Αύριο στις εκλογές με προφανή ιστορικότητα για πολλούς λόγους, που θα μπορούσαν να σημαίνουν την έναρξη μιας νέας μακράς πολιτικής περιόδου θα λείπει, δυστυχώς, ο πιο κατάλληλος, ο πιο βαθύς αναλυτής και διεισδυτικός πολιτικός επιστήμονας, ο Ηλίας Νικολακόπουλος. Θα τον αναζητήσουμε για μια ακόμα φορά, για να ακούσουμε τις προβλέψεις, τις εκτιμήσεις του, τις ερμηνείες κυρίως, όσων συμβαίνουν. Να δίνει ζωή και φωνή στα άψυχα νούμερα. Όχι μόνο τα συγκεντρωτικά, αλλά και τα τοπικά. Αυτός ο μετρ της εκλογικής κοινωνιολογίας.

Η Εποχή δημοσιεύει σήμερα, με μικρές περικοπές, ένα –ίσως το τελευταίο– κείμενο του Ηλία Νικολακόπουλου. Είναι η ομιλία του στο ΕΚΠΑ, που έγινε στις 13 Απριλίου 2022. Όπως σημειώνει ο επίκουρος καθηγητής και μαθητής του Γιάννης Τσίρμπας, η ομιλία του κινείται πάνω σε έναν μακροϊστορικό άξονα, στρέφοντας συχνά το φακό του στις κάθε είδους αντιπαραθέσεις και ανταγωνισμούς. Το συμπέρασμά του αυστηρό: «Χρειάστηκαν πάνω από εκατό χρόνια για να εμπεδωθεί μια ανταγωνιστική δημοκρατική πολιτική στην Ελλάδα… Αυτή ουσιαστικά την κατοχυρώνουμε μόνο μετά την άρση των συνεπειών των εμφυλίων πολέμων», αν και διαθέτουμε μακροχρόνια εκλογική ιστορία.

Η ομιλία με προλόγους και εισαγωγές συναδέλφων του από το ΕΚΠΑ έχει εκδοθεί πρόσφατα και βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.

 

 

 

Μαζική ανταγωνιστική δημοκρατία. Η δύσκολη εμπέδωση

 

Η χώρα μας έχει μια εξαιρετικά μακρά εκλογική και κοινοβουλευτική ιστορία. Εάν ξεκινήσουμε δηλαδή από το 1843, συμπληρώνουμε αισίως 180 χρόνια εκλογικής ιστορίας. Μια ιστορία που σχετικά με άλλες χώρες έχει όχι μόνον μεγάλη διάρκεια αλλά και πολύ μικρές και λίγες διακοπές (…) Αυτή όμως την αισιόδοξη και θετική εικόνα θα ήθελα λίγο να τη σχετικοποιήσω. Δηλαδή να δούμε σε ποιο βαθμό η εμπέδωση των εκλογών, η συνεχής διεξαγωγή τους σημαίνει αυτομάτως και την εμπέδωση μιας ανταγωνιστικής δημοκρατίας.

Οι βασικές λειτουργίες των εκλογών είναι τέσσερις: Η ενσωμάτωση των πληθυσμών στο πολιτικό σύστημα, η νομιμοποίηση των διαδικασιών, η αντιπροσώπευση των επιμέρους ομάδων, και, κορυφαία, ο καθορισμός της εκτελεστικής εξουσίας.

Η ενσωμάτωση των πληθυσμών συνδυάζεται με την καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας, κάτι το οποίο, ως γνωστόν, για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης ούτε ήταν αυτονόητο ούτε έγινε από τη μία μέρα στην άλλη. Στην Ελλάδα θα δούμε γιατί και με ποιον τρόπο καθιερώθηκε. Η νομιμοποίηση των διαδικασιών συνδυάζεται με τη μυστικότητα της ψήφου, δηλαδή με τη δυνατότητα των ατόμων να ψηφίζουν χωρίς να υφίστανται εξωγενείς πιέσεις. Η αντιπροσώπευση συνδυάζεται άμεσα με το εκλογικό σύστημα και με την παρουσία στο κοινοβούλιο ομάδων ή τάξεων από ένα ευρύ κοινωνικό φάσμα. Τέλος, η πιο δύσκολη, στην υλοποίησή της, λειτουργία είναι οι εκλογές να αποτελούν αυτό που ο Lipset είχε πει «θεσμοποιημένη μορφή της πάλης των τάξεων». Οι λειτουργίες αυτές, για να μην υπάρχουν παρανοήσεις, σε καμία χώρα δεν έχουν υλοποιηθεί ταυτόχρονα και με έναν απολύτως ομαλό τρόπο.

 

Από τις «τελετές ομοφωνίας» στην καθολική ψηφοφορία

 

Το θέμα της καθολικής ψηφοφορίας προέκυψε σχετικώς αβίαστα μέσα από την προηγούμενη κοινοτική παράδοση, με βάση την οποία εκλέχθηκαν άλλωστε και οι Εθνοσυνελεύσεις του Αγώνα, και επομένως ήταν μια άμεση προέκταση αυτής της –όπως χαρακτηρίζεται– «πάνδημης» εκλογικής συμμετοχής, η οποία βέβαια δεν υπάκουγε καθόλου σε κανόνες εκλογικού ανταγωνισμού. Ήταν περισσότερο αυτό που θα χαρακτηρίζαμε «τελετές ομοφωνίας» παρά ανταγωνιστικές εκλογές. Το σύνολο του πληθυσμού επικροτούσε, πολύ συχνά, στην αρχή δια βοής και από το 1843 και με ψηφοδέλτιο, τον εκπρόσωπο μιας συγκεκριμένης χωρικής ενότητας (…)

Αυτό όμως που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι να τονίσω πως δεν πρόκειται για ανταγωνιστικές εκλογές. Αυτό το μη ανταγωνιστικό στοιχείο διατηρήθηκε σε όλη την Οθωνική περίοδο. Ανιχνεύοντας κανείς κάποια αποτελέσματα, θα δει πλειοψηφίες της τάξης του 95% και άνω, ενώ στην Οθωνική περίοδο υπήρχαν και λίστες με τους προτεινόμενους κυβερνητικούς υποψήφιους (…)

Εμένα αυτό που με εντυπωσιάζει περισσότερο είναι αυτό που χαρακτήρισα ως «τελετές ομοφωνίας». Η συμμετοχή εξασφαλίζεται, η «καθολικότητα» της ψήφου εξασφαλίζεται και αυτή. Εκλογικός ανταγωνισμός όμως δεν υπάρχει.

Αυτός θα αρχίσει να εμφανίζεται μετά τη Μεταπολίτευση του 1862 και το Σύνταγμα του 1864.

Το Σύνταγμα αυτό, προβλέποντας την καθολική δια σφαιριδίων ψηφοφορία: καθιερώνει συνταγματικά την καθολικότητα της ψήφου, η οποία μέχρι τότε ήταν ουσιαστικά αποδεκτή. Διότι ναι μεν ο εκλογικός νόμος που χρησιμοποιήθηκε για τις εκλογές της Οθωνικής περιόδου προέβλεπε τόσο μικρά, τόσο ελαφρά κριτήρια, ώστε, στην πράξη, η ψήφος αποκτούσε καθολικό χαρακτήρα –και δεν ήταν μια τιμηματική ψήφος, είχε όμως παραθυράκια που επέτρεπαν να απαιτηθούν κάποιες προϋποθέσεις ώστε να ενταχθεί ένας ψηφοφόρος στο εκάστοτε εκλογικό σώμα. Αυτοί οι όροι για τη συμμετοχή στις εκλογές ήταν όμως τόσο ασήμαντοι που, με εντυπωσιακό τρόπο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μπορούμε να πούμε ότι αυτό το πέρασμα από την τυπικά τιμηματική στη συνταγματικά καθολική ψηφοφορία δεν προκάλεσε καμία αύξηση των εκλογέων και καμία μεγέθυνση του εκλογικού σώματος. (…) Ήταν ακριβώς το ίδιο.

Η καινοτομία του Συντάγματος του 1864 αφορούσε κυρίως αυτό το «δια σφαιριδίων». Καθολική δια σφαιριδίων ψηφοφορία.

Σε έναν αναλφάβητο πληθυσμό η χρήση ψηφοδελτίου θα ήταν πρακτικά το άνοιγμα της πόρτας σε οποιαδήποτε καλπονοθεία και μια δυνατότητα επηρεασμού, χειραγώγησης και εκφοβισμού. Στα χειρόγραφα ψηφοδέλτια, όπου θα πήγαινε ένας αναλφάβητος ψηφοφόρος και θα ζητούσε να του γράψουν ένα όνομα, αυτό θα μπορούσε να γραφτεί με όσες ορθογραφικές παραλλαγές θέλεις, χωρίς έλεγχο. Επίσης με αυτόν τον τρόπο θα ήταν ουσιαστικά φανερή η ψήφος. Η εισαγωγή των σφαιριδίων διασφάλιζε και τη μυστικότητα της ψήφου. Η μυστικότητα βέβαια δεν έτυχε και τόσο ευνοϊκής αποδοχής ούτε από τους υποψήφιους ούτε από τους πολίτες.

Είναι φανερό ότι οι πολίτες ήθελαν να εκφράσουν την προτίμησή τους σε γνώση του πάτρωνά τους, ώστε να απολάβουν κατόπιν και τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα. Εξ ου και όλες αυτές οι σκηνές που έχουν καταγραφεί με τον ψηφοφόρο να παίρνει το σφαιρίδιο, να το δαγκώνει, και έτσι να δηλώνει ουσιαστικά τι θα ψηφίσει.

 

Η μυστικότητα της ψήφου

 

Παρ’ όλα αυτά η μυστικότητα περίπου εξασφαλίστηκε, έστω με μια μικρή χρονική υστέρηση. Η πρώτη δεκαετία μετά την ψήφιση του Συντάγματος χαρακτηρίζεται από εκλογές ελάχιστα αποδεκτές με τα σημερινά κριτήρια, αλλά πάντως μέχρι το 1875 η μυστικότητα επί της ουσίας μπορούμε να πούμε ότι εξασφαλιζόταν. Η μυστικότητα αυτή βέβαια, όπως είπα, δεν ευνοούσε τα στενά συμφέροντα των ψηφοφόρων ούτε των υποψηφίων, και αντιμετωπιζόταν με έναν τρόπο μάλλον επιφυλακτικό.

Εξάλλου, αυτό που θα ακολουθηθεί ως στρατηγική από τα διάφορα κόμματα στον 20ο αιώνα είναι η με κάθε τρόπο αναίρεση της μυστικότητας, δηλαδή η δηλωμένη και μαζική αποχή από τις εκλογές, στην οποία προτρέπει το Κόμμα Φιλελευθέρων στις δεύτερες εκλογές του 1915 ή αντίστοιχα η αντιβενιζελική παράταξη στις εκλογές του 1922, που στην πράξη σημαίνει αναίρεση της μυστικότητας.

Η αναίρεση αυτής της μυστικότητας επαναλήφθηκε και το 1935 και το 1946 από την πλευρά της Αριστεράς. Η αποχή του 1946 αποτέλεσε εξάλλου τη βάση ώστε να τροφοδοτηθούν στη συνέχεια με συγκεκριμένα στοιχεία οι Φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων. Άρα (…) η μυστικότητα της ψήφου ήταν σχετική.

Παρ’ όλα αυτά μπορούμε να πούμε ότι προς τα τέλη του 19ου αιώνα και με τη διαμόρφωση ενός δικομματικού συστήματος, Τρικουπικοί – Δηλιγιαννικοί, έχουμε μια πρώτη καθιέρωση ολοκληρωμένων εκλογικών πρακτικών.

Καθολικότητα και μυστικότητα αποτελούν διασφαλίσεις που η ίδια η Πολιτεία οφείλει να προσφέρει στους πολίτες. Αν αυτό συνδυαστεί και με  ένα σταθερό κομματικό σύστημα, τότε έχουμε όντως μια πρώτη πορεία για αποδεκτές εκλογικές πρακτικές. Για αυτό άλλωστε και την περίοδο προς τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου η αμφισβήτηση των εκλογών είναι εξαιρετικά περιορισμένη (…)

 

 

Το αίτημα της αντιπροσώπευσης

 

Η τρίτη βασική λειτουργία στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή, που είναι η αντιπροσώπευση, ήταν πολύ δύσκολο να υλοποιηθεί σε εκείνη την ιστορική συγκυρία λόγω έλλειψης οργανωμένων κοινωνικών δυνάμεων οι οποίες θα την επιζητούσαν και θα τη διεκδικούσαν (…)

Η αντιπροσώπευση στην πραγματικότητα διευρύνθηκε μετά το Γουδί και την ίδρυση του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Δηλαδή με την εκλογή ανεξάρτητων υποψηφίων, που για πρώτη φορά γίνεται με μαζικό τρόπο το 1910. Τότε είναι που διαμορφώνεται ένα ευρύτερο αίτημα αντιπροσώπευσης και μαζί εμφανίζονται οι πρώτες τοποθετήσεις υπέρ της καθιέρωσης ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος. Αναλογικό εκλογικό σύστημα σημαίνει βέβαια ύπαρξη κομμάτων. Και κόμματα προσδιορισμένα και θεσμικά αναγνωρισμένα, στην Ελλάδα, δεν θα υπάρξουν μέχρι το 1926.

Η πρώτη φορά που σε νομικό κείμενο αναφέρεται –και μάλιστα ως πολιτική ομάδα– η έννοια του κόμματος είναι μέσα στον εκλογικό νόμο του 1926. Και αυτό περίπου παρεμπιπτόντως, ότι δηλαδή έτσι καθορίζονται τα αξιώματα στη Βουλή (…)

Η τομή του 1926 είναι σε κάθε περίπτωση ουσιαστικότατη  στην ιστορία των εκλογών. Και αυτό γιατί καθιερώνει το ψηφοδέλτιο αντί του σφαιριδίου, εμμέσως αναγνωρίζει τα κόμματα και, τέλος, γιατί καθιερώνει την αναλογική.

Η καθιέρωση της αναλογικής με αυτόν τον τρόπο σημαίνει αντιπροσώπευση και κοινωνικών ομάδων. Είναι η πρώτη φορά που στη Βουλή έχουμε αντιπροσώπους που προέρχονται είτε από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος είτε από το Αγροτικό, δύο όμως αρκετά μειοψηφικές ομάδες μέσα στη Βουλή.

Το πρόβλημα για την εξέλιξη των εκλογικών πρακτικών ήταν βέβαια πολύ ουσιαστικότερο και αφορούσε τον Εθνικό Διχασμό όπως αυτός κορυφώθηκε από τις δεύτερες εκλογές του 1915 και έπειτα. Και αυτό διότι τότε έχουμε ουσιαστικά αναίρεση της μυστικότητας και δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθεί ομαλά η τρίτη λειτουργία των εκλογών, που είναι ο προσδιορισμός της εκτελεστικής εξουσίας. Η αδυναμία προσδιορισμού της εκτελεστικής εξουσίας οφειλόταν προφανώς στο γεγονός ότι είχαμε να κάνουμε με ένα σκηνικό αντιπαράθεσης δύο παρατάξεων που συγκρούονταν σε έναν λανθάνοντα εμφύλιο πόλεμο.

Σε αυτήν την προβληματική κατάσταση θα πρέπει να συνυπολογίσουμε τη Μικρασιατική Καταστροφή, που έθεσε σε αμφισβήτηση την καθολικότητα της ψήφου. Και αυτό διότι, για ορισμένες μερίδες, κυρίως αντιβενιζελικές, η αυτόματη ένταξη των προσφύγων στο εκλογικό σώμα δεν ήταν αυτονόητη (…)

Άρα βλέπουμε ότι αυτή την περίοδο, από το 1922 μέχρι το 1926, ουσιαστικά όλες οι κομματικές λειτουργίες των εκλογών τίθενται υπό αναθεώρηση, υπό αμφισβήτηση.

Παρ’ όλα αυτά, η έννοια της αντιπροσώπευσης διασώθηκε. Δηλαδή, είτε με τη μειοψηφική παρουσία των κομμουνιστών και των αγροτιστών, είτε με την άνοδο νέων στρωμάτων –από το 1910 και μετά– που εκπροσωπούνται στη βουλή, είτε με την ένταξη εκπροσώπων των προσφύγων στη βουλή, η αντιπροσώπευση διατηρείται, διευρύνεται και δεν αμφισβητείται. Αυτό είναι κάτι που μου κάνει εντύπωση. Μια παράδοση που διαμορφώθηκε ώστε η βουλή να είναι όντως ένα αντιπροσωπευτικό σώμα.

 

Η διαμόρφωση της εκτελεστικής εξουσίας

 

Το θέμα της ανάδειξης της εκτελεστικής εξουσίας είναι διαφορετικής τάξης. Η πραγματικότητα είναι πως η βουλή, ως αντιπροσωπευτικό σώμα μέσα στο οποίο εκφράζονται οι διάφορες εκδοχές της κοινωνίας διατηρήθηκε ακόμα και μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Δηλαδή, οι εκλογές από το 1950 και μετά αναδεικνύουν στη βουλή, έστω χωρίς να ονοματίζονται, βουλευτές του Κομμουνιστικού Κόμματος το οποίο βρίσκεται εκτός νόμου (…)

Αυτό όμως, όπως ήδη έχει φανεί, δεν συνεπάγεται αποδοχή των εκλογών ως καθοριστικού παράγοντα για τη διαμόρφωση της εκτελεστικής εξουσίας. Αυτή η λειτουργία των εκλογών θα αμφισβητηθεί πολλές φορές. Μέσα στον 19ο αιώνα έχουμε ήδη βασιλικές παρεμβάσεις που αλλάζουν την πλειοψηφία της βουλής, αλλά, το κυριότερο, αμέσως μετά τον Εθνικό διχασμό, οι διαμορφωμένες στρατιωτικές φατρίες απαιτούν να έχουν λόγο στη διαμόρφωση της εκτελεστικής εξουσίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα πραξικοπήματα του Μεσοπολέμου –ας μείνουμε σε αυτά προς το παρόν– είναι άμεσα συνδεδεμένα με τη διενέργεια εκλογών. Το πραξικόπημα Γαργαλίδη-Λεοναδρόπουλου το 1923 έχει, μεταξύ άλλων, αντικείμενο τον εκλογικό νόμο (…) Η παρέμβαση του Πλαστήρα στις εκλογές του Μαρτίου του 1933 ήταν συνέπεια του εκλογικού αποτελέσματος. Ασχέτως αν κράτησε μία μέρα όλη και όλη. Ακριβώς για να φανεί πως αναγνωριζόταν η σημασία των στρατιωτικών παρεμβάσεων, ο Πλαστήρας παραδίδει την εξουσία σε μεταβατική κυβέρνηση του Οθωναίου (…) και όχι απευθείας στους νικητές αντιβενιζελικούς, για να γίνει η μετάβαση της εξουσίας.

Παρά την αποτυχία του Πλαστήρα, οι βενιζελικοί ετοιμάζουν και πάλι το κίνημα του 1935. Πότε πρωτοσυζητιέται όμως το κίνημα του 1935; Όταν οι βενιζελικοί τον Ιούλιο του 1933 κερδίζουν στην επαναληπτική εκλογή της Θεσσαλονίκης και πετυχαίνουν να διατηρήσουν πλειοψηφία στην κοινή συνεδρίαση Βουλής – Γερουσίας. Όμως τον Απρίλιο του 1935 θα πρέπει να ανανεωθεί η Γερουσία κατά το ένα τρίτο, όπως προβλεπόταν τότε. Αυτό το ορόσημο, το οποίο πιθανώς θα οδηγούσε σε ανατροπή της βενιζελικής πλειοψηφίας, σε περίπτωση κοινής συνεδρίασης Βουλής – Γερουσίας, είναι ένα βασικό στοιχείο που εξηγεί γιατί το κίνημα του 1935 γίνεται τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Άρα η αναγνώριση της εκλογικής διαδικασίας ως της βασικής διαδικασίας για τη διαμόρφωση της εκτελεστικής εξουσίας, ουσιαστικά έχει τραυματιστεί σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.

Η παράδοση αυτή είναι φανερό ότι διατηρήθηκε και μετά. Μάλιστα ενισχύθηκε μετά τον Εμφύλιο πόλεμο (…)  

Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι ενώ η αντιπροσώπευση δεν καταργείται, με τους εκλογικούς νόμους υποβαθμίζεται. Δηλαδή οι εκλογικοί νόμοι της ενισχυμένης αναλογικής από το 1958 και μετά σήμαιναν ότι, χωρίς να μπορούν όλες οι δυνάμεις να καρπωθούν στο 100% την εκλογική τους δύναμη, τους «επιτρεπόταν» να την καρπωθούν στο 50% ή στο 40%. Μειωνόταν δηλαδή η αντιπροσωπευτικότητα της βουλής αλλά μπορούσε να διατηρηθεί η έννοιά της. Αυτό όμως που δεν γινόταν ανεκτό από το κυρίαρχο μπλοκ ήταν το να αποτελέσουν οι εκλογές το βασικό κριτήριο στη διαμόρφωση της εκτελεστικής εξουσίας.

Για να λειτουργήσει και αυτό το κριτήριο θα χρειαστεί να έρθει η μεταπολίτευση του 1974. Ειδικότερα θα χρειαστεί να συμβούν δύο πράγματα: Πρώτον να μειωθεί η ένταση των εμφυλίων συγκρούσεων και δεύτερον να υπάρξει μια στοιχειώδης συναίνεση μεταξύ των αντίπαλων πολιτικών ομάδων, των διεκδικητών (…)

Πρέπει να αναλογιστούμε ότι από τη Μεταπολίτευση του 1974, χρειάστηκε μια πορεία 15 ολόκληρων χρόνων για να σβήσουν όλα τα θεσμικά τραύματα του Εμφυλίου. Η αρχή γίνεται με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ το 1974, στη συνέχεια έρχεται η αναγνώριση του ΕΑΜ το 1982, μα η διαδικασία αυτή δεν θα ολοκληρωθεί παρά το 1989 με την άρση των συνεπειών του Εμφυλίου. Και επαναλαμβάνω, χρειάστηκαν ακριβώς 15 χρόνια για να λειτουργήσει το ελληνικό πολιτικό σύστημα με κάποιους ανεκτούς όρους, για να εκπληρώσει τις τρεις προϋποθέσεις που έθεσα στην αρχή (…)

Η όλη υπέρβαση της εμφυλιοπολεμικής κληρονομιάς ήταν πάντως αρκετά δύσκολη στην Ελλάδα. Τα ίδια τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στη Μεταπολίτευση ήταν συνδεδεμένα με τις εμφυλιοπολεμικές διαιρέσεις και αυτό έπαιζε έναν ρόλο. Στην Ισπανία η υπέρβαση έγινε ταχύτερα και ευκολότερα (…) Στην Ελλάδα αυτά έγιναν αργότερα και πιο δύσκολα, αλλά χωρίς σιωπές, και ανοικτά, με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και την άρση των συνεπειών του Εμφυλίου.

 

Η πλήρης πολιτική λειτουργία των εκλογών

 

Ό,τι ακολούθησε μετά, σε ρητορικό επίπεδο, είχε πολύ μικρή σημασία για το μαζικό επίπεδο. Η πλήρης πολιτική λειτουργία των εκλογών μπόρεσε από το 1990 και μετά να κατοχυρωθεί οριστικά και με τρόπο ολοκληρωμένο.

Κάποια υπολείμματα ρητορικής οξύτητας προφανώς παρέμειναν, ενισχύθηκαν κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, αλλά στην πραγματικότητα όχι σε επικίνδυνο επίπεδο. Μικρό χαρακτηριστικό δείγμα, αλλά και αυτό περισσότερο ρητορικό παρά ουσιαστικό, ήταν η μη παράδοση της εξουσίας τον Ιανουάριο του 2015 από τον Σαμαρά στον Τσίπρα. Ήταν μια πράξη που έμεινε στο συμβολικό επίπεδο, χωρίς να αποτυπώνει ή να δημιουργεί κάποιο πραγματικό χάσμα μέσα στην κοινωνία.

Να συνοψίσω! Χρειάστηκαν πάνω από 100 χρόνια για να εμπεδωθεί μια ανταγωνιστική δημοκρατική πολιτική στην Ελλάδα. Συνεπώς μπορεί να είμαστε περήφανοι γιατί διαθέτουμε την πιο μακροχρόνια εκλογική ιστορία, αλλά δεν έχουμε αντίστοιχης διάρκειας δημοκρατική, μαζική και ανταγωνιστική πολιτική. Αυτή ουσιαστικά κατοχυρώνουμε μόνο μετά την άρση των συνεπειών των εμφύλιων συγκρούσεων.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2023 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet