«Ὁ Καβ-τζέρ, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα, ὄρθιος στο βράχο ὅπου εἶχε σκαρφαλώσει, στεκόταν ἀκίνητος, σὰν ἄγαλμα. Ωστόσο έκσταση φώτιζε τὸ πρόσωπό του, τα ματόκλαδά του σὲ κίνηση, τὰ μάτια του ἔλαμπαν σὰν ἀπὸ ἱερὸ ἐνθουσιασμό, ἐνῶ χαιρόταν αὐτὴ τὴν ἔκταση τὴν ἐξαίσια γῆς καὶ θάλασσας, τὸ ἔσχατο κομματάκι της γήινης σφαίρας ποὺ δὲν ἀνῆκε σὲ κανέναν, ὁ τελευταῖος τόπος ποὺ δὲν εἶχε σκύψει κάτω ἀπὸ τὸ ζυγὸ τῶν νόμων.

Ἔμεινε ἔτσι ὥρα ἀρκετή, νὰ τὸν λούζει τὸ φῶς, νὰ τὸν μαστιγώνει ὁ ἀέρας, καὶ τέλος ἄνοιξε τα χέρια, τὰ τέντωσε, καὶ βαθὺς ἀναστεναγμός γέμισε τὸ στῆθος του, σὰν νὰ εἶχε θελήσει ν' ἀγκαλιάσει μεμιᾶς, να ρουφήξει μὲ μιὰν ἀνάσα ὅλη τὴν ἀπεραντοσύνη. Ἔπειτα, ἐνῶ τὸ βλέμμα του ἔμοιαζε ν' ἀψηφᾶ τὸν οὐρανό, καὶ ὑπερήφανα πλανιόταν στὴ γῆ, ξέφυγε μια φωνὴ ἀπὸ τὰ χείλη του, ποὺ φανέρωνε ἄγρια ἐπιθυμία γιὰ ἀπόλυτη ελευθερία καὶ χωρὶς ὅρια.

Αὐτή ἡ φωνή, ἦταν ἡ φωνὴ τῶν ἀναρχικών κάθε χώρας, ἦταν ὁ τύπος ὁ ὀνομαστός, τόσο χαρακτηριστικός, ποὺ τὸν μεταχειρίζονται καὶ σὰν συνώνυμο τοῦ ἀναρχισμού, φωνὴ ποὺ μὲ τέσσερις λέξεις, κλείνει ὅλη τὴ διδαχὴ αὐτῆς τῆς φοβερής αίρεσης.

“Ούτε Θεός, οὔτε ἀφέντης!” κήρυξε με φωνὴ ἐπίσημη, ἐνῶ εἶχε μισοσκύψει σὲ ἐξέχουσα γωνιά τοῦ γκρεμοῦ, πρὸς τὰ κύματα, καὶ μὲ ἄγρια χειρονομία ποὺ ἔμοιαζε νὰ σαρώνει τὸν ὁρίζοντα ποὺ δὲν εἶχε τέλος».[1]

 

Στα Χανιά είχαμε πάει διακοπές κάποια στιγμή στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν μεσουρανούσε το ΠΑΣΟΚ και ήταν μεγάλο θέμα στις εφημερίδες οι τρομακτικές καθυστερήσεις στα δρομολόγια της Ολυμπιακής. Από εκείνες τις παιδικές διακοπές από τις οποίες έχουν περάσει σχεδόν 40 χρόνια (κάτι που μου φαίνεται απίστευτο τώρα που το συνειδητοποιώ), μου έχουν μείνει λίγα πράγματα.

 

Τα σύννεφα και ο κήπος

 

Ένα που θυμάμαι, ήταν το αεροπλάνο στο οποία μπήκα για πρώτη φορά. Για την ακρίβεια, δεν θυμάμαι το ίδιο το αεροπλάνο, αλλά τα σύννεφα τα έβλεπα για πρώτη φορά από την πάνω μεριά τους και μου είχαν φανεί μαγικά – το ίδιο μαγικά μου φαίνονται κάθε φορά που τα βλέπω από το αεροπλάνο.

Η δεύτερη μνήμη από τις διακοπές στα Χανιά είναι ο κήπος με τις πανύψηλες μαραμένες τριανταφυλλιές στο σπίτι που μέναμε. Εκείνος ο κήπος θα είχε ενθουσιάσει τον Τιμ Ρόμπινς, αλλά εμάς μας προκαλούσε θλίψη γιατί ήταν πολύ κρίμα που είχαν σταματήσει να ποτίζουν τόσα ωραία λουλούδια.

 

Το βιβλίο

 

 

Αυτό όπως που κυρίως θυμάμαι είναι ένα βιβλίο. Σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, οι Ναυαγοί του Ιωνάθαν είναι η πιο ζωντανή ανάμνησή μου από το ταξίδι στα Χανιά. Τα βιβλία του Ιουλίου Βερν προφανώς με ενθουσίαζαν, όπως συνέβαινε τότε με όλα τα παιδιά που τους άρεσε το διάβασμα – δεν ξέρω αν συμβαίνει ακόμα. Οι Ναυαγοί όμως είχαν μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με τους άλλους Ιούλιους Βερν που είχα διαβάσει μέχρι τότε. Ήταν βιβλίο με σοβαρό ωραίο εξώφυλλο, όπως εκείνα που διάβαζαν οι μεγάλοι και όχι σαν τα παιδικά βιβλία με τα σαχλά, πολύχρωμα εξώφυλλα.

Και δεν ήταν μόνο το εξώφυλλο. Η ίδια η ιστορία για τον αναρχικό που οι συνθήκες τον ώθησαν να γίνει επικεφαλής μιας κοινότητας ναυαγών, ήταν πολύ διαφορετική από οτιδήποτε είχα διαβάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ήταν βέβαια κανονικός Ιούλιος Βερν, δηλαδή όταν τον ξεκίναγες δεν μπορούσες να τον σταματήσεις – ο αδερφός μου μού φώναζε να κλείσω το βιβλίο και να μη χάνω το μπάνιο. Από την άλλη, ήταν ένα διαφορετικός Ιούλιος Βερν, αφού δεν αφηγούταν μια ιστορία για μια υποθαλάσσια πολιτεία ή για ένα ταξίδι στη σελήνη, αλλά για την πορεία μιας κοινότητας προς τη συγκρότηση μιας συγκεντρωτικής εξουσίας. Ήταν δηλαδή ένας Ιούλιος Βερν για μεγάλους και για μένα ήταν το πρώτο βιβλίο για μεγάλους που διάβαζα. Τουλάχιστον έτσι μου φαινόταν.

 

Η Αναρχία

 

Το κεντρικό point του Βερν ότι μια κοινωνία χωρίς συγκεντρωτική δομή κινδυνεύει να διαλυθεί στο χάος, έμοιαζε απολύτως πειστικό. Ωστόσο, η συνταρακτική σκηνή στην αρχή του βιβλίου με τον αναρχικό να στέκεται στην εσχατιά του κόσμου και να κραυγάζει «ούτε Θεός ούτε αφέντης» μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση και μου ασκούσε μια ανεξήγητη σαγήνη. Αυτό το πρόταγμα της ολικής χειραφέτησης κλόνιζε τις συντεταγμένες του κόσμου έτσι όπως τον είχα γνωρίσει, ακόμα και το πλαίσιο της Αριστεράς που μου ήταν οικείο λόγω οικογενειακού περιβάλλοντος. Το γεγονός δε ότι η κραυγή της εξέγερσης αντηχούσε σε εκείνο «τὸ ἔσχατο κομματάκι της γήινης σφαίρας ποὺ δὲν ἀνῆκε σὲ κανέναν, ὁ τελευταῖος τόπος ποὺ δὲν εἶχε σκύψει κάτω ἀπὸ τὸ ζυγὸ τῶν νόμων» μετέτρεπε τη σκηνή σε ένα σύμβολο της απόλυτης ελευθερίας του ανθρώπου.

Ξαναδιαβάζοντας το κομμάτι τώρα, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, αισθάνθηκα ξανά την ανατριχίλα της πρώτης ανάγνωσης.

 

Ο γκρεμός

 

Υπάρχει μια ακόμα ανάμνηση από τις διακοπές στα Χανιά για την οποία δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι είναι αληθινή. Με θυμάμαι λοιπόν να στέκομαι σε ένα γκρεμό και να κοιτάζω τη θάλασσα στην οποία οι άλλοι έκαναν μπάνιο. Η προφανής ομοιότητα της «ανάμνησής» μου με την αρχική σκηνή των Ναυαγών, κάνει πολύ πιθανό να μην είχε υπάρξει ποτέ αυτός ο γκρεμός κι εγώ να μην είχα σταθεί ποτέ στην άκρη του. Ενδεχομένως, στη μνήμη μου να έχουν ανακατευτεί όσα έζησα με όσα διάβασα.

Από μια άλλη σκοπιά, αυτή η μπερδεμένη ανάμνηση μπορεί να είναι απολύτως αληθινή. Η ανάγνωση ορισμένες φορές γίνεται βιωματική εμπειρία που αποτυπώνεται ανεξίτηλα στη μνήμη. Ο Καβ-τζέρ δεν είναι μόνος του την ώρα που κραυγάζει «ούτε Θεός ούτε αφέντης» στην εσχατιά του κόσμου. Μαζί του είναι και ο αναγνώστης.

 

Σημείωση

1. Ιούλιος Βερν, «Οι ναυαγοί του Ιωνάθαν», μετάφραση Πηνελόπη Μαξίμου, εκδόσεις Αίολος.

 

Γιάννης Αλμπάνης Περισσότερα Άρθρα
Tags:
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet