«Ανάμεσα στον μαρξισμό και την ιεραποστολή»: Κάπου εκεί ανάμεσα κινούταν, κατά έναν φίλο του, ο Βίνι Βολφ, που πέθανε στις 22 Μαΐου στο Βερολίνο. Με τον Μαρξ τον συνέδεε το όραμα ενός καλύτερου κόσμου χωρίς πολέμους, καταπίεση και εκμετάλλευση. Και με τους ιεραπόστολους η πίστη ότι το όραμα δεν συνιστά αυτοεκπληρούμενη προφητεία, αλλά θέλει αέναη κίνηση και δράση. Σε αυτά ο Βολφ ήταν αξεπέραστος. Ήδη από τα νιάτα του ήταν οραματιστής εν κινήσει –το ίσως μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στον δρόμο προς μια διάλεξη, ένα συνέδριο, ή μια διαδήλωση. «Τα ταξίδια είναι το ελιξίριο της ζωής μου», συνήθιζε να λέει. Και τα τρένα ήταν κυριολεκτικά το γραφείο του: Σε αυτό έγραψε πολλά από τα σχεδόν περίπου 100 βιβλία του, καθώς και αναρίθμητα άρθρα για το τριμηνιαίο περιοδικό Lunapark21, στο οποίο ήταν αρχισυντάκτης, και για διάφορα άλλα αριστερά έντυπα.
Με τα τρένα είχε και άλλη σχέση. Ως συγκοινωνιολόγος τα θεωρούσε μοναδικό σωτήριο ανάχωμα στην επέλαση των Ι.Χ. Η μελέτη του «Σιδηρόδρομος και παρανοϊκός αυτοκινητόδρομος» (Eisenbahn und Autowahn), που συνέγραψε επίσης στο τρένο, ανήκει στα στάνταρ της διεθνούς συγκοινωνιολογίας. Ως βουλευτής του PDS (Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού, προδρόμου της Linke) από το 1994 ως το 2002 ήταν επίσης εκπρόσωπός του σε συγκοινωνιακά θέματα. Από τη Linke αποχώρησε το 2004, κατηγορώντας την για διολίσθηση στον νεοφιλελευθερισμό. Από το 2006 ήταν κομματικά ανένταχτος, ή, όπως έλεγε ο ίδιος, «ευτυχής ακομμάτιστος».
Ο Βολφ είχε μέσα του την ηθική της ευθύνης. Αυτή ήταν που τον έστρεψε σαν μαθητή προς τα αριστερά. Η αφορμή γι’ αυτό ήταν πριν από όλα το πραξικόπημα του 1967 στην Ελλάδα. «Δεν μπορούσα να χωνέψω, ότι ο Στράους [ο τότε χριστιανοδημοκράτης υπουργός Άμυνας της Γερμανίας Φραντς Γιόζεφ Στράους] υποστήριζε τη Χούντα», έλεγε. Αυτό ήταν και η αφορμή για την ενασχόληση με τα ελληνικά πράγματα, που συνεχίστηκε με διακοπές μέχρι σήμερα. Δυο παραδείγματα: Το 1968 συνέγραψε ένα θεατρικό έργο κατά του Στράους, που παρουσίασε με έναν φοιτητικό θίασο σε πολλές γερμανικές πόλεις (σ΄αυτό, κι όχι μόνο, έμοιαζε πολύ με τον νεαρό Φρίντριχ Ένγκελς, που όντας γαλουχημένος στον επαναστατικό φιλελληνισμό, έγραψε με τα 14 χρόνια του επίσης ένα θεατρικό έργο, με θέμα την απαγωγή μιας μικρής Ελληνίδας από Τούρκους). Και έναν χρόνο αργότερα μετέφερε στην Αθήνα, κατά παραγγελία ελλήνων αντιστασιακών στο Δ. Βερολίνο, προπαγανδιστικό υλικά κατά της Χούντας –μια παράτολμη ενέργεια, που δεν στέφθηκε ωστόσο με επιτυχία. Τα αδιάθετα υλικά, που έκρυψε στη συνέχεια σε βράχια στον δρόμο προς το Σούνιο, περιμένουν ακόμα –αν δεν τα έχουν πάρει ήδη τα κύματα– τον πολιτικό αρχαιολόγο που θα τα ξαναβγάλει στην επιφάνεια.
Στη στροφή προς το Μιλένιουμ ξανάπιασε το ελληνικό νήμα με μια σειρά διαλέξεων στην Αθήνα και αρθρογραφώντας για πολλούς μήνες στην «Εποχή». Με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και τον αγώνα του κατά της τρόικα, στράφηκε ακόμη περισσότερο προς την Ελλάδα: Το 2015 εξέδωσε το μαγκαζίνο FaktenChek: Hellas, που κυκλοφόρησε σε έξι αντίτυπα, σε έξι επίσης γλώσσες (συνολικό τιράζ: 230.000 φύλλα) και το 2016, μαζί με τον υπογράφοντα, το βιβλίο «Η ελληνική τραγωδία» –η ελληνική έκδοση του οποίου (2010-2020: «Η δύσκολη δεκαετία της Ελλάδας», Εκδόσεις Θεμέλιο) κυκλοφόρησε το 2021. Ο ίδιος κατέκρινε τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2016, ενώ έτεινε προς τις απόψεις του Κώστα Λαπαβίτσα σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις μελέτες του οποίου παρακολουθούσε από τα αγγλόφωνα μέσα ενημέρωσης.
Το δυστύχημα στα Τέμπη τον σόκαρε βαθιά, αλλά δεν τον βρήκε απροετοίμαστο. «Η μητέρα όλων των δυστυχημάτων: Ιδιωτικοποίηση», ήταν ο τίτλος άρθρου στο περιοδικό του. Από την άλλη, όμως, ασκούσε κριτική στο ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας ETCS, που έχει οπαδούς και στην ελληνική Αριστερά και αποτελεί, κατά την άποψη του, χονδροειδή απάτη: πρώτον, επειδή είναι αναποτελεσματικό και, δεύτερον, πανάκριβο –πανευρωπαϊκά θα κοστίσει πλέον των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ως μάρτυρες γι’ αυτό επικαλείται τους Ελβετούς, που είναι οι μόνοι που το έχουν ήδη εφαρμόσει πλήρως και προσπαθούν τώρα εναγωνίως να το ξεφορτωθούν.
Ο Βολφ ήταν για πολλές δεκαετίες τροτσκιστής, μαθητής και συνεργάτης του γενικού γραμματέα της Δ´ Διεθνούς Ερνέστ Μαντέλ. Στο τέλος δήλωνε «σοσιαλιστής, οπαδός της Ρόζα Λούξεμπουργκ». Ο αγαπημένος συγγραφέας του ήταν ο Μπέρτολτ Μπρέχτ. Από αυτόν ήξερε ότι «ο κομμουνισμός είναι το απλό, που γίνεται δύσκολα». Επιταχύνεται όμως πολύ με τη χρήση τρένου.