Γιατί η συζήτηση για την ασφάλεια δεν είναι απλώς μια συγκυριακή ευκαιρία αλλά μια κοινωνική αναγκαιότητα, ένα ουσιαστικό πολιτικό ζήτημα
Στις 26 και τις 27 Απριλίου πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς το συνέδριο με θέμα «Ασφάλεια: Αντιστρέφοντας τη συζήτηση. Από την “ατομική ευθύνη” στην πολύπλευρη συλλογική ασφάλεια.», λίγες εβδομάδες μετά το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, το οποίο έθεσε με έμφαση στο δημόσιο λόγο εκ νέου το αίτημα για ασφάλεια, με μία κοινωνικά προσανατολισμένη έννοια. Με αυτό τον προσανατολισμό και έχοντας ως στόχο να προσεγγιστεί το ζήτημα της ασφάλειας υπό ένα γενικότερο πρίσμα το οποίο να καλύπτει πολλές πτυχές της καθημερινότητας των πολιτών, οι τοποθετήσεις που πραγματοποιήθηκαν ανέδειξαν ότι το αίτημα για ασφάλεια είναι υπαρξιακό και συλλογικό. Η λέξη ασφάλεια στα ελληνικά μεταφράζει δύο λέξεις στα αγγλικά και τα γαλλικά: safety και security. Safety είναι το αίσθημα της ασφάλειας στην καθημερινότητα, συνιστώσα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς της ποιότητας ζωής. Security είναι η διάσταση της ασφάλειας το οποίο από την αρχή της θητείας της η προηγούμενη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το 2019 ταύτισε με δυνάμεις καταστολής. Ως εκ τούτου, είναι σαφώς πολιτικό ζήτημα και για τις δύο διαστάσεις της ασφάλειας ποια θα είναι προτεραιότητα, με ποιους στόχους και τι όρους.
Ακριβώς αυτή η διάσταση της καθημερινότητας είναι που μπορεί να διαφοροποιήσει αρκετά το αίσθημα της ασφάλειας τόσο μεταξύ διαφόρων κοινωνικών ομάδων όσο και μεταξύ πολιτών που διαμένουν σε διαφορετικά μέρη της χώρας. Ας αναρωτηθεί κανείς αν αισθάνεται το ίδιο ασφαλής να μένει στην Αθήνα, την Τρίπολη, την Κρήτη, την Αίγινα, την Σκύρο, τη Σαμοθράκη, την Τήλο, την Κέρκυρα και πάει λέγοντας. Η νησιωτικότητα δημιουργεί ένα αίσθημα ανασφάλειας αλλά και πραγματικές ανισότητες μεταξύ όχι μόνο των κατοίκων των νησιών σε σχέση με εκείνους που μένουν στην ηπειρωτική χώρα αλλά με διαφορές που εντοπίζονται ακόμα και μεταξύ διαφορετικών τύπων νησιών.
Διαχρονικά, οι οριζόντιες χωρικό-αναπτυξιακές πολιτικές που εξομοιώνουν το νησιωτικό χώρο με τα αστικά ηπειρωτικά κέντρα, αδιαφορώντας για την ιδιαίτερη φυσιογνωμία και τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά του, δε μπορούν να αποτελούν τη βάση μιας ολοκληρωμένης αναπτυξιακής προσέγγισης των νησιών που να ταιριάζει στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες αυτών των περιοχών. Η εξίσωση του χώρου μέσα από τις κλασικές στρατηγικές ανταγωνιστικότητας, αφενός δε λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες των νησιών και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα τους και αφετέρου δεν επιτυγχάνει τους τιθέμενους στόχους οικονομικής ευημερίας, αλλοιώνοντας περαιτέρω τη νησιωτική φυσιογνωμία. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος μέσα στον οποίο το όποιο αναπτυξιακό μοντέλο που ακολουθείται για τις νησιωτικές περιοχές, δεν λαμβάνει υπόψιν την ίδια τη νησιωτικότητα και ως εκ τούτου τις ανάγκες των κατοίκων των νησιών, θέτοντας έτσι την καθημερινότητά τους υπό μια διαρκή συνθήκη κρίσης.
Άξονας για εφαρμόσιμες δημόσιες πολιτικές
Η νησιωτικότητα ως έννοια αναφέρεται σε μια φυσική κατάσταση μιας περιοχής που περικλείεται από νερό, βουνά ή έρημο. Ένα απομονωμένο μέρος, το οποίο εξαιτίας της φυσικής και της κοινωνικής απομόνωσης, έχει ένα σύνολο συγκεκριμένων χαρακτηριστικών. Ως εκ τούτου, η νησιωτικότητα αναφέρεται στα γεωγραφικά χαρακτηριστικά των νησιών: το μικρό μέγεθος, την απομακρυσμένη τοποθεσία και την απομόνωση, τα μοναδικά κοινωνικά, πολιτιστικά και φυσικά χαρακτηριστικά. Η παραδοσιακή οπτική της νησιωτικότητας ως στείρο μειονέκτημα, ενδεχομένως να πηγάζει από αναξιοποίητες ευκαιρίες που πηγάζουν με τη σειρά τους από μια έλλειψη συνοχής σε τοπικό επίπεδο μεταξύ των φυσικών πόρων, του ανθρώπινου κεφαλαίου και του θεσμικού πλαισίου. Ωστόσο, είναι κάτι περισσότερο από μια γεωγραφική κατάσταση (status), ένα μίγμα γεωγραφικών χαρακτηριστικών. Αποτελεί το αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων και διαφόρων κοινωνικών, οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών.
Η κλιματική αλλαγή, οι γεωπολιτικές εξελίξεις αλλά και το πώς έχει διαμορφωθεί το κοινωνικό κράτος είναι μόνιμοι και σταθεροί πυλώνες που ενισχύουν την κρίση ασφάλειας στα νησιά διότι δημιουργούν ή ενισχύουν την υπάρχουσα ευαλωτότητα των περιοχών με αυτά τα χαρακτηριστικά. Σε αυτά έρχεται να προστεθεί, η συνηθισμένη προσέγγιση των νησιών ως τουριστικών προορισμών. Ωστόσο, οφείλουμε να συνεισφέρουμε στην εξέλιξη της συζήτησης αλλά και στον σχεδιασμό και υλοποίηση αποτελεσματικότερων εφαρμόσιμων πολιτικών που ενσωματώνουν τη διάσταση της νησιωτικότητας και λειτουργούν με γνώμονα το αίσθημα της ασφάλειας των κατοίκων των νησιωτικών περιοχών. Η συνθήκη του να διαμένει κανείς μόνιμα σε νησί αντιμετωπίζεται ως μια μόνιμη «κρίση». Δεν είναι λίγα τα περιστατικά που έρχονται διαρκώς στη δημοσιότητα και επιβεβαιώνουν τη συνθήκη ανασφάλειας στην οποία διαβιούν οι κάτοικοι των νησιών. Γιατροί που εγκαταλείπουν τα πόστα τους, αεροδιακομιδές ακόμα και στην Τουρκία από ακριτικά νησιά, υποστελεχομένα περιφερειακά νοσοκομεία και σχολεία. Οι κάτοικοι αναγκάζονται συχνά να εγκαταλείψουν όχι απλώς τον τόπο τους αλλά εν γένει τη ζωή στο νησί για να μπορέσουν να βρουν καλύτερες συνθήκες ασφάλειας στους τομείς της υγείας, της παιδείας και της εργασίας.
Τα νησιά με τους δικούς τους όρους
Η ουσιαστική λύση για την αποτελεσματική διάσταση της νησιωτικότητας με όρους που ωφελούν τους νησιώτες μπορεί να αναζητηθεί μέσα από ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που πραγματικά θα επιχειρεί να ισορροπεί τους τρεις βασικούς πυλώνες: την οικονομία, το περιβάλλον και την κοινωνία με γνώμονα μια εφαρμόσιμη βιωσιμότητα αλλά και ένα νέο ενδυναμωμένο κοινωνικό κράτος που θα έχει τον άνθρωπο στο επίκεντρο, τους κατοίκους και μετά τους τουρίστες, και που θα λαμβάνει υπόψιν τη διάσταση της τοπικότητας.
Το ερώτημα που προκύπτει μετά και τις εκλογές της 21ης Μάϊου είναι αν θέλουν οι νησιώτες να συνεχίσουν να είναι στην ουσία «ακάλυπτοι». Η διάσταση της ασφάλειας σε σχέση με τη συνθήκη της νησιωτικότητας αποτελεί θέμα πολιτικής προτεραιότητας, ενώ η κυβέρνηση της ΝΔ την τετραετία 2019-2023 έδειξε κατά πολλούς πολύ ξεκάθαρα μια «επικοινωνιακή» διάσταση της νησιωτικότητας με αναφορές στα «πράσινα νησιά», μια αιφνίδια έμφαση εφαρμογής νομιμότητας σε ζητήματα χωροταξίας με επίκεντρο τη Μύκονο αλλά παράλληλα μια διαλυτική απαξίωση του εμβληματικού μέτρου του Μεταφορικού Ισοδυνάμου.
Υπάρχουν όμως παραδείγματα πολιτικών που πήραν τη νησιωτικότητα από το χαρτί και τη μετουσίωσαν σε άξονα εφαρμόσιμων πολιτικών για την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων των νησιωτικών περιοχών; Υπάρχουν. Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθεί το συλλογικό εγχείρημα με τη συμβολή της τοπικής κοινωνίας της Ναυτικής Εταιρείας Σκύρου, οι σοβαρές προσπάθειες που έγιναν το διάστημα 2015 – 2019 για την στελέχωση των τοπικών μονάδων υγείας, η αξιοποίηση της τηλεϊατρικής, οι προσπάθειες να επιλυθεί το χρόνιο στεγαστικό ζήτημα για τη διασφάλιση διαμονής γιατρών και εκπαιδευτικών και η θέσπιση του Μεταφορικού Ισοδύναμου και η συνεπής εφαρμογή του μέχρι το 2019. Συνεπώς, το πού βρίσκεται η νησιωτικότητα στην πολιτική ατζέντα, έχει σημασία για την ίδια την ασφάλεια των κατοίκων των περιοχών αυτών η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ίδια την ποιότητα ζωής τους.
Σημείωση: Το παρόν κείμενο δημοσιεύεται με αφορμή την σχετική τοποθέτηση τη 2η μέρα του συνεδρίου στην ενότητα «Βιώσιμη και ανθεκτική οικονομία – Ένα παραγωγικό μοντέλο που θα προάγει την ασφάλεια» και αφιερώνεται στη μνήμη του Νεκτάριου Σαντορινιού, τ. αναπληρωτή υπουργού Ναυτιλίας & Νησιωτικής Πολιτικής και βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ.