Σκίτσο του Βαγγέλη Χερουβείμ
Ένα συμπέρασμα που συνομολογείται για την προεκλογική περίοδο που διανύσαμε είναι ότι αυτές οι εκλογές είναι βουβές, με τον κόσμο να μη δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κάποιοι τις λένε και βαρετές εκλογές, άνευρες…
Βαρετές δεν είναι ποτέ οι εκλογές, γιατί ποτέ δεν ξέρουμε τι θα βγάλει η γκαστρωμένη κάλπη, όπως έλεγε ο Χαρίλαος Φλωράκης. Και βουβές αν είναι, βουβό είναι και το κύμα κάμποσες φορές. Αν δεχτούμε πως είναι βουβές, είναι με την έννοια ότι βρισκόμαστε στο τέλος μιας τετραετίας επίσης βουβής. Στη διάρκειά της, και παρά τα ασήκωτα βάρη που προστέθηκαν στους ώμους των πολλών, οι κοινωνικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και αντίδρασης ήταν λίγες και ασυντόνιστες, ίσως και λόγω της αχρείαστα μακράς, μεροληπτικής και πάντως αποτυχημένης πανδημικής καραντίνας. Σε καραντίνα οι Έλληνες στον τόπο τους, ελεύθεροι οι τουρίστες...
.jpg)
Προς το τέλος της νεοδημοκρατικής τετραετίας είδαμε τις μαζικότατες πανελλαδικές κινητοποιήσεις μετά το έγκλημα των Τεμπών καθώς και τις κινητοποιήσεις των καλλιτεχνών. Είδαμε όμως επίσης ότι η κυβέρνηση τις αντιμετώπισε ως συνήθως: είτε με επικοινωνιακού τύπου φαρισαϊσμό είτε με παγερή αδιαφορία. Όλ’ αυτά, και μαζί η δημοσκοπική επιβολή μιας εικόνας επικείμενου εκλογικού θριάμβου για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, προκαλούν απογοήτευση και φόβο. Το θέαμα που βλέπουμε μήνες τώρα, σκηνοθετημένο από επικοινωνιολόγους και δημοσκόπους και προπαγανδιζόμενο από σωρεία ΜΜΕ, είναι ότι, παρά τα Τέμπη, παρά το βαρύτατο σκάνδαλο των υποκλοπών, παρά τη μισθοφάγα ακρίβεια, παρά τη δραματική αποτυχία στην αντιμετώπιση της πανδημίας, η «μοίρα» μας προβλέπει ή απαιτεί ακόμα μια τετραετία Κυριάκου Μητσοτάκη. Αυτό δηλητηριάζει τους ανθρώπους, εξαιρουμένων των νεοδημοκρατών και της ακροδεξιάς, επειδή πρόκειται για έναν πολιτικό που περιφρόνησε το καθήκον του να λογοδοτεί· «δεν γνωρίζω, δεν απαντώ, αυτό ήταν το αυτοκριτικό μοτίβο του. Γι αυτό και το ενδεχόμενο νέας πρωθυπουργικής θητείας του πάντα σε μια ιδιότυπη συγκυβέρνηση με το ΛΑΟΣ, αφοπλίζει πολλούς πολίτες. Αδυνατούν να το καταπιούν. Ακούω αρκετούς να λένε «αν ξαναβγεί, θα φύγουμε». Ακουγόταν και στην Αμερική αυτό, με τον Τραμπ. Δεν έφυγαν, φυσικά. Έμειναν.
Μήπως διανύουμε μια περίοδο που η απογοήτευση έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, που ο περισσότερος κόσμος δεν δίνει αξία στη δύναμη που μπορεί να έχει η ψήφος του;
Έχει; Εγώ πιστεύω ότι έχει, γι’ αυτό δεν έχω λείψει από καμία εκλογική αναμέτρηση. Εξακολουθώ να πιστεύω, δασκαλεμένος από τον Αδαμάντιο Κοραή, ότι η ιδιότητα του πολίτη είναι η πολυτιμότερη όλων. Και καίρια και δυσαναπλήρωτη πτυχή της ιδιότητας του πολίτη είναι το δικαίωμά του να ψηφίζει, δηλαδή να ελέγχει, να ζυγίζει, να προκρίνει, να τιμωρεί διά της ψήφου του. Το ξέρουμε από παλιά το δόγμα πως αν οι εκλογές μπορούσαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, θα ήταν παράνομες. Αλλά δεν ξέρουμε και πολλούς άλλους τρόπους να αλλάξουμε τον κόσμο, έστω και λίγο, εδώ και σήμερα. Οι επαναστατικοί τρόποι, όπου υιοθετήθηκαν, δεν οδήγησαν σε νέες πολιτείες για τις οποίες θα μπορούσε να είναι απολύτως υπερήφανος ένας της ανανεωτικής αριστεράς, όπως και σήμερα την εννοούμε.
Είπες ότι δεν είναι έτοιμος ο κόσμος για μία δεύτερη θητεία Μητσοτάκη. Αυτός ο φόβος προκύπτει από το τι πολιτικές θα εφαρμόσει πάλι ή για το πώς θα αντιμετωπίσει τους ανθρώπους που αντιδρούν; Έχουν δεχτεί πολλή λάσπη.
Δεν είναι απλώς μια αποτυχημένη κυβέρνηση αυτή που ζήσαμε. Είναι μια κυβέρνηση αλαζονικά υπερήφανη για τις αποτυχίες της, που ο προπαγανδιστικός της μηχανισμός, μοναδικής ισχύος στα χρονικά της μεταπολίτευσης, τις παριστάνει σαν επιτυχίες.
Η ΝΔ υπήρξε εξαιρετικά αρματωμένη μιντιακά, και μπορούσε να αντιμετωπίζει οποιαδήποτε διαμαρτυρία και να την πνίγει σχεδόν εν τη γενέσει της. Με την υπερβολική χρήση ορισμένων όρων ηθικολογικής τάξης, όπως η «εργαλειοποίηση», η «τοξικότητα», η «στοχοποίηση», ο «λαϊκισμός» βεβαίως βεβαίως, που έφτασε να δηλώνει τα πάντα και να μη σημαίνει τίποτε επί της πολιτικής ουσίας, ενοχοποιούσε προληπτικά κάθε απόπειρα κριτικής. Προχθές, από το στόμα του πρωθυπουργού, που οι ομιλίες και οι συνομιλίες, άνευ γραπτού κειμένου, δεν είναι το γερό χαρτί του, ακούσαμε μέχρι και κατηγορίες για την «εργαλειοποίηση του πόνου για τους νεκρούς των Τεμπών» από τους ίδιους τους συγγενείς και φίλους τους. Τι σημαίνει αυτό; Δηλαδή αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να καταπιούν τον πόνο τους, περίπου όπως τον καταπίνουν οι συγγενείς και φίλοι των 37.000 νεκρών της πανδημίας; Βουβά και αδιαμαρτύρητα; Εμπιστευόμενοι ένα κράτος που δεν τους έχει προσφέρει κανέναν λόγο να το εμπιστεύονται;
Οι συγγενείς των νεκρών έχουν αποφασίσει να μην επιτρέψουν τη μηχανή της λήθης να δουλέψει με τη συνηθισμένη υπερβολική της ταχύτητα, έτσι όπως την κινεί η αλαζονεία και η έπαρση. Έχουν υποστεί ένα βαρύ πλήγμα οι συνάνθρωποί μας αυτοί. Το βαρύτερο. Πρέπει ακόμα και αυτοί να μείνουν βουβοί; Όπως μένουν πολλά άλλα κομμάτια της κοινωνίας;
Το πρόβλημα, ωστόσο, με το αυθόρμητο κοινωνικό ξέσπασμα μετά τα Τέμπη είναι ότι από κάποια στιγμή και έπειτα επιβλήθηκε σαν «ερμηνεία» το «όλοι ίδιοι είναι, κι είναι όλοι άθλιοι». Ξέρουμε όμως πού καταλήγει αυτή η σαρωτικά αφοριστική αντίληψη, αυτός ο τάχα αντισυστημικός λαϊκισμός, που αποτυπώθηκε στα συνθήματα πολλών πανό, είτε στις διαδηλώσεις είτε στα γήπεδα: σε σκοτεινό μαύρο.
Είναι μια κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση, με τις δυνάμεις της Αριστεράς και του Κέντρου να μη φαίνεται να μπορούν να συμφωνήσουν στα ελάχιστα, ώστε να μπορέσουν να συγκυβερνήσουν. Είναι θέμα ιδεών;
Το σκουλήκι που μας τρώει από παλιά μάς έχει φάει πολύ βαθιά. Η διχόνοια που υπάρχει στην Αριστερά ήταν και παραμένει απίστευτη, και καταστροφική βέβαια. Και δυστυχώς το επίπεδο των ενδοαριστερών διενέξεων χαμηλώνει όλο και περισσότερο. Σχεδόν δυσκολεύεσαι να αντιληφθείς αν γίνεται στο επίπεδο της πολιτικής ή του παραψυχολογισμού και των ρητορικών τεχνασμάτων. Χωρίς να πάσχω από νοσταλγίτιδα, κάποτε οι συγκρούσεις γίνονταν με επιχειρήματα, στα περιοδικά του χώρου. Τώρα μάς έφαγε η ψευτοτέχνη της ατάκας και το τουίτερ. Μόνο που στο τουίτερ δεν αρθρώνεις λόγο. Εξαπολύεις σοφίσματα και ατάκες.
Τη «ρήξη» που ευαγγελίζεται τώρα ο Γ. Βαρουφάκης με δοκησισοφίες τη θυμάμαι από τη δεκαετία του 1980. Ακούγοντάς τον να παίζει με τον όρο, λυπάμαι που λέξεις ακριβές μιας κάποιας εποχής της Αριστεράς κατέληξαν μπιζουδάκια στον ναρκισσισμό ορισμένων, και μάλιστα ανθρώπων που άργησαν κάπως να συμπλεύσουν με την Αριστερά. Δυστυχώς, ούτε από την πλευρά του Βαρουφάκη ασκείται πολιτική κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ μάχεται τον Βαρουφάκη ασκώντας του πολιτική κριτική. Τώρα, νομίζω, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, οι διαφορές στην Αριστερά, της δογματικής συμπεριλαμβανομένης, είναι προσωποποιημένες, τα δε κόμματά της αρχηγοκεντρικά: «το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου», «το κόμμα του Βαρουφάκη», «το κόμμα του Λαφαζάνη», «το κόμμα του Τσίπρα», «το κόμμα του Κουτσούμπα». Έχει αποπολιτικοποιηθεί η ενδοαριστερή σύγκρουση. Μπορεί τα στελέχη να είναι εξπέρ της πολιτικής στο πεδίο της ρητορικής ή της εικόνας, αλλά είναι μονοδιάστατοι άνθρωποι. Σαν να γίνεται ένα παιχνίδι ανάμεσα σε βεντέτες. Έτσι όμως φοβάμαι ότι δεν προάγονται οι ιδέες της Αριστεράς, όσες της έχουν απομείνει χωρίς να έχουν διαβληθεί από αριστερώνυμα εγχειρήματα παντού στον κόσμο.
Υπάρχει και απογοήτευση; Απομάγευση;
Για μεγάλα κομμάτια της Αριστεράς η απογοήτευση από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ιαθεί ακόμα, δεν τους βοήθησε άλλωστε η ανεπαρκής αυτοκριτική που υπήρξε ως τα τώρα. Πολλοί αριστεροί είδαν την ελπίδα να καταρρακώνεται το ίδιο το βράδυ των εκλογών του 2015. Τη στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας ανέβασε στη νικηφόρα εξέδρα τον Πάνο Καμμένο, πολύς κόσμος της Αριστεράς, ακόμα και όσοι δεν είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ, έμειναν με μισή καρδιά. Φαρμακώθηκαν. Μην κοροϊδευόμαστε. Δεν συνήλθαν ποτέ αυτοί οι άνθρωποι. Και γι’ αυτό ούτε τώρα μπορούν να ενθουσιαστούν με τη νέα διεκδίκηση της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αδυνατούν να λειτουργήσουν ως παραγωγοί θετικών συναισθημάτων αφενός, ως παραγωγοί ψήφων αφετέρου.
Δεν μου φαίνεται πάντως καθόλου περίεργο που δεν υπάρχει ενθουσιασμός. Η σχέση των αριστερών με την πολιτική ήταν πάντα μια σχέση κριτική, αυτοκριτική, χωρίς αυτοντοπαρίσματα. Είμαστε τόσο εξοικειωμένοι, διεθνώς, με τις διαψεύσεις που δύσκολα ενθουσιαζόμαστε. Την «αισιοδοξία της βούλησης» τη θυμήθηκε πρόσφατα και ο Αλέξης Τσίπρας, για να ερμηνεύσει τις «αυταπάτες» του 2015. Έχει όμως κι αυτή τα όριά της. Και δεν πρέπει πια να της επιτρέπουμε να μη δίνει τον λόγο στην «απαισιοδοξία της γνώσης».
Η έλλειψη ενδιαφέροντος ή ενθουσιασμού δεν αφορά, ωστόσο, μόνο την Αριστερά…
Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν ανέκαθεν την ψήφο τους ωφελιμοθηρικά, με την ανταλλακτική της αξία, δεν έχουν κανένα λόγο να ενθουσιαστούν, παρά μόνο αν δουν ότι το ρουσφέτι που ζήτησαν ή τους έταξαν ικανοποιείται. Για πρώτη φορά φέτος, η ΝΔ απέφυγε να κάνει μεγάλες συγκεντρώσεις. Ο πρόεδρός της επισκέπτεται τη μια πόλη μετά την άλλη, μιλάει ανοιξιάτικα σε κλειστούς χώρους, λέει τις ίδια πάντα ατάκες, μοιράζει χειραψίες, χαμόγελα και υπεροψία. Η προεκλογική του καμπάνια είναι ένα μονοπλάνο. Βλέπουμε μόνο τον χειραψιάζοντα, τον χειραψιαζόμενο και δέκα φουσκωτούς. Η κάμερα δεν ανοίγει ποτέ.
Ο προεκλογικός αγώνας του Μητσοτάκη απέδειξε ότι περιττεύει η πολιτική στον δρόμο προς την κάλπη. Δεν χρειάζεται να εκτεθεί κανείς σε μεγάλες συγκεντρώσεις. Διασχίζει απλώς ένα πλήθος και λέει τα κοινότοπά του, που τάχα τους δίνει σπουδαίο νόημα η πολλή επανάληψη: «αχταρμάς η προοδευτική συγκυβέρνηση», «πρωθυπουργός - Κίντερ έκπληξη», «θέλουμε σύγκριση και όχι σύγκρουση», «ο Ανδρουλάκης έχει κάτι προσωπικό μαζί μου», «όχι δεύτερη φορά στη συμφορά». Δεν τον συμφέρει η πολιτική σύγκρουση τον Μητσοτάκη. Με την πολιτική θα χάσει. Οι οικείος του χώρος είναι το tik tok, οι ανάλαφρες τηλεοπτικές εκπομπές και οι «βαριές» εκπομπές τύπου Γιώργου Αυτιά. Και δεν νομίζω ότι η Αριστερά έχει να ωφεληθεί ιδεολογικά διά της μιμήσεώς του.
Όλα τα κόμματα ακολούθησαν αυτή την κατεύθυνση. Αντί των προγραμμάτων και των ιδεών να προτάσσονται τα πρόσωπα και οι ατάκες. Η καμπάνια είναι σαν να κινείται σε μια περίοδο αποπολιτικοποίησης, ενώ πολιτικοί επιστήμονες επιμένουν ότι διανύουμε μια αρκετά πολιτικοποιημένη φάση, ιδιαίτερα οι νέοι.
Πράγματι, αυτός ήταν ο εύκολος δρόμος για τα κόμματα. Αλλά δεν είμαι και πολύ βέβαιος ότι βλέπουμε μια νέα πολιτικοποίηση. Υπήρχε πάντα στην Ελλάδα το φαινόμενο της υπερπολιτικοποίησης, που σημαίνει μια ψευδή, ρηχή και αναιρέσιμη πολιτικοποίηση, για την οποία γράφτηκαν κάποτε ένα σωρό άρθρα στον Πολίτη. Δεν είχε ρίζες αυτή η υπερπολιτικοποίηση, όπως δεν είχε βαθιές πολιτικές ρίζες, και μάλιστα αριστερές, η διόγκωση του ΠΑΣΟΚ στα ποσοστά του 45%. Δεν δημιούργησαν συνειδητούς πολίτες ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο παπανδρεϊσμός. Δημιούργησαν οπαδούς, και μάλιστα προσωπολάτρες. Ήταν με τον Ανδρέα πρώτα και κύρια, και μετά με το ΠΑΣΟΚ. Και φοβάμαι ότι και σήμερα πολλοί είναι πρώτα και κύρια με τον Αλέξη Τσίπρα, και μετά με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στις έρευνες της κοινής γνώμης εμφανιζόμαστε σαν να έχουμε τα πιο πράσινα αισθήματα στην Ευρώπη. Πού το βλέπουμε όμως αυτό στην καθημερινότητά μας; Τελειώνει κάποιος τον καφέ του και αφήνει όλο χάρη και περηφάνια το πλαστικό ποτήρι πάνω στο καπό ενός τυχαίου αυτοκινήτου, πέντε μέτρα από τον κάδο των απορριμμάτων. Δεν το βλέπεις μια, δεν το βλέπεις δυο, ώστε να πει κανείς πως είσαι γερο-γκρινιάρης. Είναι μια συνηθισμένη εικόνα.
Εμφανιζόμαστε επίσης με τα πιο φιλάλληλα αισθήματα στην Ευρώπη, ως προς τους αδύναμους και τους ξένους. Πού το βλέπουμε όμως αυτό στον καθημερινό μας βίο; Δυστυχώς οι δηλώσεις μας είναι πάντα πολύ προχωρημένες, γι’ αυτό και η πράξη μας αγκομαχάει πίσω τους, ανήμπορη να τις φτάσει.
Οι εκλογές της Κυριακής θα είναι για πρώτη φορά με απλή αναλογική, και με αυτή την έννοια έχουν μια ιστορικότητα. Θα αποτελέσουν ορόσημο;
Το έχω ακούσει τόσες φορές το «εκλογές-ορόσημο» που είμαι αναγκαστικά επιφυλακτικός ως προς τη χρήση του. Από εκεί και πέρα, έπρεπε έστω μία φορά στη ζωή μας να ψηφίσουμε με απλή αναλογική, ώστε η ψήφος όλων μας να έχει το ίδιο βάρος. Ως ηθικό αίτημα το βλέπω περισσότερο ή ως ένα μνημόσυνο της ανέφικτης φαίνεται ισοπολιτείας. Όπως έχει διαφανεί, οι πιθανοί συμμέτοχοι σε σχήμα που να απορρέει από την απλή αναλογική είναι μηδέν από μηδέν μηδέν. Δεν ενδιαφέρεται κανένας. Και λυπάμαι πάρα πολύ που ο Δημήτρης Κουτσούμπας εξαπολύει τις περισσότερες ατάκες του εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, δηλώνοντας μάλιστα, ανιστόρητα, ότι η κυβέρνησή του ήταν η χειρότερη στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Και ο λαός, που «δεν ξεχνά τι είναι η Δεξιά»; Φαντάζομαι ότι ο ηγέτης του ΚΚΕ επιχειρεί διά της χονδροειδούς υπερβολής να γιατρέψει τον καημό ορισμένων απλών ψηφοφόρων του κόμματός του, που αλλιώς δεν θα κατάπιναν εύκολα ένα τέτοιο πάθος κατά του ΣΥΡΙΖΑ. Να πω παρεμπιπτόντως, ότι το σύνθημα «ο λαός σώζει τον λαό» επινοήθηκε σαν φιλολαϊκότατο, εντούτοις πρόκειται για μια ιδέα μεταφυσικής παρά πολιτικής τάξεως. Ξέρουμε άλλωστε ότι για το ΚΚΕ, καλός λαός, λαϊκός λαός, είναι αποκλειστικά οι ψηφοφόροι του.
Είναι επίδικο τελικά των εκλογών η δημοκρατία ή κατάφερε η επικοινωνιακή καμπάνια της ΝΔ να το επισκιάσει;
Σε ένα διαφημιστικό σποτ της Ν.Δ. ακούγεται ο Μητσοτάκης να λέει πως «είμαστε μια μικρή σε έκταση χώρα που ωστόσο γέννησε τη Δημοκρατία». Αυτό το «ωστόσο», το εναντιωματικό, δεν το πολυκαταλαβαίνω. Η δημοκρατία γεννήθηκε στη μικρή πόλη των Αθηνών, με πληθυσμό πάνω-κάτω 10.000 ανθρώπων. Η άμεση δημοκρατία μόνο σε μια μικρή πόλη μπορούσε να γεννηθεί. Αυτό το σποτ κλείνει με το Κογκρέσο να σηκώνεται όρθιο και να χειροκροτεί τον Μητσοτάκη. Τι είχε πει τότε, τι είχε διαβάσει μάλλον, στα αγγλικά, που ώρες ώρες, λόγω ανατροφής και σπουδών, φαίνεται να του είναι πιο οικεία από τα ελληνικά, και σίγουρα πιο καλλιεργημένα; Για τη δημοκρατία είχε μιλήσει, τη δικαιοσύνη και τα λοιπά αγαθά της. Μόνο που ύστερα αποκαλύφθηκαν οι υποκλοπές, συστηματικές, εκτεταμένες και μαξιμοκεντρικές (εκεί δεν φοιτούσε ο ανιψιός Γρηγόρης Δημητριάδης;). Και προσπάθησαν με όλες τους τις δυνάμεις να πείσουν τον κόσμο, διά των δημοσκοπήσεων και των εκλεκτών τους μιντιοκρατόρων, ότι οι υποκλοπές είναι ένα ασήμαντο γεγονός. Ότι αυτά είναι πράγματα που συμβαίνουν. Αποστρατεύτηκε ο Δημητριάδης, εξαφανίστηκε από το προσκήνιο ο Κοντολέων, για τις απαράμιλλες χάρες του οποίου είχαν φτιαχτεί νέοι νόμοι, οι Ανεξάρτητες Αρχές έγιναν στόχος χυδαίων επιθέσεων, η Pega του Ευρωκοινοβουλίου κατηγορήθηκε σαν ανθελληνική και κρυφοσυριζαϊκή. Αντίστοιχα, με τα Τέμπη, βγήκαν στον μήνα πάνω και είπαν ωμά και ανάλγητα ότι η πολιτική τους φθορά δεν ήταν ανεπανόρθωτη. Είναι να λυπάσαι. Και να θυμώνεις.
Πολλά ακούστηκαν για το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης συνεργασίας, χωρίς να είναι πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ. Η επιχειρηματολογία για την «κυβέρνηση των ηττημένων» κυριάρχησε, από όλες τις πλευρές. Μα η δημοκρατία δεν είναι που προβλέπει τέτοιες διεξόδους;
Αυτή η ιστορία με την «κυβέρνηση ηττημένων» ήταν ένα από τα κάμποσα αυτοκαταστροφικά λάθη του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν υπάρχει κυβέρνηση ηττημένων. Εφόσον το Σύνταγμα σου αναγνωρίζει τη δυνατότητα να σχηματίσεις κυβέρνηση, παρότι δεύτερος, δεν είσαι ηττημένος. Κάποιες φορές, το πρωτάθλημα στο ποδόσφαιρο το παίρνεις με τη διαφορά ενός γκολ, διότι έτσι προβλέπεται. Είσαι άδικα πρωταθλητής;