Ανδρέας Μπούσιος «Το βασίλειο της Ακακίας», εικονογράφηση: Λυδία Χατζημάρκου, εκδόσεις iWrite, 2021
Στη ζούγκλα, που ζει ένα χαριτωμένο πολύχρωμο πουπουλοβουνό, εννοείται, αρχηγός είναι ο περίφημος Αριμάν, το αχόρταγο και αδίστακτο λιοντάρι. Ο φόβος και ο τρόμος όλων των ζώων και ιδίως των χορτοφάγων. Και το πουπουλένιο βουναλάκι τον φοβάται, η Μπέτυ -από Ελισάβετ βγαίνει-, η μικρή στρουθοκάμηλος, που είναι διαφορετική από τις υπόλοιπες, έχει χρωματιστά φτερά στην ουρά της, αντί γκρίζα ή μαυρόασπρα. Τρελαίνεται για σπόρους ακακίας, λατρεύει τα φύλλα της, κι έχει συνηθίσει να «τρώει» καζούρα καιρό τώρα. Όταν διαφέρεις, παραβαίνεις τους νόμους της ζούγκλας, όπως και ο κροκόδειλος που είχε γεννηθεί χωρίς ουρά, ή οι δύο λευκές καμηλοπαρδάλεις. Η Μπέτυ ξεκινά να βρει το Βασίλειο της Ακακίας, που χρόνια ονειρεύεται να εξερευνήσει. Μπόλικους κινδύνους συναντά στο διάβα της. Μερικοί βέβαια είναι για γέλια. Σαν τον Ηρακλή, τον τρομερό πύθωνα, που κρύβει ότι είναι χορτοφάγος, ο έρμος, για να τον φοβούνται. Ή σαν την Τασούλα, τη χοροπηδηχτούλα γαζέλα, που αποδεικνύεται τετραπέρατη και βοηθός από καρδιάς. Λέγεται πως «τα ζώα της ζούγκλας δεν φημίζονται πολύ για την κοινωνικότητά τους. Οι καμηλοπαρδάλεις μιλάνε μόνο με καμηλοπαρδάλεις, τα πουλιά μόνο με πουλιά, οι ιπποπόταμοι στους ιπποπόταμους και ούτω καθεξής… Μόνο τα κακά ενώνουν τα ζώα της ζούγκλας». Μήπως όμως η μικρούλα Μπέτυ κατορθώσει το ακατόρθωτο; Ίδωμεν ή μάλλον διαβάζωμεν.
Ο συγγραφέας, Ανδρέας Μπούσιος, που σπούδασε γεωπόνος μα η δημοσιογραφία τον κέρδισε, γράφει μια περιπέτεια ζωής των από τα κάτω πλασμάτων. Αυτών που η ζωή, «η ζούγκλα μοιάζει με τριαντάφυλλο. Όσο την βλέπεις από μακριά. Είναι πανέμορφη, όμως όταν ζεις μέσα σε αυτήν σε πληγώνει πολύ, όπως τα αγκάθια που έχει αυτό το πανέμορφο λουλούδι». Δυσκολίες, παγίδες, εκφοβισμοί, συναισθηματικοί εκβιασμοί και κοροϊδίες στην ημερήσια διάταξη σ’ ένα ταξίδι προς την αυτοπραγμάτωση. Τα μόνα που λείπουν, οι μελοδραματισμοί και οι άσκοπες νουθεσίες. Σφιχτή πλοκή, σπιρτόζικοι διάλογοι, δομημένοι χαρακτήρες, που όλο και κάτι μας θυμίζουν, όλο και κάπου μας παραπέμπουν. Σαν το στεφάνι της ακακίας που ξεχάστηκαν τ’ αγκάθια και μάτωσαν το κεφάλι της Μπέτυς, της πρωταγωνίστριας. «Είναι κι αυτό μέσα στα βάσανα της εξουσίας», λέει και την αψηφά κι έχει μεγάλη καρδιά για να χωρά και τον πόνο των άλλων. Στην τελική, «μια βοήθεια θέλουμε όλοι». Και τότε η συλλογικότητα των αδύναμων της ζούγκλας νικά -«το συνειδητοποίησες; Νίκησες το λιοντάρι!»- την αδίστακτη και άκαρδη εξουσία που επενδύει στον φόβο. «Νίκα τον φόβο, κέρδισε τη ζωή σου» και «σίγουρα το λιοντάρι θα βάλει την ουρά στα σκέλια».
Την ατμοσφαιρική εικονογράφηση, με τα όλο συναίσθημα μάτια των ζώων, υπογράφει η Λυδία Χατζημάρκου.
Μαρία Λυκάρτση «Κανονικά», εικονογράφηση: Ντανιέλα Σταματιάδη, εκδόσεις Καστανιώτη, 2023
Κανονικά η ζωή είναι ωραία. Πουλάκια κελαηδούν γλυκόηχα στα δέντρα και ζουμπούλια φυτρώνουν στις αυλές. Σχολείο πάμε κι ας είναι βαρετό. Με τους φίλους μας μαλώνουμε κι ας τα βρίσκουμε μετά. Αυτά έχει η ζωή. Κανονικά. Αν είχαμε φασολάκια με φέτα, θα γκρινιάζαμε και θα ονειρευόμασταν το κέικ με γλάσο λεμονιού που θα φτιάχναμε. Θα χάναμε μερικά σουτάκια στο μπάσκετ και μπορεί ο παππούς να μας κέρδιζε στο σκάκι. Εννοείται στ’ αγγλικά πάλι μισοδιαβασμένοι θα πηγαίναμε. Κανονικά. Στα σπίτια μας θα είχαμε λουλουδάτα κουρτινάκια στα παράθυρα και γλάστρες στα περβάζια. Κανονικά. Και ο φίλος, που μας αφηγείται, 9 κεράκια θα ’σβηνε στα γενέθλιά του.
Η Μαρία Λυκάρτση, φιλόλογος, θεατρολόγος και φανατική αναγνώστρια βιβλίων, γράφει για την καθημερινή ζωή. Για όλα αυτά, που παιδιά και μεγάλοι ζουν απρόσκοπτα, ενίοτε δε αδιάφορα. Τα αυτονόητα δηλαδή. Σαν σκηνές θεατρικού έργου τα περιγράφει. Οι σημαντικές εκείνες λεπτομέρειες που συχνά περνούν απαρατήρητες μα η συγγραφέας πολύ τις εκτιμά. Ομορφιά της ζωής τις θεωρεί και δικαίως. Διότι πάμπολλοι άνθρωποι τις έχουν χάσει. Σε αγαστή σύμπνοια με την Ντανιέλα Σταματιάδη, την εικονογράφο, γράφει ένα βαθιά αντιπολεμικό βιβλίο, αποτυπώνοντας έντονα και εξηγώντας εύγλωττα χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς και ηθικολογίες. Ο πόλεμος άλλωστε ξεσπά εντελώς ξαφνικά οπουδήποτε. Το μαρτυρούν τα μαυρόασπρα καμένα σπίτια, σε αντιπαράθεση με το χαρούμενο αγορίστικο δωμάτιο με την κιθάρα τις αφίσες.