Η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού που επέβαλε η κυβέρνηση Μακρόν – Μπορν, με τον αντιδημοκρατικό νόμο 49.3, έχοντας απέναντί τους την τεράστια λαϊκή πλειοψηφία και τα συνδικάτα, βρίσκεται και πάλι στο κέντρο των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων στη Γαλλία. Γιατί, όπως τονίζουν τα συνδικάτα, «στόχος αυτής της μεταρρύθμισης δεν είναι η διάσωση του συνταξιοδοτικού συστήματος αλλά η εξοικονόμηση χρημάτων για τις μεγάλες επιχειρήσεις σε βάρος των εργαζομένων». Το συντονιστικό των συνδικάτων και της νεολαίας αποφάσισαν να προχωρήσουν σε μια νέα μεγάλη κινητοποίηση στις 6 Ιουνίου, την 14η από την αρχή της φετινής χρονιάς, για να αποσυρθεί τελικά αυτός ο νόμος που προβλέπει την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη καθώς και την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών. Η συνέχιση των κινητοποιήσεων για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, με τις εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους και νέους στους δρόμους, έχει προκαλέσει την προσοχή των εργαζομένων και της νεολαίας σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνον. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ενότητα των συνδικάτων και την συμπαράσταση της κοινής γνώμης.
Η ακύρωση της μεταρρύθμισης στη βουλή
Η κινητοποίηση μεθαύριο Τρίτη πραγματοποιείται σε μια κρίσιμη στιγμή, δυο ημέρες πριν αρχίσει στη βουλή η συζήτηση επί της πρότασης για ακύρωση της μεταρρύθμισης που έχει υποβάλει μια ομάδα βουλευτών, φιλελευθέρων, ανεξαρτήτων και βουλευτών των υπερπόντιων νήσων, γνωστή και ως ομάδα LIOT. Η πρόταση αυτή προκάλεσε αμφισβητήσεις και αναταραχές στο εσωτερικό της κυβέρνησης Μακρόν – Μπόρν αλλά και στους ρεπουμπλικάνους της δεξιάς –που έχουν ταχθεί υπέρ της μεταρρύθμισης για λόγους αρχής, όπως έχουν δηλώσει. Αρκετοί ωστόσο βουλευτές της δεξιάς έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους στη μεταρρύθμιση. Δεν είναι συνεπώς καθόλου βέβαιο ότι μπορεί αυτή τη φορά να κερδίσει η κυβέρνηση τη μάχη στο κοινοβούλιο. Το ενδεχόμενο της ήττας έχει ενεργοποιήσει το στρατόπεδο του Μακρόν, το οποίο επιχειρεί με κάθε τρόπο να πετύχει την ακύρωσή του. Μετά την προσφυγή στο 49.3 (αποφυγή εισαγωγής του σχετικού νομοσχεδίου στη Βουλή), επικαλείται το άρθρο 40 του συντάγματος για μπλοκάρει τη συζήτηση και, το χειρότερο, να δυσφημήσει την αντιπολίτευση.
«Η τυχόν ψήφιση του σχεδίου νόμου της ομάδας LIOT, θα ήταν μια αντισυνταγματική πράξη», δήλωσε η πρωθυπουργός Ελιζαμπέθ Μπορν. «Η ακραία αυτή τοποθέτηση της πρωθυπουργού είναι ενδεικτική της αδυναμίας της κυβέρνησης να χαράξει μια πολιτική που θα την οδηγούσε σε κάποια διέξοδο», παρατηρούν αναλυτές. Τα συνδικάτα, από την πλευρά τους, εμμένουν σταθερά στη θέση τους για απόσυρση της μεταρρύθμισης. Αποδοκιμάζουν την τακτική της κυβέρνησης, με την οποία αυτή επιδιώκει να μπλοκάρει το συνδικαλιστικό κίνημα σε μια ατέρμονη και χωρίς περιεχόμενο συζήτηση, τάχα για ένα πρόγραμμα νέας αρχής για τη χώρα, στην ουσία δηλαδή για ένα πρόγραμμα διάσωσης του ίδιου του Μακρόν.
Η γ.γ. του CGT Σοφί Μπινέ εισηγήθηκε τρείς πρωτοβουλίες που θα πρέπει να πάρουν τα συνδικάτα και τόνισε την ανάγκη του συντονισμού της δράσης των συνδικάτων σε εθνικό, περιφερειακό και πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Η CGT καλεί τα ευρωπαϊκά συνδικάτα να πάρουν πρωτοβουλίες
Όμως, τα συνδικάτα έχουν τη δική τους ατζέντα και τις δικές τους προτεραιότητες. Πέρα από αυτή της αντιμετώπισης του συνταξιοδοτικού, αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της ακρίβειας και του πληθωρισμού. Στα ζητήματα αυτά αναφέρθηκε με σαφήνεια η γ.γ. της CGT, Σοφί Μπινέτ, στο 15ο Συνέδριο της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, που συνήλθε στο Βερολίνο, στα τέλη Απριλίου, τονίζοντας: «τα ευρωπαϊκά συνδικάτα θα πρέπει να πάρουν πρωτοβουλίες και να θέσουν στην ημερήσια διάταξη τον δικό τους προβληματισμό και προτάσεις, έτσι ώστε να διαμορφωθεί η πολιτική και κοινωνική ατζέντα, χωρίς να αρκούνται στις αποφάσεις της Κομισιόν». Στη συνέχεια μίλησε για τρείς πρωτοβουλίες που θα πρέπει να πάρουν τα συνδικάτα, ξεδιπλώνοντας αρχικά μια καμπάνια για το σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων – αναφερόμενη στους σιδηροδρόμους της Γαλλίας και της Γερμανίας. Δεύτερη πρωτοβουλία είναι η υπεράσπιση των δημόσιων υπηρεσιών, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι η κρίση του κορονοϊού μάς οδήγησε να απορρίψουμε το δόγμα της λιτότητας και να διαθέσουμε τεράστια ποσά για τις κοινωνικές ανάγκες και το περιβάλλον. Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στα προβλήματα που δημιουργούνται με τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες και την τηλεργασία που χρησιμοποιούνται ως ο δούρειος ίππος για την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και των συλλογικών εγγυήσεων. Η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων θα μπορούσε με τον μηχανισμό της (ΕUROCADRE) να παίξει αποφασιστικό ρόλο για τον σεβασμό των εργασιακών δικαιωμάτων. Τέλος, τόνισε την ανάγκη του συντονισμού της δράσης των συνδικάτων σε εθνικό, περιφερειακό και πανευρωπαϊκό επίπεδο, «έτσι ώστε ο αγώνας μας να είναι πιο αποφασιστικός και πιο αποτελεσματικός». Η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία επισήμανε ακόμα, τις νέες οδηγίες της Κομισιόν που σηματοδοτούν την επιστροφή στη λιτότητα, με συνέπεια την αύξηση της ανεργίας, τους χαμηλότερους μισθούς, την υποχρηματοδότηση των δημόσιων υπηρεσιών - με ιδιαίτερες συνέπειες στους τομείς της υγείας και της παιδείας. «Σήμερα οι πολίτες της Ευρώπης θα πρέπει να ασκήσουν πίεση στις κυβερνήσεις ώστε να αντισταθούν στη λιτότητα του 2.0 και να ενισχύσουν τις δαπάνες που θα έχουν προτεραιότητα τον άνθρωπο και το περιβάλλον». Τέλος, πρέπει να αναφερθεί πως, σύμφωνα με μελέτη των ευρωπαϊκών συνδικάτων, «οι εργοδότες θα πρέπει να δώσουν καλύτερους μισθούς και να διασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες εργασίας και αξιοπρεπούς διαβίωσης, για να τεθεί τέρμα στην έλλειψη εργατικών χεριών στην Ευρώπη». Αυτή η πολιτική κατεύθυνση για τη λύσης ενός τόσο κρίσιμου ζητήματος είναι πολύ συγκεκριμένη και σαφής.
Όμως το ερώτημα που ανακύπτει, είναι πόσες δεκαετίες πίσω θα πρέπει να γυρίσει κανείς για να βρει μιαν αντίστοιχη πολιτική συμπεριφορά όπως αυτή των Μητσοτάκη – Χατζηδάκη καθώς, σύμφωνα με την καταγγελία του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου Κρήτης και του Σωματείου Μαγείρων και Ζαχαροπλαστών του νομού, οι εργαζόμενοι σε αυτούς τους τομείς υποχρεώνονται να υπογράψουν συμβάσεις με τις οποίες οφείλουν να καταβάλουν αποζημίωση 10.000 ευρώ στους εργοδότες, στην περίπτωση που αποχωρήσουν οικειοθελώς από την εργασία τους.
Άραγε, μήπως το μέλλον βρίσκεται, τελικά, στο απώτερο παρελθόν της εργασιακής ζούγκλας;