Beppe Fenoglio «Το μεροκάματο του Σαββάτου»,
μετάφραση: Αχιλλέας Καλαμάρας, Κωνσταντίνα Γερ. Ευαγγέλου,
εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες, 2022
Ο ιταλός συγγραφέας Μπέπε Φενόλιο (1922) θεωρείται εκ των θεμελιωτών του νεορεαλισμού, κάποιοι κριτικοί μάλιστα φτάνουν να τον τοποθετούν στο επίπεδο των Τσέζαρε Παβέζε και Αλμπέρτο Μοράβια. Ο Φενόλιο αρχίζει να διαβάζει από νωρίς αγγλοσαξονική λογοτεχνία μεταφράζοντας για τον ίδιο, ενώ το 1940 φοιτά στην Φιλοσοφική Σχολή του Τορίνου. Η παράδοση της Ιταλίας στους συμμάχους, τον Σεπτέμβρη του 1943, τον βρίσκει στη Σχολή Υπαξιωματικών. Έναν χρόνο μετά εντάσσεται στους παρτιζάνους. Με την απελευθέρωση σταματά να σπουδάζει και αφιερώνεται αποκλειστικά στο γράψιμο. Το 1949 εκδίδεται το πρώτο του διήγημα και τρία χρόνια μετά το πρώτο του μυθιστόρημα, «Το μεροκάματο του Σαββάτου», καθώς και άλλα δυο βιβλία του -«Μια προσωπική ιστορία» (εκδ. Καστανιώτης) και το περισσότερο γνωστό του, «Τζόνι ο παρτιζάνος»- που δεν πρόλαβε να τα δει τυπωμένα γιατί έφυγε από τη ζωή το 1963.
Ήταν γύρω στις αρχές του 1950 όταν ο 20χρονος Φενόλιο παρέδιδε στον επιμελητή του γνωστού εκδοτικού οίκου Einaudi, Ίταλο Καλβίνο, το χειρόγραφο του Σαββάτου. Ο τελευταίος κριτικάρισε με ειλικρίνεια το έργο του νεαρού ως «λεξικά αφρόντιστο» αλλά με πλήθος αισθητικών πλεονεκτημάτων, όμως ο συγγραφέας το εξέλαβε ως απόρριψη και το άφησε στην άκρη. Δεκαεννέα χρόνια μετά τούτο το διαμαντάκι επιτέλους δημοσιεύτηκε, αν και αργά για τον συγγραφέα. Στην παράδοση του νεορεαλισμού, «Το μεροκάματο του Σαββάτου» θέτει τα θεμέλια της υπαρξιακής αίσθησης του δημιουργού. Έχοντας βασικό υπόβαθρο την εμπειρία του αντάρτικου δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου οι πρώην μαχητές προσπαθούν να ενσωματωθούν στην καθημερινότητα της επιβίωσης στη μεταπολεμική Ιταλία. Οι ματαιώσεις, η έλλειψη ικανοποίησης και πραγματικής ελευθερίας, συνεισφέρουν στην πλήρη απομάγευση του απελευθερωτικού προτάγματος: ο Έτορε, φημισμένος διοικητής στους παρτιζάνους, δυσκολεύεται τρομερά να προσαρμοστεί στη ζωή εν ειρήνη. Η τωρινή του κατάσταση, η ανεργία, οι συχνοί καυγάδες με τη μάνα του για δουλειά, η ανάγκη του να είναι μαζί την κοπέλα του, Βάντα, οι γενναίοι σύντροφοι αναγκασμένοι να κάνουν κάθε είδους χαμαλοδουλειές, αυτή η παντελής έλλειψη ικανοποίησης, τον καθιστούν δύσθυμο, εριστικό, αμφισβητία και ανεξέλεγκτα βίαιο. Απορρίπτει όποια δουλειά του προσφέρεται ώσπου συναντάται με δύο πρώην συντρόφους, τον ήρωα πολέμου Μπιάνκο και τον ελαφρύ Πάλμο: κομπίνες με πολλά λεφτά. Ο Έτορε συμμετέχει, κερδίζει χρήματα, αλλά όλο το πράγμα έχει πλέον στραβώσει.