Η στρατηγική και η εκλογική δυναμική του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ στη μετα-μνημονιακή συνθήκη
Στην ιστορική του διαδρομή στην Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία το ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίστηκε ως το ηγεμονικό κόμμα στο ελληνικό κομματικό σύστημα μέχρι τις διπλές εκλογές του 2012, καθώς διαμέσου της ιδεολογίας και της οργανωτικής του δομής κατάφερε να εκφράσει τα βασικά προτάγματα σε διαφορετικές περιόδους (Εκδημοκρατισμός τη δεκαετία του 1970, Αλλαγή τη δεκαετία του 1980, Εκσυγχρονισμός/ Εξευρωπαϊσμός τη δεκαετία 1990-2000). Ωστόσο αυτή η πορεία χαρακτηρίστηκε από μετασχηματισμούς σε ιδεολογικό (προσαρμογή στη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία) και οργανωτικό (αφυδάτωση της κομματικής οργάνωσης) επίπεδο με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην «πασοκοποίηση» στις διπλές εκλογές του 2012 μια πορεία που διατηρήθηκε μέχρι το 2023. Ο όρος πασοκοποίηση είναι όρος που χρησιμοποιείται πλέον διεθνώς για να χαρακτηρίσει την εκλογική υποχώρηση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και την αντικατάστασή του από ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που διεκδικεί το ακροατήριο και αμφισβητεί την κυρίαρχη θέση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στα ευρωπαϊκά κομματικά συστήματα.
Στο πλαίσιο αυτό, οι εκλογές του 2023 χαρακτηρίστηκαν από τη μεγάλη εκλογική δυναμική για τη ΝΔ αλλά και με ερωτηματικά σχετικά με το πιο κόμμα θα αναδειχθεί ως αξιωματική αντιπολίτευση με την ταυτόχρονη κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ και τη μερική αύξηση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ.
Οι ενισχυτικοί παράγοντες
Παράγοντες οι οποίοι συντελούν στην εκλογική δυναμική του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ είναι οι εξής:
Καταρχάς, η δυναμική που προσφέρει η αλλαγή της ηγεσίας με την ανάδειξη του Ν. Ανδρουλάκη ως νέου ηγέτη του κόμματος, ο οποίος υιοθέτησε μια στρατηγική αυτόνομης πορείας τόσο σε σχέση με τη ΝΔ όσο και σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ, μια σχετική διαφοροποίηση σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο (2011-2021), οπότε το ΠΑΣΟΚ είχε μια στρατηγική θέση εγγύτερα στη ΝΔ. Επίσης, παρατηρείται μια πολιτική και εκλογική δυναμική του κόμματος στην Περιφέρεια, καθώς στις περιοχές αυτές ο κομματικός μηχανισμός του Ν. Ανδρουλάκη αλλά και του ΠΑΣΟΚ είναι ισχυρός καθώς τα πρόσωπα διαδραματίζουν σημαντικότερο ρόλο στην πολιτική σε σχέση με τα αστικά κέντρα.
Την πολιτική και εκλογική δυναμική του ΠΑΣΟΚ φαίνεται να διευκολύνουν οι εσωκομματικές τριβές στον ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ των «παραδοσιακών» στελεχών του κόμματος και του κόσμου που έφυγε από το ΠΑΣΟΚ από το 2010 και αιτήθηκε την οργανωτική σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Δημιουργήθηκε το παράδοξο ότι πολλές αιτήσεις μαζικών εγγραφών δεν έγιναν αποδεκτές ενώ από την άλλη δόθηκε έμφαση στην ατομική στελεχιακή από τα πάνω ένταξη προβεβλημένων στον ΣΥΡΙΖΑ κυρίως στελεχών από το ΠΑΣΟΚ που είχαν μάλιστα κρατικές θέσεις κατά τη «μνημονιακή» περίοδο. Το αποτέλεσμα αυτών των επιλογών είναι σε οργανωτικό επίπεδο η δημιουργία ενός κόμματος της Αριστεράς που έχει λιγότερη σχέση με την οργανωμένη κοινωνία σε σχέση τόσο με τη ΝΔ αλλά και με το ΠΑΣΟΚ, καθώς δεν κατάφερε να οικονομήσει ένα μαζικό κόμμα το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για την πολιτική και εκλογική κυριαρχία όπως μας έδειξε η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία. Μάλιστα, εμφανίζεται το «παράδοξο» ακόμα και όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην κυβέρνηση να υπολείπεται του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στους φοιτητικούς συλλόγους αλλά και στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Επίσης, η από το 2015 επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να αλλάξει τη στρατηγική του και να προσπαθήσει να εκφράσει μια μετριοπαθή κυβερνητική στρατηγική από το ριζοσπαστικό «όχι» στο μετριοπαθές «ναι» στο (τρίτο) μνημόνιο σηματοδοτεί την ουσιαστική μετακίνηση του κόμματος στην αναζήτηση κεντρώων, κεντροαριστερών συμμαχιών πολυσυλλεκτικού χαρακτήρα. Μάλιστα, σε μια συγκυρία όπου το Κέντρο έχει καλυφθεί από το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ η επίκληση για κυβερνήσεις συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ με βάση την απλή αναλογική ουσιαστικά νομιμοποιεί το ΠΑΣΟΚ το οποίο καθώς ακυρώνει οποιαδήποτε προοπτική κυβερνητικής συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ ταυτόχρονα κερδίζει νομιμοποίηση από το κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς να το αμφισβητήσει πολιτικά και εκλογικά.
Οι παράγοντες αποδυνάμωσης
Από την άλλη, οι βασικοί παράγοντες οι οποίοι μειώνουν τη δυνατότητα του ΠΑΣΟΚ να εμφανίσει μεγάλη εκλογική δυναμική είναι οι εξής:
Καταρχάς, η επιλογή της ηγεσίας του Ν. Ανδρουλάκη να συνεχίζει να προωθεί μια πολιτική δικαίωσης των οργανωτικών και κυβερνητικών πολιτικών της εποχής του Γ. Παπανδρέου με την εισαγωγή της ανοιχτής διαδικασίας εκλογής αλλά και με την εισαγωγή των μνημονίων. Τα μνημόνια αποτελούν συμφωνίες οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με τα κοινωνικά στρώματα τα οποία στηρίζουν το ΠΑΣΟΚ και οδηγούν σε στρατηγική ήττα του κόμματος, μια πορεία όμως η οποία ήταν η κατάληξη συγκεκριμένων ιδεολογικών, οργανωτικών και στρατηγικών επιλογών του κόμματος ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1980. Αλλά και οι οργανωτικές εξελίξεις της περιόδου 2004-2009 κυρίως με την εισαγωγή της ανοιχτής εκλογικής διαδικασίας και με την εισαγωγή των φίλων και η μη διάκριση μεταξύ μελών και φίλων (πρακτικές που υιοθέτησαν και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ) οδήγησαν στη διάλυση του οργανωμένου κόμματος.
Σε επίπεδο στρατηγικής, το ΠΑΣΟΚ «βοήθησε» στην οικοδόμηση του κοινωνικού και πολιτικού μπλοκ δυνάμεων, των δυναμικών στρωμάτων, επιχειρηματιών, ιδιοκτητών ΜΜΕ όπου μαζί με στελέχη από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ συσπειρώθηκαν και οδήγησαν το 2017 στην εκλογή στην ηγεσία της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη με σκοπό να εκφράσουν πολιτικά το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα του 2015. Το συγκεκριμένο μπλοκ εξουσίας εξέφρασε και ένα βαθύτατα αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, μια μεγάλη κοινωνική και πολιτική συμμαχία η οποία «εγγυήθηκε» την πολιτική και εκλογική κυριαρχία της ΝΔ και το 2019 αλλά και το 2023. Έτσι, η συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική συμμαχία περιορίζει τη μετατόπιση δυναμικών κοινωνικών στρωμάτων και επιχειρηματικών συμφερόντων προς το ΠΑΣΟΚ σε μια αναβίωση της εκσυγχρονιστικής πολιτικής και εκλογικής κυριαρχίας της δεκαετίας του 1990.
Σε ποια διαιρετική τομή;
Το ΠΑΣΟΚ δυσκολεύεται επίσης να εμφανιστεί ως κόμμα κυβερνητικής εναλλαγής, καθώς δεν είναι ξεκάθαρο ποια διαιρετική τομή εκφράζει. Από το 1974 μέχρι το 2011, εξέφραζε τη διαιρετική τομή Δεξιά/Αντιδεξιά ως το πιο συνεπές αντιδεξιό κόμμα στο ελληνικό κομματικό σύστημα της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Από το 2011, το ΠΑΣΟΚ υποχωρεί πολιτικά και εκλογικά συμμετέχει στην κυβέρνηση Παπαδήμου με ΝΔ και ΛΑΟΣ και μετά το 2012 συμμετέχει στην κυβέρνηση με ΝΔ και ΔΗΜΑΡ με αποτέλεσμα να χάνει το αντιδεξιό επιχείρημα. Επίσης, στη νέα διαιρετική τομή Μνημόνιο/Αντιμνημόνιο επιλέγει να ταυτίζεται με τη μνημονιακή πλευρά την οποία τελικά καταφέρνει να την εκφράσει πολιτικά αλλά και εκλογικά (μετά από τις παλινωδίες της πρώτης περιόδου) η ΝΔ.
Έτσι, για το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ δεν φαίνεται να υπάρχει χώρος στο νέο κομματικό σύστημα, όπως διαμορφώνεται να μετεξελιχθεί σε κάτι περισσότερο από ένα κόμμα διαμαρτυρίας. Χαρακτηριστική είναι η έμφαση που δίνει η ηγεσία του κόμματος στην αλλαγή της εκλογικής σχέσης με τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ δεν προχωράει στην οικοδόμηση ενός κόμματος μαζών, ώστε να εκφράσει οργανωτικά και πολιτικά του νέους μη-προνομιούχους και δεν αμφισβητεί την κυρίαρχη πολιτική ενώ και το προεκλογικό του πρόγραμμα κινείται στο πλαίσιο της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης διαχείρισης επιλογές που περιορίζουν την πολιτική και εκλογική του δυναμική καθώς δεν αποτελεί ανταγωνιστική ως προς την ΝΔ εναλλακτική κυβερνητική ατζέντα.