Σκίτσο του Βαγγέλη Χερουβείμ

 

 

 

Έχω την εντύπωση πως όσοι/ες τάσσονται υπέρ της ριζοσπαστικής πολιτικής έχουν στο μυαλό τους ότι η απαρέγκλιτη εφαρμογή αυτής της πολιτικής εξασφαλίζει και μεγαλύτερες πιθανότητες κοινοβουλευτικής μακροημέρευσης. Μια τέτοια σκέψη παραγνωρίζει ότι όσο πιο ριζοσπαστική είναι μια πολιτική τόσο μεγαλύτερη είναι η αντίδραση και η συσπείρωση των αντιπάλων της και τόσο μεγαλύτερη είναι η απογοήτευση των υποστηρικτών της ριζοσπαστικής δύναμης που δεν κατάφερε να φέρει εις πέρας τα υπεσχημένα στην ονομαστική τους αξία. Στο πλαίσιο αυτό, η διπλή πίεση που δέχονται οι ριζοσπαστικές δυνάμεις που βρίσκονται σε θέση ευθύνης εξασφαλίζει ότι οι πιθανότητες να χάσουν τις αμέσως επόμενες εκλογές είναι αυξημένες σε σχέση με την περίπτωση λιγότερο μετριοπαθών κομμάτων. Η σκέψη αυτή, φυσικά, δεν αποτελεί συνηγορία κατά της επιλογής του ριζοσπαστισμού, αποτελεί απλώς επισήμανση της ανάγκης οι ριζοσπαστικές δυνάμεις να μετρούν το κόστος δράσης τους και το βαθμό δυσκολίας του εγχειρήματος στον εκλογικό χρόνο που διαθέτουν.

 

Οι ριζοσπάστες επανέρχονται ως ρεφορμιστές

 

Τι γίνεται, όμως, σε περίπτωση αποτυχίας; Την προηγούμενη δεκαετία, τα κοινωνικά κινήματα ενάντια στη λιτότητα και στις πολιτικές που υπαγόρευαν υπερεθνικοί θεσμοί μας έφερναν στο μυαλό τα αντίστοιχα κινήματα της Λατινικής Αμερικής που είχαν προηγηθεί. Ομοίως, η «πρώτη φορά Αριστερά» ευχόμασταν να πάρει τη μορφή της «ροζ παλίρροιας» που έφερε στην εξουσία αριστερά κόμματα στη Βενεζουέλα, τη Βραζιλία, την Αργεντινή, τη Βολιβία, τον Ισημερινό, και σε άλλες χώρες. Η Λατινική Αμερική αναφερόταν ως παράδειγμα πολύ συχνά τότε. Οι κυβερνήσεις αυτές έκαναν πολλά, όχι όμως όσα είχαν υποσχεθεί. Τράκαραν -και αυτές- με τις δομικές δυσκολίες και τη λυσσαλέα αντίδραση των αντιπάλων τους. Το αποτέλεσμα ήταν ένα τσουνάμι δεξιών κυβερνήσεων να καλύψει την ήπειρο. Όμως, ήταν τόσο χειρότερες από τις προηγούμενες κυβερνήσεις ώστε μετά το δεξιό τσουνάμι ήρθε πάλι ένα αριστερό τσουνάμι. Αυτή τη φορά, όμως, έλλειπε ο ενθουσιασμός και περίσσευε η λογική του μικρότερου κακού. Σχετικές κοινωνικές πλειοψηφίες, αν και δεν ήταν ευχαριστημένες με τις επιδόσεις των αριστερών κομμάτων που θα ψήφιζαν, το έκαναν για ακόμα μία φορά. Και από μπλε ο χάρτης της Λατινικής Αμερικής ξανάγινε ροζ (σε βαθμό μάλιστα μεγαλύτερο από πριν). Η ελληνική αντιΣΥΡΙΖΑ Αριστερά, όμως, δεν φαίνεται διατεθειμένη να δώσει μια εξήγηση γι’ αυτό, που θα έριχνε φως και στην ελληνική περίπτωση και θα καθιστούσε την εκ νέου υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ υπαρξιακά λιγότερο δραματική και πολιτικά περισσότερο νομιμοποιημένη, στη λογική ότι και στις άλλες περιπτώσεις οι αριστερές κυβερνήσεις έκαναν ό,τι μπορούσαν, κρίθηκαν «λίγες» στη συνέχεια, αλλά πολύ καλύτερες σε σύγκριση με τη Δεξιά. Γι’ αυτό επανήλθαν.

 

Κυβέρνηση και κίνημα δύσκολα πάνε μαζί

 

Στην παράδοση του ευρωκομμουνισμού υπήρχε ανέκαθεν το αίτημα για «κόμμα διακυβέρνησης και κόμμα αγώνα». Ωστόσο, όταν ένα ευρωκομμουνιστικό κόμμα βρέθηκε στην εξουσία κατέστη σαφές ότι δεν γίνεται το κυβερνών κόμμα να αντιπολιτεύεται τον εαυτό του. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι ύστερα από μια κυβερνητική θητεία ένα αριστερό κόμμα είναι δύσκολο να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τις κινηματικές οργανώσεις και ομάδες. Αμβλύνεται η ριζοσπαστικότητά του τόσο γιατί δεν μπορεί να ζητάει πράγματα που δεν μπόρεσε να κάνει όταν ήταν στην κυβέρνηση όσο και γιατί δεν θέλει να χάσει τη νεοαποκτηθείσα σχέση του με πιο μετριοπαθή εκλογικά κοινά, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να επανέλθει στην εξουσία. Το περισσότερο που μπορεί να κάνει είναι να ασκεί μαχητική αντιπολίτευση και να συμμετέχει στις κινηματικές διεργασίες εκ του ασφαλούς, δηλαδή ως μέρος ευρύτερων μη βίαιων κινητοποιήσεων. Αυτό, άλλωστε, κάνουν τα mainstream αριστερά κόμματα σε όλη την Ευρώπη1. Όσο πιο αναπτυγμένη είναι μια δημοκρατία, μάλιστα, τόσο περισσότερο η κινηματική δραστηριότητα εναπόκειται σε οργανώσεις και σωματεία, όχι κόμματα2.

 

Η εκλογική δημοκρατία απογοητεύει

 

Όλα τα παραπάνω, όμως, δύνανται να απογοητεύσουν τους κάθε λογής ριζοσπάστες, γιατί αποδεικνύουν είτε ότι η δημοκρατία είναι απλώς το λιγότερο κακό πολίτευμα, όπως έλεγε ο Τσώρτσιλ, είτε ότι η αστική δημοκρατία είναι ένα εργαλείο στα χέρια των οικονομικά ισχυρών, όπως πίστευαν ανέκαθεν οι ορθόδοξοι κομμουνιστές, είτε ότι, αν οι εκλογές άλλαζαν κάτι, θα ήταν παράνομες, όπως πιστεύουν οι αναρχικοί.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι εκλογές «ήταν κάτι παραπάνω από μια μέθοδος επιλογής των ηγετών ή του μέσου να βελτιώνεται κατά περιόδους η διάθεση των απογοητευμένων με την ευκαιρία να ξεφορτωθούν τους απατεώνες και τους κατεργάρηδες. Οι εκλογές θύμιζαν στους πολίτες ότι ήταν μέλη ενός μη ενιαίου ‘λαού’». Εξασφάλιζαν δηλαδή την ενότητα της κοινωνίας, χωρίς να καταπιέζονται οι διαφορές3. Καθώς, όμως, αυτά τα δύο στοιχεία πρέπει να διατηρηθούν, δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζουμε την εκλογική δημοκρατία ως μεταβατικό στάδιο, αλλά ως ορίζοντα των κοινωνιών μας. Η ιδέα αυτή δεν αποκλείει την εμβάθυνση της δημοκρατίας. Ίσα-ίσα, την προϋποθέτει. Απλώς, όσο προχωράμε, στον ορίζοντα παραμένει τόσο η δημοκρατία όσο και οι εκλογές. Όσο η ομοφωνία είναι αδύνατη για μεγάλα πληθυσμιακά και γεωγραφικά μεγέθη τόσο απαραίτητες παραμένουν οι εκλογές.

 

 

Σημειώσεις:

1. Endre Borbath and Swen Hutter (2021), “Protesting parties in Europe: A comparative analysis”, Party Politics 27(5), 896-908.

2. Στο ίδιο.

3. John Keane, Σύντομη ιστορία της δημοκρατίας, Μεταίχμιο, 2022, σ. 151.

 

Δημήτρης Παπανικολόπουλος Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet