Τα αποτελέσματα των βουλευτικών και προεδρικών εκλογών που έγιναν στην Τουρκία στις 14 Μαΐου, διέψευσαν όχι μόνο τις δημοσκοπήσεις αλλά και απέδειξαν ότι μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, ο απόλυτος έλεγχος του κρατικού μηχανισμού, του στρατού, της δικαστικής εξουσίας και των ΜΜΕ από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, του επέτρεψε να πείσει μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος ότι είναι αυτός, και μόνον αυτός, που θα εξασφαλίσει σταθερότητα και ευημερία στη χώρα, αυτός που θα κάνει τον 21ο αιώνα «αιώνα της Τουρκίας».
Οι διπλές εκλογές διεξήχθησαν μέσα σε ένα δυσμενές κλίμα για το ΑΚΡ, το κόμμα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που μαστίζει την Τουρκία, τις κατηγορίες για σκάνδαλα και διαφθορά που βαρύνουν τον ίδιο, μέλη της οικογενείας του και στενούς του συνεργάτες, τον αυταρχισμό και τις πολιτικές διώξεις εναντίον των αντιπάλων του –δεν είναι τυχαίο ότι ο Εκρέμ Ιμάμογλου καταδικάστηκε σε δύο και πλέον χρόνια φυλάκιση για προσβολή κρατικών λειτουργών– και βεβαίως οι πενήντα επτά χιλιάδες νεκροί από τους σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου 2023, που απέδειξαν ότι κατασκευαστικές εταιρείες, φίλα προσκείμενες στο καθεστώς, δεν υπόκεινταν σε κανέναν έλεγχο, ακόμα και εάν έκαναν εγκληματικές, όπως αποδείχθηκε, πολεοδομικές παραβάσεις.
Για να αντιμετωπιστεί ο έλεγχος Ερντογάν σε όλους τους τομείς, και να ανατραπεί η παντοδυναμία του, η κοσμική αντιπολίτευση αποφάσισε, ιδιαίτερα μετά την καταδίκη Ιμάμογλου, να ενώσει τις δυνάμεις της και να συμπράξει στις εκλογές. Όμως, επρόκειτο για έναν ετερόκλητο συνασπισμό, ο οποίος ως μόνο κοινό στοιχείο είχε την ήττα του Ερντογάν, ο οποίος βρίσκεται στην εξουσία από τον Νοέμβριο του 2002 και όχι μόνο έχει καταφέρει να κρατηθεί στην εξουσία μέχρι σήμερα, αλλά και να ψηφιστεί ένα Σύνταγμα, το οποίο μετέτρεψε το τουρκικό πολίτευμα σε Προεδρική Δημοκρατία, δίνοντας ιδιαίτερα διευρυμένες αρμοδιότητες στον πρόεδρο, δηλαδή στον εαυτό του.
Κατά συνέπεια, τα εσωτερικά διακυβεύματα των εκλογών για την αντιπολίτευση αφορούσαν καταρχάς την απαλλαγή από την παντοδυναμία του ΑΚΡ και των εθνικιστών συμμάχων του, την ανάκαμψη της τουρκικής οικονομίας, την πάταξη της διαφθοράς, τον εκδημοκρατισμό της χώρας και την ανάκτηση του κοσμικού της χαρακτήρα. Επομένως, επρόκειτο για την πλήρη ανατροπή. Προφανώς για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στόχος ήταν –και παραμένει– η διαιώνιση της παραμονής του στην εξουσία και, βεβαίως, του καθεστώτος που έχει δημιουργήσει, το οποίο διευκολύνει τα μάλιστα την επίτευξη αυτού του στόχου του.
Τα εκλογικά αποτελέσματα
Παρότι οι εκλογές διεξήχθησαν μέσα σε κλίμα μεγάλης πόλωσης, ενδεικτικό είναι ότι η αντιπολίτευση κάλεσε τους ψηφοφόρους της να μην βγουν στους δρόμους για να πανηγυρίσουν φοβούμενη αιματηρά επεισόδια, τα αποτελέσματα διέψευσαν τις ελπίδες της αντιπολίτευσης αλλά και τις δημοσκοπήσεις, ενώ δεν παρατηρήθηκαν βία και νοθεία, τουλάχιστον σε μεγάλη έκταση.
Στις βουλευτικές εκλογές έλαβαν μέρος δύο εξακομματικοί συνδυασμοί, δηλαδή η κυβερνώσα Λαϊκή Συμμαχία, υπό την ηγεσία Ερντογάν, και η αντιπολιτευόμενη Εθνική Συμμαχία, υπό τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ηγέτη του κεμαλικού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP). Το αποτέλεσμα αυτής της αναμέτρησης ήταν απολύτως θετικό για το ΑΚΡ του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αφού ο συνασπισμός του οποίου ηγείτο το ΑΚΡ διατήρησε την πλειοψηφία του στη Βουλή.
Όσον αφορά τις προεδρικές εκλογές συμμετείχαν: ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο Κεμάλ Κιλιντσάρογλου, ο ακροδεξιός εθνικιστής Σινάν Ογκάν και ο ανεξάρτητος Μουχαρέμ Ιντσέ, που έλαβαν αντιστοίχως τα εξής ποσοστά: 49,52%, 44,76%, 5,28% και 0,44%. Ως εκ τούτου, αφού κανείς υποψήφιος δεν κέρδισε το 50+1% των ψήφων, η ανωτάτη εφορευτική επιτροπή ανακοίνωσε ότι θα διεξαχθεί δεύτερος γύρος προεδρικών εκλογών στις 28 Μαΐου.
Με δεδομένα αυτά τα ποσοστά, η πλάστιγγα φαίνεται να γέρνει υπέρ του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εφόσον το πιθανότερο είναι ότι οι ψηφοφόροι του Σινάν Ογκάν, στον δεύτερο γύρο θα ψηφήσουν τον απερχόμενο πρόεδρο και όχι τον κεμαλιστή Κιλιντσάρογλου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζει το πώς και γιατί ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατάφερε, αν και αντιμέτωπος με όλους τους αρνητικούς παράγοντες που αναφέρθηκαν, όχι μόνο να μην ηττηθεί κατά κράτος αλλά και να έχει σοβαρές πιθανότητες να επανεκλεγεί πρόεδρος.
Οι παράγοντες διαμόρφωσής τους
Ένας πολύ σημαντικός, αντικειμενικός, παράγοντας είναι το γεγονός ότι ο συνασπισμός του οποίου ηγείται ο Ερντογάν κατάφερε να διατηρήσει την πλειοψηφία στη Βουλή (320 έδρες επί συνόλου 600), πράγμα που σημαίνει ότι εάν εκλεγεί πρόεδρος ο Κεμάλ Κιλιντσάρογλου, θα υπάρξει μια πολύ δύσκολη πολιτική συγκατοίκηση, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει και το πώς θα μπορούσε ο Κιλιντσάρογλου να εξισορροπήσει τις αντιθετικές επιδιώξεις των πολιτικών του εταίρων. Όλα αυτά για πολλούς ψηφοφόρους σημαίνουν συγκρούσεις μεταξύ προέδρου και πρωθυπουργού, ακυβερνησία και αστάθεια. Παράλληλα, η συμμετοχή του φιλοκουρδικού κόμματος HDP στον συνασπισμό του Κιλιντσάρογλου μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον Ερντογάν ως φόβητρο για τους εθνικιστές ψηφοφόρους, ώστε να εμφανίσει τον εαυτό του ως το ανάχωμα που θα εμποδίσει τους Κούρδους από το να αποτελέσουν έναν βασικό παράγοντα στην πολιτική ζωή της χώρας. Ένας ακόμα παράγοντας είναι το γεγονός ότι οι Κούρδοι της Τουρκίας είναι διασπασμένοι και δεν ψήφισαν όλοι Κιλιντσάρογλου. Τέλος, σημαντικός ενισχυτικός παράγοντας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήταν η σταθερή υποστήριξη της ισλαμικής αστικής τάξης, που ο ίδιος δημιούργησε με το οικονομικό «θαύμα», το οποίο μετέτρεψε την Τουρκία από μια χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας το 2001 σε μέλος της G20.
Πέραν των αντικειμενικών παραγόντων, όμως, υπάρχουν και οι ψυχολογικοί, όπως η αντιμετώπιση του Ερντογάν ως μιας πατρικής φιγούρας κοντά στον λαό, αφού είναι ένας από αυτούς, και τιμά την πατρίδα, τις παραδόσεις και τη θρησκεία, εν αντιθέσει προς τον Κιλιντσάρογλου, ο οποίος είναι αστός, κεμαλιστής, ηλικιωμένος και… βαρετός. Επίσης, η επιθετική και επεκτατική περιφερειακή πολιτική του Ερντογάν, την οποία προπαγανδίζει με το νέο-οθωμανισμό, γεμίζει υπερηφάνεια μεγάλο μέρος του εκλογικού Σώματος, το οποίο έχει πείσει ότι «ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας της Τουρκίας» και η «Γαλάζια Πατρίδα» θα γίνει πραγματικότητα. Επιπλέον, το γεγονός ότι η Τουρκία συνεχίζει να θεωρείται ως απαραίτητος σύμμαχος τόσο από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ όσο και από την Ρωσία, καθώς και απαραίτητος διεθνής διαμεσολαβητής, όπως φάνηκε με την κρίση των σιτηρών λόγω του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, εντείνουν την εθνική υπερηφάνεια, προσδίδοντας ακόμα μεγαλύτερη αίγλη και λαϊκή απήχηση στον Ερντογάν.
Έτσι, και η εξωτερική πολιτική αποτελεί προνομιακό πεδίο για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος εγκλωβίζει τους αντιπάλους του, στερώντας τους τη δυνατότητα να ακολουθήσουν μια λιγότερο επιθετική και συγκρουσιακή πολιτική προς τους γείτονές τους, επειδή κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν ως εθνικοί μειοδότες αν όχι προδότες. Ένας ακόμα παράγοντας που θα δυσχέραινε την εξωτερική πολιτική των κεμαλιστών είναι το γεγονός ότι η πολιτική Ερντογάν προωθεί σημαντικές συμμαχίες, όπως με το Κατάρ λ.χ., που στηρίζονται ακριβώς στο πολιτικό Ισλάμ.
Προφανώς, δεν θα πρέπει να περιμένει κανείς ότι σε περίπτωση επανόδου των κεμαλιστών στην εξουσία η τουρκική εξωτερική πολιτική θα μετατρεπόταν άρδην και ότι θα εγκαταλείπονταν οι επεκτατικές βλέψεις της Άγκυρας, εφόσον και οι ίδιοι ασκούσαν μια παρόμοια πολιτική, έστω και εάν χρησιμοποιούσαν μια λιγότερο επιθετική ρητορική. Παρόλα αυτά, θα μπορούσε να ελπίζει κανείς ότι οι κεμαλιστές θα ακολουθούσαν μια λιγότερο εκβιαστική εξωτερική πολιτική και ότι θα προσπαθούσαν να εκδημοκρατίσουν τη χώρα.