Τα τελευταία έντεκα χρόνια οι πολίτες είχαν συνηθίσει να ψηφίζουν ξέροντας, λίγο-πολύ, από ποιο κόμμα και σε ποια περίπου κατεύθυνση θα κυβερνηθεί η χώρα, παρά τις τεράστιες αβεβαιότητες που προέκυπταν από τις ασφυκτικές συνθήκες διαχείρισης των δημοσιονομικών. Αυτή τη φορά τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Μολονότι, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ένα ξεκάθαρο προβάδισμα στη ΝΔ, οι περισσότεροι δεν νιώθουν ασφάλεια ως προς το κατά πόσο αυτή η μεγάλη υπεροχή είναι «κλειδωμένη». Η προϊστορία τους στη χώρα μας και οι πολλαπλές πρόσφατες αστοχίες τους ανά την υφήλιο είναι ο ένας παράγοντας έλλειψης εμπιστοσύνης. Η ολοφάνερη δυσαρέσκεια που υπάρχει στους πολίτες για πλειάδα μείζονων θεμάτων (ακρίβεια, αύξηση ανισοτήτων, πλειστηριασμοί, κατάρρευση ΕΣΥ, αναποτελεσματικότητα στη διαχείριση του κράτους) είναι ένας άλλος.
Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης καθαρό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία δεν κατάφερε να συγκροτήσει ένα ρεύμα «Αλλαγής», όπως διατείνονται τα στελέχη του, αλλά και κανένα από τα μικρότερα κόμματα δεν έκανε κάποιο εντυπωσιακό ξεπέταγμα. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αφήσει ευρεία κοινωνικά στρώματα να «το σκέφτονται», αλλά και τα μικρότερα κόμματα (αριστερά, δεξιά και κεντρώα) δεν έχουν δημιουργήσει οποιαδήποτε έμπνευση για εναλλακτική ψήφο.
Όλη αυτή η δυσκολία των πολιτών να βρουν ένα κόμμα να τους εκπροσωπεί, ορατή κοινωνικά, αντικατοπτρίζεται και στην εκτίμηση όσων έκαναν μετρήσεις, που υπολογίζουν ότι οι αναποφάσιστοι κυμαίνονται (μάλλον συνεχίζουν) σε ασυνήθιστα ψηλό επίπεδο. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι η συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας δεν θα είναι απλή υπόθεση, ιδίως με δεδομένη την περιπλοκή μιας ενδεχόμενης δεύτερης κάλπης με ενισχυμένη αναλογική. Σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον για προβλέψεις, οι πεντέμισι μονάδες, που δίνει περίπου ο μέσος όρος των προβλέψεων, είναι ανοιχτές σε πολλαπλά σενάρια.
Αν επιβεβαιωθεί μια ψαλίδα 5,5%, ανοίγει τον δρόμο στον Κυριάκο Μητσοτάκη να διεκδικήσει αυτοδυναμία και να εφαρμόσει το νεοφιλελεύθερο και αυταρχικό σχέδιό του για οικονομία και κοινωνία. Ανάλογα με το αποτέλεσμα, θα φανούν οι περιορισμοί του σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, αλλά και τα όρια της ανοχής των πολιτών στο εξής, που σε συνδυασμό θα καθορίσουν και τη μακροβιότητα της επόμενης κυβέρνησης του. Αν το αποτέλεσμα της απλής αναλογικής κινηθεί στα δυσθεώρητα επίπεδα του 2019, τότε καλό θα ήταν όλοι να είμαστε προετοιμασμένοι για αρνητικές μεταβολές στο κοινωνικό κράτος, στον τρόπο διανομής του εισοδήματος και στο κράτος δικαίου οι οποίες θα έχουν ιστορικό και ίσως παγιωμένο χαρακτήρα. Πάντως, αυτό το εφιαλτικό (αλλά υπαρκτό κατά τις δημοσκοπήσεις) σενάριο, φαίνεται να μην το επιθυμεί ούτε και η κοινωνική βάση της Δεξιάς, η οποία είναι δυσαρεστημένη, εξ ου και δεν εκφράζεται μεγαλόφωνα υπέρ του Μητσοτάκη.
Τα πρώτα ενδεχόμενα δεν θα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον δημοσιογραφικά, σε σχέση με το πού θα κινηθεί η χώρα σε επίπεδο διακυβέρνησης. Ωστόσο, θα έχει μεγάλη σημασία η αποτίμηση που θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ ως η ηγεμονική δύναμη του προοδευτικού χώρου, οι ενδεχόμενες αναπροσαρμογές του λόγου του, αλλά και της ίδιας της ηγεσίας του. Το ΠΑΣΟΚ είναι βέβαιο ότι θα συνεχίζει να πιστεύει ότι θα μπορέσει κάποια στιγμή να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη και τα μικρότερα κόμματα της Αριστεράς θα βολοδέρνουν χωρίς κυβερνητική προοπτική, αλλά με ελαφρά ενισχυμένες ελπίδες κινηματικών εξάρσεων, που μόνο σε σπαργανώδη βαθμό είδαμε την προηγούμενη τετραετία.
Αντιθέτως, αν υπάρξει οποιοδήποτε καλύτερο αποτέλεσμα για τον ΣΥΡΙΖΑ από το -3 (οι δημοσκόποι επιμένουν ότι είναι αδύνατη μια πρωτιά του) η εκλογική βραδιά θα είναι με τεράστια διαφορά η πιο ενδιαφέρουσα (δημοσιογραφικά) τα τελευταία 11 χρόνια. Όλο το αφήγημα του Κυριάκου Μητσοτάκη για την αποτίμηση της προηγούμενης τετραετίας και την «ανεπάρκεια» του Αλέξη Τσίπρα θα έχει καταρρεύσει και οι συστημικοί δημοσιογράφοι και μίντια θα ψάχνουν νέο αφήγημα. Όλοι (από το ΚΚΕ μέχρι τον Βελόπουλο, περιλαμβανομένου και του ΣΥΡΙΖΑ) θα είναι αναγκασμένοι να βρουν μια νέα στρατηγική για να μην πάρουν την ευθύνη μιας επόμενης κάλπης, με αποτέλεσμα να ανοίγει και ο δρόμος μιας κεντροαριστερής ή μιας κεντροδεξιάς κυβέρνησης συνεργασίας…
Το μόνο σίγουρο είναι ότι στην προεκλογική περίοδο η κοινωνία (αλλά και η Αριστερά με την ευρεία έννοια) έχασε την ευκαιρία να κουβεντιάσει ουσιαστικά για τα προβλήματά της, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την απαιτούμενη αναδιοργάνωση του κράτους, ανάγκη που αναδείχθηκε τραγικά με την πανδημία και τα Τέμπη.