Χάρολντ Μπλουμ «Σαίξπηρ. Η επινόηση του ανθρώπινου», απόδοση: Άρης Μπερλής, Θέμελης Γλυνάτσης, απόδοση-εισαγωγή-σχόλια: Ήρκος Ρ. Αποστολίδης,
εκδόσεις Gutenberg, 2023
Ο Χάρολντ Μπλουμ (1930-2019) υπήρξε ένας από τους κορυφαίους θεωρητικούς-κριτικούς της λογοτεχνίας κατά τον 20ό αιώνα – μαζί με τον Τζορτζ Στάινερ (που είχε κυρίως ως πεδίο ενασχόλησης τους πιο κλασικούς), τον Μιχαήλ Μπαχτίν (μοντερνισμός), τον Φρέντρικ Τζέιμσον (μεταμοντέρνοι), τον Έντουαρντ Σαΐντ του Οριενταλισμού, και μερικούς ακόμα. Στα εμβληματικά έργα του συγκαταλέγεται ο Δυτικός Κανόνας (1994), όπου εξετάζει είκοσι έξι συγγραφείς (Σαίξπηρ, Δάντης, Τσόσερ, Θερβάντες, Γκέτε, Μοντέν, Γουέρντσγουορθ, Ντίκενς, Τολστόι, Τζόις, Προυστ κ.ά.), με στόχο να διερευνήσει τα χαρακτηριστικά τα οποία τους κατέστησαν «συγγραφείς αναγνωρισμένου κύρους για τον πολιτισμό μας». Το έργο ζωής του όμως είναι η μελέτη του Σαίξπηρ.
Ο παρών τόμος συγκεντρώνει τις διεισδυτικές αναλύσεις του Μπλουμ για τα 39 θεατρικά έργα του Βάρδου (όπως ονόμασε πρώτος τον Σαίξπηρ ο Μπέρναρντ Σο)∙ κείμενα που φανερώνουν την πολυπρισματική οπτική του αμερικανού κριτικού, που είναι διαποτισμένη με νιτσεϊκούς τόνους (ο ίδιος ο Νίτσε θεωρεί τον Σαίξπηρ «ολοκλήρωση του Σοφοκλή»), αλλά και αντλεί από την πλούσια παράδοση του αγγλικού ιδεαλισμού.
Ο κριτικός χωρίζει τα σαιξπηρικά έργα σε διακριτές θεματικές ενότητες. Θα παρακολουθήσουμε τη συλλογιστική του, με άξονα την περιοδολόγηση που προτείνει.
Τα πρώιμα ιστορικά δράματα
Ο Μπλουμ δεν στέκεται ιδιαίτερα στο νεανικό έργο Ερρίκος ΣΤ’, ενώ θεωρεί τον Τίτο Ανδρόνικο ως λουτρό αίματος, όπερα τρόμου, έναν Στίβεν Κινγκ ξαμολημένο ανάμεσα σε Ρωμαίους και Γότθους. Επισημαίνει τις επιρροές του Σαίξπηρ από τον Κρίστοφερ Μάρλοου, που αναφερόμενος στους θεατές της ελισαβετιανής εποχής, είχε πει ότι «αν θέλουν μεγαλοστομία και βία, θα τις έχουν!».
Ο αμερικανός κριτικός θεωρεί τον Ρωμαίο και Ιουλιέτα τραγωδία, παρά το ενίοτε κωμικό πνεύμα του έργου. Η σκιά του θανάτου κάνει τον ερωτισμό σύντροφο της τραγωδίας. Στο Ιούλιο Καίσαρα εστιάζει περισσότερο στον Βρούτο και στον Κάσιο, που είναι πιο τραγικοί ήρωες σε σχέση με τον Αντώνιο και τον Οκταβιανό. Πραγματικός νικητής αναδεικνύεται ο Καίσαρ, μέσω ακριβώς της δολοφονίας του. Ο μεγαλύτερος θρίαμβός του είναι η επικίνδυνη δημόσια διακήρυξη του μύθου του από τον Αντώνιο.
Ο Μπλουμ τέλος θεωρεί άνισο και αδύναμο (σε ό,τι αφορά τους χαρακτήρες) τον Ριχάρδο Γ’, τον οποίο και χαρακτηρίζει μακιαβελλικό ήρωα. Η σύγκριση με τον διάσημο θεατρικό σφετεριστή-κάθαρμα αδικεί τον Μακιαβέλι: ο Σπινόζα και ο Γκράμσι (και αργότερα κάπως αδέξια ο Αλτουσέρ) μας δίδαξαν ότι ο Φλορεντίνος πολιτικός υπήρξε ένας φλογερός δημοκράτης.
Οι σπουδαίες κωμωδίες
Το Όνειρο θερινής νυκτός αποτελεί συνύφανση τεσσάρων διαφορετικών κόσμων με ένα ετερόκλητο μωσαϊκό χαρακτήρων: αρχαίοι μύθοι και θρύλοι (Θησέας, Ιππολύτη), απροσδιόριστοι εραστές (Ερμία, Ελένη, Λύσσανδρος), ξωτικά (Τιτάνια, Όμπερον, Πουκ), άνθρωποι-τεχνίτες (Σφήνας, Σουραύλης, Πάτος). «Τόσο μελωδική παραφωνία – πάταγο γλυκύτερο δεν έχω ματακούσει», γράφει ο Σαίξπηρ σε μια οιωνεί αυτοπεριγραφή του έργου.
Ο έμπορος της Βενετίας είναι έργο αντισημιτικό, στο πνεύμα της εποχής του (ισπανική εκδίωξη του Εβραίων, αναγκαστικοί προσηλυτισμοί, εκδίωξη Εβραίων από το Λονδίνο, έως τους επιτραπεί να επιστρέψουν επί Κρόμγουελ), όχι όμως κατ’ ανάγκη φιλοχριστιανικό. Ο Σάιλοκ παρουσιάζεται ως γελοίος και συνάμα τρομακτικά αχρείος – κωμικό παλιοτόμαρο. Εξίσου απαράδεκτος όμως είναι και ο χριστιανός Αντόνιο, παρά την αποτυχημένη του απόπειρα να αντιδιαστείλει τον βενετσιάνικο μερκαντιλισμό στην εβραϊκή τοκογλυφία. Ο Σαίξπηρ και εδώ εμφανίζεται επηρεασμένος από τον άθεο Μάρλοου, ειδικά από το έργο του Ο Εβραίος της Μάλτας.
Το Όπως αγαπάτε αναδεικνύει τον πιο ισχυρό γυναικείο χαρακτήρα του Σαίξπηρ, τη Ρόζαλιντ, η οποία δεν αποτελεί «βουκολική ηρωίδα». Ισχυρός χαρακτήρας όσο ο Φάλσταφ και ο Άμλετ, η Ρόζαλιντ δεν παγιδεύεται στην Ιστορία όπως ο πρώτος ή στην Τραγωδία όπως ο δεύτερος. Ο νους της είναι ευρύς και το πνεύμα της ελεύθερο. Πρώιμος υπαρξισμός στην ατάκα «Άντρες πεθαίνουν συνεχώς –τροφή για τα σκουλήκια– μα όχι από έρωτα».
Η Δωδεκάτη νύχτα με τη σειρά της προτάσσει ένα αέναο εορταστικό μοτίβο, όπου όλοι συμπεριφέρονται αθέλητα. «Θα μπορούσε να το έχει συλλάβει ένας Νίτσε με περισσότερο χιούμορ, καθώς τους χαρακτήρες εξουσιάζουν δυνάμεις υπέρτερες».
Τα κύρια ιστορικά δράματα
Στους δύο Ερρίκους Δ’ (Α’ και Β΄μέρος) δεσπόζει ο χαρακτήρας του βιταλιστή σερ Τζον Φάλσταφ – αστείρευτα πνευματώδης που απολαμβάνει την επινοητικότητά του και ξεπερνά πάντοτε τη σκοτεινή του διάθεση. Τα διδάγματά του: φαΐ, πιοτό, έρωτας, αδιαφορία για τον χρόνο. «Οι ρέμπελοι προσβάλουν μόνο τους ενάρετους» λέει ο Φάλσταφ. Ο Μπλουμ σημειώνει ότι «διδάσκει ελευθερία, όχι ελευθερία εντός της κοινωνίας, αλλά ελευθερία από την κοινωνία». Αυθεντικοί του σύντροφοι θα ήταν ο Σάντσο Πάντσα στον Δον Κιχώτη και ο Πανούργος στο Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ του Ραμπελέ. Ο Άντονι Μπέρτζες θεωρεί «στυλοβάτη του Πολιτισμού το φαλστάφειο πνεύμα...Εκλείπει εκεί όπου η κρατική εξουσία γίνεται πολύ ισχυρή και οι άνθρωποι ανησυχούν υπερβολικά για την ψυχή τους». Αντίθετα, εξαιτίας και της απουσίας του Φάλταφ ή άλλων βαθυστόχαστων χαρακτήρων, ο Ερρίκος Ε’ δεν προκαλεί ιδιαίτερους προβληματισμούς.Το ενδιαφέρον περιστρέφεται γύρω από την ιστορία της βασιλείας στην περίοδο της Αναγέννησης και τη μάχη του Αζενκούρ.
Ο Νίτσε έγραφε ότι ο Άμλετ «σκεφτόταν σωστά, γι’ αυτό τον σκότωσε η αλήθεια», ενώ ο Μπλουμ σημειώνει: «μοιάζει να μην είναι απλώς και μόνο ένα λογοτεχνικό ή δραματικό πρόσωπο, εφόσον η γενική επίδρασή του στον παγκόσμιο πολιτισμό κρίνεται ανυπολόγιστη». Το μεγάλο ερώτημα στον Άμλετ είναι πάντα ο ίδιος ο Άμλετ, καθώς ο Σαίξπηρ τον έπλασε ως την πιο αναποφάσιστη και διχασμένη συνείδηση που θα μπορούσε να υπάρξει σε ένα «οικουμενικό δράμα της ανθρώπινης μοίρας, με συγκαλυμμένη την πραγματική του φύση κάτω από τη μάσκα της εκδίκησης [...] Ένας ξιφομάχος Χένρι Τζέιμς, ένας φιλόσοφος-πρίγκιπας, με ασύλληπτη ευαισθησία». Ο Άμλετ είναι ριζοσπαστικός, η θεατρικότητά του είναι επικίνδυνη και μηδενιστική, όπως και της παρωδίας του, του Χαμ, στο Τέλος του παιχνιδιού του Μπέκετ.
Το δράμα του Οθέλλου διαπνέεται από μια αίσθηση καταστροφής, η οποία συμπυκνώνεται στον Ιάγο – πρότυπο του Σατανά στον Εκπεσόντα Άγγελο του Μίλτον και του Δικαστή στον Ματωμένο μεσημβρινό του Κόρμακ ΜακΚάρθι. «Ο πόλεμος είναι η απόλυτη θεοποίηση». Η απόρριψή του από τον θεό του, τον σπουδαίο πολεμιστή Οθέλλο, προκαλεί τη δική του πτώση και τον δαιμονικό φθόνο. Ο Ιάγος είναι απόγονος του βιβλικού Κάιν και προαναγγέλλει τον Σταβρόγκιν στους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκι.
Η διαίρεση του βασιλείου του Σολομώντα είναι η πηγή έμπνευσης για τον Βασιλιά Ληρ. Ο βιβλικός βασιλιάς ήταν εξάλλου το πρότυπο του Ιακώβου Α’ (του σκοτσέζικου οίκου των Στιούαρτ), πάτρωνα του Σαίξπηρ. Στον Ληρ η τρέλλα και η τύφλωση συγγενεύουν με την τραγωδία και την αγάπη. «Η αγάπη είναι η σοφία των τρελών κι η τρέλα των γνωστικών» σημειώνει αναφορικά με το έργο ο μεγάλος κριτικός Σάμιουελ Τζόνσον. Όμως η αγάπη βιώνεται σε μια Έρημη Χώρα στον Ληρ, που ο Μπλουμ αποκαλεί «την τραγικότερη των τραγωδιών».
Ο Μακμπέθ είναι, μαζί με τον Ιάγο, ο κορυφαίος «κακός» του Σαίξπηρ. Τα εγκλήματά του προσβάλλουν κάθε θρησκευτική ή ηθική θεώρηση από την απαρχή του κόσμου. Είναι ένας οικουμενικός «κακός», γι’ αυτό υποστηρίζει ο Μπλουμ ότι η καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά του είναι «Ο θρόνος του αίματος» του Ακίρα Κουροσάβα. Το έργο διαθέτει «μια υπερβολή αίματος και δράσης» και πλήθος εκφοβιστικών στοιχείων. Σαν να συναντά ο Νίτσε τον Ουίλαμ Μπλέικ, που υποστήριζε ότι «η ύψιστη τέχνη είναι ανήθικη» (εννοώντας αντιχριστιανική στην εποχή του) και πως «το θράσεμα είναι ομορφιά» (ο επίσης νιτσεϊκός Νίκος Καζαντζάκης ονομάζει Θράσο τον αψίθυμο γιο του Καπετάν Μιχάλη). Ο Χέρμαν Μέλβιλ κατέληξε στον καπετάνιο Αχαάβ του φαλαινοθηρικού Πίντγουοντ στο Μόμπι Ντικ μέσω του Μακμπέθ. Ο θεός έχει εξοριστεί και από τα δύο έργα, καταλήγει ο Μπλουμ. Ο Μακμπέθ τελικά αντιμάχεται τη δική του φύση με τη βία.
Στο Αντώνιος και Κλεοπάτρα, αφήνοντας στην άκρη τα ιστορικά στοιχεία (τη σύγκρουση του ζευγαριού με τον Οκταβιανό, την τελική τους ήττα στη ναυμαχία του Ακτίου), ο δραματουργός, με τον άλλοτε ηράκλειο, παρηκμασμένο Αντώνιο, πλάθει ένα θαυμάσιο ερείπιο. Είναι ένας πολυσύνθετος Μάρκος Αντώνιος, αλλά ακόμη πιο έντονα προβάλλει η πολυσχιδής προσωπικότητα της Κλεοπάτρας, που προσλαμβάνει διαστάσεις ημίθεας. Μαζί με τους δυο τους πεθαίνει συμβολικά και η Ελληνιστική Εποχή (31 π.Χ.) και αναδύεται το Imperium και η Pax Romana.
«Το θράσος της εξουσίας ξεπερνάει την όποια επίκληση επιείκειας λόγω της “αναγκαιότητας” της ύπαρξής της». Ο Κοριολανός (ο ιστορικός ύπατος Γάιος Μάρκιος) είναι ένας ήρωας που ζει και πεθαίνει υπερασπιζόμενος την ασυδοσία της εξουσίας∙ αρχικά εναντίον των εχθρών της δημοκρατικής ακόμα Ρώμης (δηλαδή των Ουόλσκων), στη συνέχεια εναντίον του λαού της Ρώμης και τελικά (ως στρατηγός των Ουόλσκων) εναντίον της ίδιας της Ρώμης.
Τα ύστερα ρομάντζα
Η τρικυμία πραγματεύεται τη σύγκρουση των μάγων-αλχημιστών Κάλιμπαν και Πρόσπερο. Πρόκειται για τραγικωμωδία. Ο Βάρδος εμπνέεται και πάλι από τον μύθο του Δρ Φάουστους του Μάρλοου αλλά και από τον Σίμωνα τον Μάγο, μαθητή του Ιωάννη Βαπτιστή, σύγχρονο και αντίπαλο του αποστόλου Πέτρου, ο οποίος ανταγωνιζόταν τον Ιησού. Όπως όμως υπογραμμίζει ο Μπλουμ, ο Σαίξπηρ δεν έγραψε το έργο για να αναπαραστήσει τη μαγεία/αλχημεία, αλλά περισσότερο για να την περιγελάσει και να κεντρίσει τη φαντασία των θεατών του. Ο Πρόσπερος διατάζει τα στοιχειά της Φύσης με την άνεση ενός Γκάνταλφ (Τόλκιν) ή ενός Darth Vader (Star Wars). Ο Σαίξπηρ σχολιάζει συγχρόνως το θέμα της αρπαγής και της κατάχρησης της εξουσίας (από τον Πρόσπερο).
Με τον Ερρίκο Ε’, σύμφωνα με τον Μπλουμ, ο δημιουργός φτιάχνει απλώς ένα τελετουργικό έργο με ρόλους και όχι με στέρεους χαρακτήρες. Προσπερνώντας τους δυναστικούς γάμους, τα διαζύγια (και τις εκτελέσεις) του διάσημου άγγλου βασιλιά των Τυδώρ, παρακολουθούμε μια αυλική πομπή, ακούμε ελεγειακούς και θρηνητικούς στίχους, μοιραζόμαστε τη «δόξα της ελισαβετιανής περιόδου». Ίσως, όπως κλείνει ο Μπλουμ, βαδίζοντας προς το τέλος της ζωής του, ο Σαίξπηρ «σαλπίζει ένα ύστατο χαίρε στις συγγραφικές του δυνάμεις».
Εν κατακλείδι
Ο Μπλουμ ορθά εμμένει στους χαρακτήρες του Σαίξπηρ: «οι Άμλετ, Φάλσταφ, Ρόζαλιντ, Ιάγος, Ληρ, Μακμπέθ, Κλεοπάτρα είναι κάτι παραπάνω από σπουδαίοι θεατρικοί χαρακτήρες. Καμιά φορά περνάμε τον Άμλετ για αρχαίο ήρωα –σαν τον Αχιλλέα ή τον Οιδίποδα– ή τον Φάλσταφ για πρόσωπο ιστορικό, σαν το Σωκράτη. Όταν σκεφτόμαστε το Διάβολο, μας έρχεται στο μυαλό ο Ιάγος, ενώ η ιστορική μορφή της Κλεοπάτρας φαντάζει σκιά μπροστά στη σαιξπηρική αιγύπτια γητεύτρα, την προσωποποίηση της femme fatale». Όλοι τους διαθέτουν μια αξεπέραστη, αυθύπαρκτη ευγλωττία: είναι χαρακτήρες ελεύθεροι καλλιτέχνες, όπως τους αποκαλεί ο Χέγκελ.
Αναφορικά με τον τίτλο του βιβλίου, την Επινόηση του ανθρώπινου, αν και ο Μπλουμ αγανακτεί με τη μαρξιστική κριτική (αλλά και με την ιστοριστική ή τη νέα κριτική) στα σαιξπηρικά έργα, ο ίδιος ο Μαρξ, εμπνεόμενος και από τον Σαίξπηρ, γράφει ότι «τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο». Ο Τζέημς Τζόις υπερθεματίζει: στο ένατο κεφάλαιο του Οδυσσέα, το επονομαζόμενο Σκύλλα και Χάρυβδη, στους διαλόγους του με τους αριστοτελιστές μελετητές του Σαίξπηρ, ο Στήβεν Ντένταλους λέει: «Ο δραματουργός που έφτιαξε το Folio αυτού του κόσμου είναι αναμφίβολα ολόκληρος μέσα σε όλους μας».