Η ΝΔ ξεκινά για τις κάλπες της 25ης Ιουνίου έχοντας δύο πλεονεκτήματα: πρώτον, το 40,78% των ψήφων που έδρεψε στις κάλπες της περασμένης Κυριακής και, δεύτερον, την ευχέρεια –εκμεταλλευόμενη την αριθμητική υπεροχή της και, εξ αυτού, αρνούμενη να κάνει χρήση της διερευνητικής εντολής για το σχηματισμό κυβέρνησης– να προκηρύξει εκλογές και μάλιστα εσπευσμένες, με σύντμηση των διαδικασιών, στις 25 Ιουνίου αντί στις 2 Ιουλίου, πριν, δηλαδή, η αξιωματική αντιπολίτευση προλάβει, κατ’ εκτίμηση, να συνέλθει από το σοκ της κατακρήμνισης των ποσοστών της από το 31,53% των εκλογών του 2019, στο τωρινό 20,07%.
Αλλά το τελευταίο αυτό –η σύντμηση της προεκλογικής περιόδου– μπορεί να υποδηλώνει και κάτι άλλο. Μπορεί να υποκρύπτει την ανησυχία ότι ακόμη και μια εβδομάδα επιμήκυνσης της προεκλογικής περιόδου θα αποφέρει επιπλέον κέρδη στην αντιπολιτευόμενη δύναμη την οποία η ΝΔ του Μητσοτάκη εξακολουθεί να θεωρεί τον υπολογίσιμο αντίπαλό της και να επιδιώκει να τον αποδυναμώσει σε βάθος πολλών χρόνων, δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ. Κρατήστε το αυτό.
Το εκλογικό αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής και η απόσταση της ΝΔ από τον ΣΥΡΙΖΑ πολύ πάνω από το προσδοκώμενο, στα όρια της αυτοδυναμίας και μάλιστα με απλή αναλογική, μην αμφιβάλλετε ότι έβαλε σε σκέψεις και το εκλογικό επιτελείο της. Στην εκτίμηση πως, σε ό,τι αφορά στη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος, και δη υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν υπάρχουν ακλόνητες βεβαιότητες. Η δεσπόζουσα θέση της ΝΔ δεν θα ανατραπεί στις 25 Ιουνίου, όμως μπορεί να παραχθούν κρίσιμες διαφοροποιήσεις στα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ, διαφοροποιήσεις ικανές να διαψεύσουν τις προσδοκίες για συρρίκνωσή του σε βαθμό που θα τον καταστήσει μια απονευρωμένη αξιωματική αντιπολίτευση. Στη ΝΔ γνωρίζουν ότι το 40% της κάλπης της 21ης Μαΐου δεν αποτυπώνει ένα συμπαγές κοινωνικό ρεύμα υπέρ του Μητσοτάκη. Βλέπουν και στην οδό Πειραιώς το διπλό παράδοξο που μπορεί να κρύβει εκπλήξεις: ότι, πρώτον, η αποδοχή του έργου της κυβέρνησης Μητσοτάκη από το κοινωνικό σώμα είναι πολύ μικρότερη από το 40% στις κάλπες της περασμένη Κυριακής, και, δεύτερον, ότι το ίδιο συμβαίνει με τις προσδοκίες από μια επόμενη νεοδημοκρατική τετραετία.
Αν αυτό –όπως αμυδρά διαφαίνεται από το κλίμα που επικράτησε στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ το βράδυ της Πέμπτης– έχει γίνει αντιληπτό και στον ΣΥΡΙΖΑ, τότε το επόμενο βήμα που επείγει για την αξιωματική αντιπολίτευση είναι να αναδιατάξει τάχιστα τις προτεραιότητές της για τις επόμενες τριάντα μέρες μέχρι τις εκλογές και να επαναπροσδιορίσει τη στρατηγική της σε βάθος τουλάχιστον μιας τετραετίας, ξεκινώντας, σήμερα κιόλας, από την αποκατάσταση της ομοψυχίας στο εσωτερικό της. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει όλες τις προϋποθέσεις –με πρώτη και κύρια το αίσθημα ευθύνης απέναντι στην κοινωνία, που το συμφέρον της πρυτανεύει στον αξιακό του χάρτη— να ανασυγκροτήσει άμεσα τις δυνάμεις του, να αποκαταστήσει την αξιοπιστία του και να ανακτήσει την ηγεμονία σε αυτό που ορίζεται ως ο ευρύτερος προοδευτικός χώρος, άλλως Δημοκρατική Παράταξη.
Είναι η επιβεβλημένη απάντηση στο σχέδιο της απόλυτης επικράτησης της ΝΔ στο πολιτικό πεδίο, της ανεξέλεγκτης εξουσίας προς επιβολή ακραίων πολιτικών χωρίς κοινοβουλευτικά και πολιτικά εμπόδια, στο σχέδιο για μια αντιπολίτευση κατακερματισμένη σε αδύναμα κομματίδια. Επιδίωξη του Μητσοτάκη δεν είναι μόνο από την κάλπη της 25ης Ιουνίου να αναδειχθεί μια ΝΔ με βολική κοινοβουλευτική πλειοψηφία αλλά και μια αξιωματική αντιπολίτευση κάτω από το 20%.
Η επιδίωξη αυτή προϋποθέτει τη δημιουργία κλίματος αμφισβήτησης, απαξίωσης και, τελικά, εξοβελισμού του Αλέξη Τσίπρα. Στη λογική ότι «χωρίς Τσίπρα δεν υπάρχει ΣΥΡΙΖΑ» τα συστημικά μέσα πάσης φύσεως ξεκίνησαν νωρίς να διακινούν σενάρια που κάνουν λόγο για κρίση ηγεσίας στο ΣΥΡΙΖΑ, για αμφισβήτηση του Τσίπρα, για αναβολή της απομάκρυνσής του από την ηγεσία μέχρι την επομένη των εκλογών, για συνέδριο το αμέσως επόμενο διάστημα.
Είναι άραγε απολύτως κατανοητό από όλους τους προέχοντες μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, από όλους τους έχοντες –είτε τον αξίζουν είτε όχι– δημόσιο λόγο, ότι και η παραμικρή σχετική αναφορά, και η παραμικρή υπόνοια αμφισβήτησης της αρραγούς συνοχής αυτές τις κρίσιμες για την Αριστερά και τη Δημοκρατία ώρες θα προβάλει εικόνα αλληλοσπαραγμού και εσωστρέφειας με ολέθριες συνέπειες; Ότι θα υποδαυλίσει την αμφιβολία, που θα καταλήξει στην απομάκρυνση ενός μεγάλου κομματιού ψηφοφόρων; Ενός ποσοστού εκλογέων που μπορεί να αποδειχθεί τόσο κρίσιμο μέγεθος όσο και το κομμάτι εκείνο από το 40% της ΝΔ που φαίνεται να αμφιρρέπει; Ποιος ήταν εκείνος ο μεγάλος που είπε ότι την ελευθερία της έκφρασης την αξίζουν όσοι ξέρουν να την τιμούν με σύνεση;
Κάθε πράγμα στην ώρα του. Την ώρα της ανάληψης της ευθύνης για την ήττα και της κατάθεσης της «συγγνώμης» του, ο Αλέξης Τσίπρας την τίμησε με ειλικρίνεια και αίσθημα ευθύνης. Τώρα είναι η ώρα της πρόκλησης που ακούει στο όνομα νέες εκλογές και αφορά όλους μας ανεξαιρέτως, η ώρα να τελειώνει η εσωστρέφεια. Η ώρα του απολογισμού και του καταλογισμού έπεται. Τώρα το μεγάλο στοίχημα είναι να μην καμφθεί, να μην υποκύψει στην ηττοπάθεια το ηθικό του δημοκρατικού κόσμου. Αν αυτό χαθεί, αν το συμβόλαιο της Δημοκρατίας αφεθεί να καταπατηθεί, να διασυρθεί, το μέλλον του τόπου είναι φαιό. Η τετραετία Μητσοτάκη ήταν η πρόγευση.
Αν για το ότι το ΜέΡΑ25 μένει εκτός Βουλής φταίει, κατά Γιάνη Βαρουφάκη, ο Τσίπρας, αν, κατά Δημήτρη Κουτσούμπα, φταίει ο Τσίπρας που ο Μητσοτάκης «έπιασε ταβάνι», αν ο Τσίπρας είναι, κατά Νίκο Ανδρουλάκη, «χρυσός χορηγός του Μητσοτάκη», αν το δημοκρατικό μέτωπο αποδειχθεί αναντίστοιχο, ανεπαρκές μπροστά στην επερχόμενη βέβαιη αφασία των δημοκρατικών θεσμών, τότε το μεγάλο κομμάτι της υποχρέωσης να υπερασπιστούμε τη Δημοκρατία πέφτει στην «αποδώ μεριά». Νομοτελειακά. Αυτονόητα.