μεθόδου που θέλει να διασώσει την προσωπική ετερότητα και ελευθερία του ανθρώπου. Κάθε κριτική στάση απέναντι στο ‘φετιχισμό της επιστήμης’ ή στον ορθολογισμό ως ‘λογική της κυριαρχίας’, παίρνει αμέσως την ετικέτα του ‘μυστικισμού’ προκειμένου να περισωθούν τα είδωλα της επιστημονικής και ρασιοναλιστικής ‘αποτελεσματικότητας’»9.
Συμπερασματικά, οι αριστεροί δεν χρειάζονται ανθρώπους που να κάνουν τικ σε όλα τα δικά τους αριστερά κουτάκια για να τους θεωρούν ως συνοδοιπόρους τους στον αγώνα για ένα καλύτερο παρόν. Η ενότητα στη δράση και στο σκοπό είναι αυτή που φέρνει προοδευτικά και την ενότητα στα κριτήρια και την αντίληψη. Αυτήν τη στιγμή, όλοι/ες μας βρισκόμαστε σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο. Αντιμετωπίζουμε τον κίνδυνο της καταστροφής του φυσικού κόσμου και, κατά συνέπεια, του ανθρώπινου πολιτισμού. Ακούγοντας τον επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησίας να μιλά για την ανάγκη μετασχηματισμού του κοινωνικοοικονομικού συστήματος, βλέπουμε πως διανοίγεται μια μοναδική ευκαιρία για κοινή δράση. Αναφέραμε παραπάνω ότι η εγκύκλιος «Laudato Si» αποτελεί μια κρίσιμη παρέμβαση για τα οικολογικά ζητήματα. Παράλληλα, και η Ορθόδοξη Εκκλησία, ήδη από το 1989, μέσω του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπογραμμίζει τη σημασία της περιβαλλοντικής κρίσης για το μέλλον της ανθρωπότητας, αναδεικνύοντας το όραμα ενός οικουμενικού και οικολογικού επανευαγγελισμού10. Αυτό είναι ένα από τα πολλά πεδία στα οποία η Αριστερά μπορεί να δημιουργήσει ένα χώρο κοινής δράσης με κύκλους της οργανωμένης Εκκλησίας, Καθολικής και Ορθόδοξης, μη χαρίζοντας τους ένθεους ανθρώπους στις αυταρχικές και μισάνθρωπες σειρήνες της Ακροδεξιάς και της συνωμοσιολογίας της.
Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
Σημειώσεις:
1. Για τη διάκριση μεταξύ θεολογίας της απελευθέρωσης και απελευθερωτικού χριστιανισμού, βλ. Michael Löwy, The War of Gods. Religion and politics in Latin America. Στα ελληνικά έχουν εκδοθεί δύο από τα κείμενα αυτού του βιβλίου υπό τον τίτλο Πολιτική και Θρησκεία (εκδόσεις Ηριδανός, 2020). Ο Μικαέλ Λεβί είναι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Dialop.
2. βλ.Winter, William-Terese. “The Women-church movement.” Religion Online https://www.religion-online.org/article/the-women-church-movement/ και Kassian, Mary A. The feminist gospel. The movement to unite feminism with the church. Illinois: Crossway Books, 1992.
3. Bethune, Brian. “Man of the people: Will the Pope with the wry sense of humour and common touch actually reinvigorate the Church and the papacy?” MACLEAN'S https://macleans.ca/news/world/man-of-the-people-2/.
4. ΣτΕ: Η συγκεκριμένη φράση περιλαμβανόταν στην έκκληση που απηύθυνε ο Πάπας Φραγκίσκος, στις 31 Οκτωβρίου 2021, προς τους ηγέτες των χωρών οι οποίοι θα συμμετείχαν στη σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα (COP26), η οποία άρχιζε εκείνη την ημέρα στη Γλασκώβη.
5. Για το έργο, τις δραστηριότητες, και τα κείμενα θέσεων του Dialop, βλ. https://dialop.eu/.
6. Αναφερόμαστε στο μοντέλο της συμφωνίας που επιτεύχθηκε μεταξύ της Λουθηρανικής Παγκόσμιας Ομοσπονδίας και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην «Κοινή Διακήρυξη για το Δόγμα της Δικαίωσης» (Joint Declaration on the Doctrine of Justification) το 1999. Δεν υποδηλώνεται μια πλήρης συμφωνία επί του δόγματος, αλλά ένα μοντέλο στο οποίο οι εναπομένουσες διαφορές να μην θεωρούνται πλέον εκκλησιαστικά διχαστικές. Βλ. Harmon, Steven R. Ecumenism Means You, Too: Ordinary Christians and the Quest for Christian Unity. Oregon: Cascade Books, 2010.
7. Με αυτό τον τρόπο περιέγραψε η Κορνήλια Χίλντερμπραντ, μέλος του συντονιστικού οργάνου του Dialop και συμπρόεδρος του transform! europe, την ουσία του διαλόγου στη συνάντηση με το Συμβούλιο των Φοκολάρι, που πραγματοποιήθηκε στο Διεθνές Κέντρο των Φοκολάρι στην Ιταλία, στις 17 Μαρτίου 2023. (βλ.https://www.focolare.org/en/2023/04/17/italiano-dialop-dialogo-tra-cristiani-e-sinistra-europea-in-cerca-di-un-vero-cambiamento/.
8. Εντγκάρ Μορέν, Η Μέθοδος. Η ανθρωπινότητα της ανθρωπότητας, Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2005, σ. 54-55.
9. Πέτρος Μακρής, Μαρξιστές και Ορθοδοξία. Διάλογος ή Διαμάχη; Αθήνα: Επικαιρότητα, 1983, σ. 113.
10. Ο οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στο εγκύκλιο μήνυμα 2018 αναφέρει ότι ζούμε σε «μίαν ἐποχήν κατά τήν ὁποίαν ἡ συνεχῶς διογκουμένη ἀπειλή κατά τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος κυοφορεῖ μίαν παγκόσμιον οἰκολογικήν καταστροφήν. Ἡ ἐξέλιξις αὕτη εἶναι ἡ συνέπεια μιᾶς συγκεκριμένης ἐπιλογῆς τρόπου οἰκονομικῆς, τεχνολογικῆς καί κοινωνικῆς ἀναπτύξεως, ἡ ὁποία δέν σέβεται οὔτε τήν ἀξίαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, οὔτε τήν ἱερότητα τῆς φύσεως. Εἶναι ἀδύνατον νά ἐνδιαφερώμεθα πραγματικῶς διά τό ἀνθρώπινον πρόσωπον καί ταυτοχρόνως νά καταστρέφωμεν τό φυσικόν περιβάλλον, τήν βάσιν τῆς ζωῆς, κατ᾿ οὐσίαν δηλαδή νά ὑπονομεύωμεν τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος».