Ο Παναγιώτης Κουστένης, διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης με ειδίκευση στην Εκλογική Κοινωνιολογία, αποτιμά το εκλογικό αποτέλεσμα για κάθε κόμμα ξεχωριστά, εστιάζοντας στην εκλογική γεωγραφία και στις κοινωνικές κατηγορίες των ψηφοφόρων. Ο ίδιος εκτιμά για τη ΝΔ ότι «ο ‘αέρας’ του νικητή μπορεί να έχει απρόσμενα και σε ένα βαθμό δυσάρεστα αποτελέσματα, που να καταστήσουν την αυτοδυναμία της ΝΔ ακόμα και επισφαλή ή έστω οριακή» και για τον ΣΥΡΙΖΑ ότι «θεωρητικά και αριθμητικά έχει περιθώρια ανάκαμψης. Το ερώτημα είναι κατά πόσο υπάρχουν τα ψυχικά και ηθικά αποθέματα για κάτι τέτοιο, μετά το σοκαριστικό αποτέλεσμα που προηγήθηκε».

 

 

 

 

Πώς αποτιμάς το εκλογικό αποτέλεσμα; Αιφνιδίασε τους πάντες η διπλάσια διαφορά μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ.

H έκβαση των εκλογών ήταν εν πολλοίς αναμενόμενη, αφού η ΝΔ διατηρούσε την υπεροχή σε όλη τη διάρκεια της τετραετίας. Το απρόσμενο στοιχείο φυσικά ήταν η έκταση της διαφοράς και κυρίως το εντυπωσιακά χαμηλό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν προέκυπτε από καμία σχεδόν ένδειξη μέχρι τις τελευταίες ημέρες. Η τελική εικόνα δίνει την εντύπωση ότι το εκλογικό σώμα λειτούργησε με δύο εντελώς διαφορετικούς τρόπους στην κάλπη και η ψήφος αντίστοιχα να είχε δύο διακριτά περιεχόμενα. Οι ψηφοφόροι της ΝΔ φάνηκε να λειτουργούν αυστηρά σε πλαίσιο κανονικών βουλευτικών εκλογών, συντεταγμένα και με το μέγιστο δυνατό βαθμό της συσπείρωσής τους, παρά το γεγονός μάλιστα ότι ο εκλογικός νόμος της αναλογικής δεν εξυπηρετούσε τον κεντρικό σχεδιασμό επίτευξης της αυτοδυναμίας. Αντιστρόφως, οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ είναι σαν να λειτούργησαν σε πλαίσιο ευρωεκλογών, με μια ιδιαίτερα χαλαρή ψήφο στέλνοντας ταυτόχρονα και ένα μήνυμα αποδοκιμασίας προς το κόμμα τους. Άλλωστε, αν εστιάσουμε στα ποσοστά, η επίδοση της ΝΔ είναι απολύτως αντίστοιχη με εκείνη των προηγούμενων βουλευτικών εκλογών, ενώ το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ είναι περισσότερο συγκρίσιμο με εκείνο των ευρωεκλογών του 2019. Η διαπίστωση αυτής της διάκρισης συνοδεύεται και από δύο άλλα στοιχεία του αποτελέσματος. Αφενός την αύξηση της συμμετοχής, κατά 200.000 περίπου έγκυρα ψηφοδέλτια, φαινόμενο που καταγράφηκε κατά βάση στα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, αλλά και στην Κρήτη και στα Δωδεκάνησα, ωφελώντας όπως φαίνεται κατεξοχήν τη Νέα Δημοκρατία. Από την άλλη πλευρά, καταγράφηκε ένα τεράστιο ποσοστό των κομμάτων εκτός βουλής (16%), χαρακτηριστικό που παραπέμπει κατά κανόνα σε ευρωεκλογές. Σε βουλευτικές εκλογές κάτι ανάλογο είχαμε δει μόνο στον εκλογικό σεισμό του Μαΐου του 2012.

 

Η επικράτηση της ΝΔ είναι ιδεολογική ή διαχειριστική;

Σε πρώτη φάση πρέπει να δώσουμε έμφαση στη διαχειριστική διάσταση, καθώς σε αυτήν έγκειται η δημοσκοπική υπεροχή που τόσο καιρό η ΝΔ κατέγραφε έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, και κυρίως ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως πρωθυπουργός έναντι του Αλέξη Τσίπρα. Άλλωστε, σύμφωνα με το exit poll, η ψήφος στη ΝΔ έχει κατά πλειοψηφία θετικά χαρακτηριστικά προτίμησης (είτε απόλυτης είτε συγκριτικής) και επιδοκιμασίας του κυβερνώντος κόμματος, παρά αρνητικά με σκοπό την αποδοκιμασία του αντιπάλου. Φυσικά το πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται δίνει έντονα την εικόνα μετατόπισης προς τα δεξιά, με βάση τις συνήθεις προσλήψεις για την τοποθέτηση των κομμάτων. Εντούτοις, πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη τόσο η μετακίνηση ενός σημαντικού ποσοστού (περίπου κατά το 1/10) των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του 2019 προς τη ΝΔ, όσο και η επικράτηση της τελευταίας στον χώρο του Κέντρου. Πρέπει λοιπόν να ελεγχθεί αν είναι ο κεντρώος ή ο «ενδιάμεσος» πολιτικός χώρος που μετατοπίστηκε προς τη ΝΔ ή αν εκείνη πέτυχε μια περαιτέρω ιδεολογική διείσδυση προς το Κέντρο, ένδειξη την οποία παρείχε και το προηγούμενο εκλογικό αποτέλεσμα του 2019. Ας συνειδητοποιήσουμε, ωστόσο, ότι ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και ΜέΡΑ25 από 43% που είχαν λάβει αθροιστικά στην προηγούμενη αναμέτρηση, τώρα έχουν πέσει στο 34%. Συνυπολογίζοντας δε και το ΚΚΕ, τα τέσσερα αυτά κόμματα, που για τον ΣΥΡΙΖΑ κατά καιρούς αναφέρονταν ως οι επίδοξοι εταίροι μιας προοδευτικής κυβερνητικής πλειοψηφίας, συγκέντρωσαν μετά βίας το 41%, όσο δηλαδή η ΝΔ μόνη της.

 

Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ είναι εκλογική ή στρατηγική;

Σε πρώτη φάση είναι μια σοβαρή εκλογική ήττα, με βαρύ αποτύπωμα ψυχολογικό και ηθικό. Ο εκλογικός χάρτης δίνει έντονα δε την εικόνα αντιστροφής του δημοψηφίσματος του 2015. Άλλωστε, τα δύο κόμματα που είχαν υποστηρίξει τότε το «ναι», δηλαδή η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, για πρώτη φορά συγκεντρώνουν αθροιστικά την απόλυτη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος (52,5%), όταν το 2019 το αντίστοιχο συνολικό ποσοστό τους ήταν 48%. Φυσικά για ολοκληρωμένα συμπεράσματα οφείλουμε να αναμένουμε την δεύτερη αναμέτρηση που ακολουθεί σε ένα μήνα. Όμως, το εκλογικό αποτέλεσμα του Μαΐου συγκεντρώνει πολλά τέτοια χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στην ολοκλήρωση του κύκλου της προηγούμενης αντιμνημονιακής δεκαετίας. Η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ που εν πολλοίς αποτέλεσε στόχο, χωρίς όμως να επιτευχθεί τελικά, στις εκλογές του 2019, τώρα δείχνει πιο ορατή από ποτέ. Το τραύμα που είχε καταγραφεί στις ευρωεκλογές του 2019 και ελάχιστα δυστυχώς είχε απασχολήσει, επειδή φάνηκε να επουλώνεται ένα μήνα αργότερα στις βουλευτικές εκλογές, φαίνεται ότι αποτέλεσε μια ανοιχτή πληγή που συνέχισε να αιμορραγεί επί μία τετραετία.

 

Η απλή αναλογική απέτυχε ή δεν υπηρετήθηκε;

Η εκτίμηση ότι απέτυχε η απλή αναλογική είναι μάλλον επιφανειακή. Η αποτυχία και  η ήττα αφορά πρωτίστως τον ΣΥΡΙΖΑ. Η απλή αναλογική αποδείχθηκε μια ολέθρια επιλογή που αποτέλεσε απλώς τον καταλύτη για το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, διαμορφώνοντας πλαίσιο χαλαρής ή «χαμένης» ψήφου για τον ΣΥΡΙΖΑ, αντίστροφα δηλαδή από ό,τι κανείς θα ανέμενε να συμβεί για τη ΝΔ. Φυσικά, η (μονομερής σχεδόν) θεσμοθέτηση της απλής αναλογικής το 2016 και η εφαρμογή της ύστερα από εφτά χρόνια, σε ένα εντελώς άγνωστο πολιτικό τοπίο, χωρίς στο ενδιάμεσο να έχουν εξασφαλιστεί οι κατάλληλοι δίαυλοι επικοινωνίας με τους υπόλοιπους παραδοσιακούς πολιτικούς χώρους, διατήρησαν τον ΣΥΡΙΖΑ σε πλαίσιο πολιτικής απομόνωσης. Οι σχετικές προσπάθειες της τελευταίας στιγμής είχαν περισσότερο τον χαρακτήρα εκβιασμού ή στοχοποίησης, παρά ουσιαστικής διαμόρφωσης των απαραίτητων όρων πολιτικής συναίνεσης.

 

Οι νέοι και οι νέες που παραδοσιακά στηρίζουν πιο αριστερά ή ριζοσπαστικά σχήματα, γιατί ψήφισαν δεξιά;

Αυτό δεν είναι ακριβές. Καταγράφηκε μια ισόρροπη σχεδόν ηλικιακή κατανομή της ψήφου του ΣΥΡΙΖΑ, με 20% περίπου σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, που συνιστά ίσως το πιο χαρακτηριστικό δεδομένο που παραπέμπει σε αποτέλεσμα ευρωεκλογών, θυμίζοντας την αντίστοιχη απεικόνιση του Μαΐου του 2019. Στις περισσότερες δημοσκοπήσεις, αντίθετα, φαινόταν ότι θα επαναληφθεί η εικόνα των βουλευτικών εκλογών, που από το 2015 είθισται να δίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ υψηλότερα ποσοστά στις νεότερες ηλικίες. Τελικά, στις νεότερες ηλικίες σημειώθηκαν για άλλη μια φορά οι κυριότερες απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως αυτό δεν ωφέλησε ουσιαστικά τη ΝΔ, της οποίας η ηλικιακή κατανομή διατηρήθηκε περίπου στα ίδια επίπεδα με εκείνα του 2019: 30% στις νέες ηλικίες, 40% στις μεσαίες, 50% στους 65+.

 

 

Η ΝΔ επικράτησε σε όλες σχεδόν τις κοινωνικές κατηγορίες. Να δούμε λίγο την κοινωνιολογία της ψήφου;

Στις διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες, όπως και στη γεωγραφία της ψήφου, η ελαφρά αύξηση του συνολικού ποσοστού της ΝΔ δεν ήταν απόλυτα ομοιογενής σε όλες τις υποκατηγορίες του εκλογικού σώματος. Κατέγραψε διαφοροποιήσεις που εν πολλοίς επισκιάστηκαν από την έμφαση που δόθηκε κυρίως στην τεράστια υπεροχή της στον χώρο των ελευθέρων επαγγελματιών (με διαφορές άνω του 30% έναντι του ΣΥΡΙΖΑ), σε σύνδεση με συγκεκριμένες επικοινωνιακές αστοχίες του ΣΥΡΙΖΑ τις τελευταίες μέρες της προεκλογικής περιόδου. Ανάλογο όμως ήταν το προβάδισμα της ΝΔ και σε άλλες κατηγορίες, όπως του συνταξιούχους και τις νοικοκυρές, ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι πλέον προηγείται με 14% στον χώρο των ανέργων, που το 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταφέρει να διατηρήσει ένα προβάδισμα 13 μονάδων, κόντρα στο εθνικό αποτέλεσμα. Το πιο ανησυχητικό ωστόσο στοιχείο για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ίσως το ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό στους αγρότες (μόλις 10%), στοιχείο που τον φέρνει στην τρίτη θέση, πίσω από το ΠΑΣΟΚ και που παραπέμπει ευθέως στην ανάλογη καταγραφή του Μαΐου του 2012.  

 

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ μας φέρνει μπροστά σε ενδεχόμενη αντιστροφή της πασοκοποίησης και επανεμφάνισης του παλιού δικομματισμού;

Έχει σίγουρα μια σημαντική αύξηση, σε σχέση με το 2019, με αρκετά θετικά στοιχεία, που σημαντικότερο όλων ίσως συνιστά η εξισορρόπηση του ηλικιακού χάσματος, το οποίο χαρακτήριζε όλη την προηγούμενη περίοδο το ΠΑΣΟΚ. Από την άλλη, διατηρούνται σημαντικά κενά, όπως για παράδειγμα η διατήρηση της υποεκπροσώπησης του ΠΑΣΟΚ στην Αττική (7,5%), όπου παραμένει τέταρτο κόμμα, πίσω από το ΚΚΕ. Αλλά και γενικότερα η απώλεια 12 μονάδων από τον ΣΥΡΙΖΑ, καθιστά μάλλον περιορισμένη την άνοδο του ΠΑΣΟΚ κατά 3,5%, σε σχέση με τα δυνητικά αριθμητικά περιθώρια που δημιουργήθηκαν. Όσο για την αντιστροφή των μεταξύ τους εκλογικών συσχετισμών, θα μπορούσε να είναι ένα ενδεχόμενο. Βέβαια, ένας από τους ανασταλτικούς παράγοντες είναι το πολύ σύντομο διάστημα που απομένει για τις επόμενες εκλογές. Είναι ακόμα σημαντική η απόσταση των δύο κομμάτων, για να καλυφθεί. Από την άλλη, η προγραμματισμένη διενέργεια αυτοδιοικητικών εκλογών τον Οκτώβριο συνιστά ευνοϊκή συνθήκη για το ΠΑΣΟΚ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Αν μη τι άλλο αυτή η αναμέτρηση επιβεβαίωσε κάτι που φαινόταν σε όλη την τετραετία: ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν επαρκής εναλλακτική απέναντι στη ΝΔ. Τώρα που το επίκεντρο του ενδιαφέροντος μεταφέρεται στο εσωτερικό της αντιπολίτευσης, ανακύπτει το ερώτημα αν μπορεί αντίστοιχα το ΠΑΣΟΚ να είναι μια επαρκής εναλλακτική απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Η πρώτη εικόνα δεν δίνει ρητά θετική απάντηση.

 

Το ΚΚΕ για πρώτη φορά μετά από μία δεκαετία αύξησε το ποσοστό του. Τι παρατηρείς;

Η σημαντική άνοδος που κατέγραψε, ενώ σε πολύ μεγάλο βαθμό θα πρέπει να αποδοθεί στην επικοινωνιακή τακτική, με έμφαση κυρίως την προσωπική παρουσία του Δ. Κουτσούμπα, φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι δεν έγινε εις βάρος της παραδοσιακής κοινωνικής φυσιογνωμίας του κόμματος, η οποία ενδεχομένως να είναι και ενισχυμένη. Το ΚΚΕ διατήρησε την καταγραφή των υψηλότερων ποσοστών του σε εργατικές και λαϊκές περιοχές, αλλά είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι το ισχυρότερό του ποσοστό καταγράφεται στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα.

 

Το ΜέΡΑ25 γιατί δεν κατάφερε να περάσει το όριο εισόδου στη βουλή;

Σε όλη την τετραετία ήταν το πιο ασταθές κόμμα στις δημοσκοπήσεις. Είχε όμως μια ραγδαία άνοδο μετά το δυστύχημα των Τεμπών, η οποία προς στιγμή φάνηκε να του εξασφαλίζει την είσοδο στη βουλή. Φαίνεται, ωστόσο, ότι η αστάθεια επανήλθε και το στοίχημα του 3% κρίθηκε τις τελευταίες μέρες. Ενδεχομένως η υιοθέτηση αρκετών ακραίων θέσεων εκ μέρους του Γ. Βαρουφάκη, με προφανή σχεδόν σκοπό να αποσείσει κάθε πιθανότητα συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, εν τέλει του γύρισε μπούμερανγκ.

 

Επιβεβαιώθηκε, σε μία ακόμα εκλογική αναμέτρηση, μια ισχυρή ακροδεξιά μερίδα του εκλογικού σώματος. Τελικά η καταδίκη της Χρυσής Αυγής δεν αντιμετώπισε την άνοδο της ακροδεξιάς.

Η κοινωνική δυναμική μιας ακροδεξιάς ρητορικής εξακολούθησε να υπάρχει, παρά τον οριακό αποκλεισμό της Χρυσής Αυγής από την βουλή του 2019 και παρά την απαγόρευση συμμετοχής του κόμματος Κασιδιάρη σε αυτές τις εκλογές. Ένα μέρος αυτής της δυναμικής είχε ενσωματωθεί στη Νέα Δημοκρατία, η οποία το 2019 είχε πετύχει μια διπλή επέκταση και προς τα δεξιά της και προς τα αριστερά της. Αυτή τη φορά, φαίνεται ότι είχε απώλειες προς τα δεξιά της, τις οποίες ωστόσο υπεραναπλήρωσε με περαιτέρω διείσδυση στο χώρο του Κέντρου. Έτσι ένα κομμάτι της άκρας δεξιάς αυτονομήθηκε και διεσπάρη σε διάφορες –ακόμα και ευκαιριακές– εκλογικές επιλογές.

 

Με όλα αυτά τα δεδομένα, η επόμενη κάλπη εκπέμπει σήμα κινδύνου για τη ΝΔ ή ανοίγει παράθυρο ευκαιρίας για τα κόμματα της αντιπολίτευσης;

Είπαμε προηγουμένως ότι η πρώτη κάλπη ήταν σαν δύο αναμετρήσεις σε μία: βουλευτικές για τη ΝΔ, ευρωεκλογές για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον ευρύτερο χώρο της αντιπολίτευσης. Δεν είναι καθόλου απίθανο στις επόμενες εκλογές αυτά τα χαρακτηριστικά να αντιστραφούν, ειδικά τώρα που δεν υπάρχει ο σταυρός προτίμησης, για να κινητοποιήσει τους προσωπικούς μηχανισμούς των υποψηφίων και που το αποτέλεσμα θεωρείται εν πολλοίς προεξοφλημένο για τη ΝΔ. Επιπλέον, η ΝΔ κινδυνεύει ίσως για πρώτη φορά να πληγεί δια της τεθλασμένης από το περίφημο αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύμα, το οποίο ως τώρα φαινόταν ότι είχε μειωθεί ποσοτικά, επιβεβαιώθηκε όμως ότι διατηρείται ποιοτικά ιδιαίτερα έντονο. Η αίσθηση της -καθόλου αυτονόητης- εξασφάλισης της αυτοδυναμίας του Κυριάκου Μητσοτάκη και η μετατόπιση του ενδιαφέροντος στον χώρο της αντιπολίτευσης, ενδέχεται να ωθήσει πρώην παραδοσιακούς ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, που στην πρώτη κάλπη επέλεξαν την ΝΔ, να στηρίξουν και πάλι το ΠΑΣΟΚ στη δεύτερη, σε αυτόν τον ιδιότυπο ανταγωνισμό που εγκαινιάζεται με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο «αέρας» του νικητή μπορεί να έχει απρόσμενα και σε ένα βαθμό δυσάρεστα αποτελέσματα, που να καταστήσουν την αυτοδυναμία της ΝΔ ακόμα και επισφαλή ή έστω οριακή.

 

Βλέπεις περιθώρια ανάκαμψης του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες κάλπες ή είναι δύσκολο να σταματήσει η κατηφόρα;

Το ερώτημα είναι αν αυτό που καταγράφηκε στις εκλογές είναι κάτι ανάλογο με τις ευρωεκλογές του 2019, δηλαδή μια ψήφος αποδοκιμασίας, η οποία όμως έχει περιθώρια ανάκαμψης ή αν πρόκειται απλώς για την απαρχή μιας πτωτικής τάσης, ανάλογης με εκείνη του ΠΑΣΟΚ το 2012. Θεωρητικά και αριθμητικά ο ΣΥΡΙΖΑ έχει περιθώρια ανάκαμψης. Το ερώτημα είναι κατά πόσο υπάρχουν τα ψυχικά και ηθικά αποθέματα για κάτι τέτοιο, μετά το σοκαριστικό αποτέλεσμα που προηγήθηκε.

 

Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet