Συζητάμε με τον καθηγητή πολιτικής και ιστορικής κοινωνιολογίας και συντονιστή του Κύκλου Πολιτικής Ανάλυσης του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, Κώστα Ελευθερίου, για την δεύτερη εκλογική μάχη που έχουν να δώσουν τα κόμματα, μετά το αποτέλεσμα της πρώτης κάλπης. Η συνέντευξη εστιάζει στον ΣΥΡΙΖΑ και αναζητά παρεμβάσεις στη στρατηγική του που θα μπορούσαν να του δώσουν νέα προοπτική. Ο Κ. Ελευθερίου επισημαίνει τέσσερα καίρια στοιχεία.
Ποια είναι τα μηνύματα της πρώτης κάλπης που πρέπει να ληφθούν υπόψη ενόψει της δεύτερης;
Διαμέσου της πρώτης κάλπης η πλειοψηφία των εκλογέων φαίνεται πως ενέκρινε την κυβερνητική πορεία της ΝΔ και τα βασικά προτάγματα που έθεσε στις προεκλογικές της παρεμβάσεις. Φάνηκε εντέλει ότι μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης σε αυτές τις εκλογές δεν επιθυμούσε έναν υπερπολιτικοποιημένο διάλογο και κυρίως την εκλογική επιλογή στη βάση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Είναι σαφές ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο πολλαπλών κρίσεων, οι οποίες διαμορφώνουν μια εδραιωμένη ανασφάλεια στην κοινωνία και σε πολύ μεγάλο βαθμό χαμηλώνουν τον πήχη των προσδοκιών στο επίπεδο της διαχειριστικής επάρκειας. Η ΝΔ κατόρθωσε να εμφανιστεί ως κόμμα της κανονικότητας, ως έκφραση της «κοινής λογικής» και των σίγουρων και σαφών λύσεων, ως εγγύηση της σταθερότητας. Και υπερψηφίστηκε για να συνεχίσει να είναι αυτό το κόμμα και την επόμενη τετραετία. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ καταβαραθρώθηκε εκλογικά λόγω της αποτίμησης της αντιπολιτευτικής του παρουσίας και του τρόπου με τον οποίο επέλεξε να παρουσιάσει τις προγραμματικές του θέσεις. Σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάστηκε ως κόμμα της κρίσης και ως ένα κόμμα το οποίο δεν μπορούσε να προβάλει μια συγκροτημένη εναλλακτική που θα ενσωμάτωνε την όποια δυσαρέσκεια προς τις κυβερνητικές πολιτικές. Είναι ενδεικτικό ότι σε πειραματική έρευνα του iMEdD Lab για τον προεκλογικό λόγο των πολιτικών αρχηγών φάνηκε ότι στους λόγους του ο Κ. Μητσοτάκης σε ποσοστό 85% παρουσίασε την ατζέντα του κόμματός του και σε ποσοστό μόλις 15% ασχολήθηκε με την κριτική προς τους πολιτικούς του αντιπάλους. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον Αλ. Τσίπρα ανέρχονταν στο 50%. Η καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ αναλώθηκε στο πρόσωπο του Κ. Μητσοτάκη και στο πόσο απεχθής είναι στην κοινωνία –κάτι που, όπως φάνηκε, δεν ίσχυε πέραν της στενής συσπείρωσης της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ– χωρίς να εστιάσει στο πώς θα εμπεδώσει στον πολιτικό διάλογο τη δική του εναλλακτική. Η επιτυχία της ΝΔ είναι αντανάκλαση της αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ και αντίστροφα. Δεν θα μπορούσε να συμβεί το ένα, χωρίς να συμβεί και το άλλο.
Η αχίλλειος πτέρνα του ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε πρωτίστως πως ήταν το έλλειμμα αξιοπιστίας του, το οποίο και δεν ανάτρεψε, ή τα αντιΣΥΡΙΖΑ συναισθήματα;
Το ένα τροφοδότησε το άλλο. Το έλλειμμα εμπιστοσύνης ήταν εμφανές από τα ποιοτικά ευρήματα των ερευνών κοινής γνώμης καθ’ όλη την περίοδο της αντιπολίτευσης, το οποίο τροφοδοτήθηκε και από την αντιΣΥΡΙΖΑ προκατάληψη και προφανώς ανάγεται στο καλοκαίρι του 2015. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρήγαγε ένα αφήγημα για όσα συνέβησαν στην ελληνική κοινωνία την τελευταία τετραετία το οποίο δεν ήταν αυτονόητο ότι είχε την αποδοχή που το κόμμα προσδοκούσε ή θεωρούσε ότι έχει. Υπήρχε μια αυτοαναφορικότητα στις παρεμβάσεις του, η οποία οδήγησε βαθμιαία στην αποξένωσή του από κρίσιμα ακροατήρια.
Θεωρείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αγνόησε τα σημάδια της εκλογικής ήττας του 2019;
Το 23,75% των ευρωεκλογών του 2019, το οποίο εκ των υστέρων μπορούμε να κατανοήσουμε ως προμήνυμα του αποτελέσματος του 2023, έπρεπε να είχε συνταράξει τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό δεν συνέβη, καθώς το 31,5% των βουλευτικών εκλογών του 2019 προκάλεσε έναν ασυγχώρητο εφησυχασμό. Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια ετίθεντο τα λάθος ερωτήματα και σε αυτά δίνονταν οι λάθος απαντήσεις ή τουλάχιστον όχι με την ενδεδειγμένη ιεράρχηση τόσο πολιτικά όσο και οργανωτικά και προγραμματικά. Το πώς λειτούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση την περίοδο 2019-2023 είχε επίδραση στο πώς τον προσέλαβε η κοινή γνώμη ως δυνητικό κυβερνητικό δρώντα στην προεκλογική περίοδο.
Είπες ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε κατανοήσει την κοινωνία που ζούμε. Η συντηρητικοποίηση, η στροφή στον ατομισμό, η ανάγκη για επιβίωση εξηγούν την εκλογική συμπεριφορά;
Η συντηρητικοποίηση της κοινωνίας, αν υπάρχει ή αν είναι εν εξελίξει, είναι προφανώς ακόμα ένα σημαντικό ερώτημα. Δεν βλέπω προς το παρόν μια ανεπίστρεπτη τάση συντηρητικοποίησης. Είναι σαφές ότι υπάρχει ξεκάθαρη μετατόπιση του πολιτικού ανταγωνισμού προς τα δεξιά, με την ΝΔ να αναδεικνύεται στο μόνο mainstream στο κομματικό σύστημα. Δεν θεωρώ, ωστόσο, ότι σε αυτές τις εκλογές ηττήθηκε η αντίληψη της Αριστεράς περί αλληλεγγύης, συλλογικότητας ή κοινωνικής δικαιοσύνης. Και αυτό διότι το μήνυμα που εξέπεμψε ο ΣΥΡΙΖΑ και απορρίφθηκε από το εκλογικό σώμα ήταν συγκεχυμένο. Και εκφράστηκε με έναν αβαρή πολυσυλλεκτισμό, έναν πληθωρισμό απευθύνσεων προς όλες σχεδόν τις κοινωνικές ομάδες, χωρίς κάποια συγκεκριμένη κοινωνική αναφορά και χωρίς να ευθυγραμμίζεται το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ με τα προβλήματα των κοινωνικών ομάδων στις οποίες προσπαθούσε να απευθυνθεί. Γι’ αυτό έχασε ψηφοφόρους προς όλες τις κατευθύνσεις. Όλα τα κόμματα τροφοδοτήθηκαν από την απώλεια της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό δείχνει ότι ήταν παντού και πουθενά, χωρίς κοινωνικά θεμέλια. Η ΝΔ είχε τέτοια θεμέλια; Είχε το κράτος. Το κράτος της πανδημίας με την αναστολή αρχικά κάθε δημοσιονομικού περιορισμού, το Ταμείο Ανάκαμψης στη συνέχεια και τα ιστορικά δίκτυα της συντηρητικής παράταξης και όχι μόνο. Και φυσικά την υπεροπλία στον χώρο των μίντια.
Η Ακροδεξιά βγήκε ενισχυμένη στην πρώτη κάλπη, παρότι αποκλείστηκαν κόμματα με νομοθετικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης ΝΔ. Βλέπει κάποιον κίνδυνο εκ δεξιών της;
Προφανώς και θα προσπαθήσει να τον περιορίσει. Ήδη έχει ξεκινήσει πίεση προς το κόμμα ΝΙΚΗ, όπως και ανακατατάξεις σε άλλα ακροδεξιά μορφώματα. Δεν νομίζω όμως ότι το ποσοστό της θα μειωθεί ιδιαίτερα προς τα δεξιά, το κρίσιμο για εκείνη θα είναι η αποτροπή της εισόδου και άλλων κομμάτων στη Βουλή, για να εξασφαλίσει όρους πιο ευνοϊκής αυτοδυναμίας. Πιθανότατα να δει μια κίνηση ψηφοφόρων της προς το Κέντρο, παλαιών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που τη στήριξαν στις 21 Μαΐου και οι οποίοι, στη βάση του υπό διαμόρφωση ανταγωνισμού μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, είναι πιθανό στις 25 Ιουνίου να ενισχύσουν τη δυναμική του ΠΑΣΟΚ. Η ΝΔ κατόρθωσε να διατηρήσει συσπειρωμένη τη βάση της στις εκλογές του 2019 και αυτό απέδωσε στην κάλπη της 21ης Μαΐου, όταν κέρδισε 200.000 επιπλέον ψήφους σε σχέση με το 2019.
Το ΠΑΣΟΚ πανηγυρίζει την επανεμφάνισή του και επιδιώκει να αποτελέσει ξανά τον δεύτερο πόλο. Μπορεί να διεκδικήσει μια καλύτερη θέση, η οποία μπορεί να υπονοήσει ότι επανακάμπτει ο παλιός δικομματισμός;
Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει 11,5 μονάδες, το να κερδίζει το ΠΑΣΟΚ 3,5 μονάδες δεν είναι ένα επίτευγμα που να προοικονομεί μεταβολή συσχετισμών, τουλάχιστον στις εκλογές του Ιουνίου. Σίγουρα το ότι πέτυχε διψήφιο ποσοστό είναι μια αύξηση που δίνει την αίσθηση μιας ανοδικής δυναμικής. Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι πια ένα κόμμα των ψηφοφόρων από 55 ετών και πάνω – όπως εμφανιζόταν την τελευταία δεκαετία, έχει μια σχετικά ομοιόμορφη κατανομή σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες. Η διεύρυνση της επιρροής του οφείλεται στο ότι, υπό την ηγεσία Ανδρουλάκη, ανασυγκρότησε τοπικούς μηχανισμούς στην περιφέρεια της χώρας και εκεί πλησίασε και σε έξι περιπτώσεις υπερφαλάγγισε τον ΣΥΡΙΖΑ. Εξακολουθεί να είναι αδύναμο στα μεγάλα αστικά κέντρα και ειδικά στις τέσσερις εκλογικές περιφέρειες του Λεκανοπεδίου. Εκ των πραγμάτων, διαμορφώνεται ένα σενάριο, ακόμα και αν είναι το λιγότερο πιθανό ακόμα, βάσει του οποίου το ΠΑΣΟΚ απειλεί την πρωτοκαθεδρία του ΣΥΡΙΖΑ στον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο.
Το ΜέΡΑ25 βρέθηκε εκτός Βουλής. Ποια καμπανάκια πρέπει να ακούσει πριν από τη δεύτερη κάλπη; Μπορεί να βγει στην επιφάνεια;
Με το ποσοστό και του ΜέΡΑ25 διαπιστώνουμε την αποδυνάμωση και συρρίκνωση εν γένει της συριζαϊκής Αριστεράς, του πολιτικού κεκτημένου δηλαδή από τις εκλογές του 2012 και μετά. Και αυτή ενδεχομένως είναι η ιδιαίτερη σημασία των εκλογών στις 25 του Ιούνη: εάν θα διατηρηθεί αυτό το κεκτημένο σε όλες του τις εκφράσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει περιθώρια να αλλάξει το κακό αυτό εκλογικό αποτέλεσμα;
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κάνει πολλά πράγματα, και όλα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Δίνει πλέον έναν αγώνα επιβεβαίωσης της θέσης του του ως εναλλακτικού κυβερνητικού πόλου. Δεν είναι εύκολο να ανακάμψει ένας κομματικός οργανισμός όταν υφίσταται μια τέτοιου είδους ήττα. Δεν έχει όμως άλλα περιθώρια. Είναι κρίσιμο να υπάρξουν παρεμβάσεις σε πλευρές της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να έχει κάποιες δυνατότητες άμεσης ανάκαμψης, η οποία όμως να εντάσσεται και σε ένα πλαίσιο προοπτικής για μετά τις 25 Ιουνίου και ανεξάρτητα από την αριθμητική του αποτελέσματος. Ένα στοιχείο είναι να φανεί προς την κοινή γνώμη μια διάθεση αυτοκριτικής από την ηγεσία και τα στελέχη του κόμματος. Να δείξουν ότι αντιλαμβάνονται τις αιτίες της πλατιάς μετακίνησης των ψηφοφόρων του προς άλλα κόμματα. Να είναι διατεθειμένοι να συζητήσουν ανοικτά και να δώσουν ειλικρινείς απαντήσεις. Η αυτοκριτική είναι όρος για να αποκατασταθεί το έλλειμμα εμπιστοσύνης. Το 2019 συντάχθηκε και εγκρίθηκε από το κόμμα ένας απολογισμός, ο οποίος ούτε αξιοποιήθηκε, ούτε τροφοδότησε άλλους ειδικότερους απολογισμούς. Το δεύτερο στοιχείο είναι να καταστεί σαφές το κοινωνικό υποκείμενο, σε ποια κοινωνική συμμαχία απευθύνεται. Να είναι γειωμένο κοινωνικά το όποιο πρόγραμμα προτείνει. Το τρίτο στοιχείο είναι κάθε κριτική στα κόμματα της όμορης αντιπολίτευσης να συνοδεύεται και από τον προσδιορισμό του κινδύνου που αποτελεί μια δεξιά κυβέρνηση με μια ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το τέταρτο στοιχείο είναι το πώς θα ενεργοποιηθούν οι κομματικές δυνάμεις για να ανακτηθεί ένα μέρος της απολεσθείσας επιρροής. Και αυτό αφορά τη λειτουργία του κόμματος στη βάση, σε τοπικό και νομαρχιακό επίπεδο.
Τα προηγούμενα χρόνια αλλά και προεκλογικά, παρά την απλή αναλογική και παρά το στόχο μιας κυβέρνησης συνεργασίας, δεν κάθισαν να συζητήσουν οι δυνάμεις της Αριστεράς και του Κέντρου. Ενόψει μιας δεύτερης τετραετίας ΝΔ επιβάλλεται η επανασύσταση ενός χώρου διαλόγου και κοινής δράσης της Αριστεράς; Υπάρχουν οι προϋποθέσεις;
Εφόσον στις νέες εκλογές παγιωθεί ο τρέχων συσχετισμός με μια ισχυρή ΝΔ απέναντι σε μια κατακερματισμένη αντιπολίτευση, θα προκύψει βαθμιαία η ανάγκη να ανασυνταχθεί ένας ισχυρός εναλλακτικός πόλος απέναντι στην νέα κυβέρνηση. Το ποιος θα είναι πρώτος μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ θα είναι κρίσιμο για να συγκροτηθούν οι όποιοι όροι διαλόγου. Το ζήτημα επομένως είναι πώς θα διαμορφωθούν οι συσχετισμοί, διότι επίκεινται αυτοδιοικητικές εκλογές στις αρχές του νέου εκλογικού κύκλου, στις οποίες ΝΔ και ΠΑΣΟΚ εξακολουθούν να παρεμβαίνουν με ισχυρούς μηχανισμούς. Είναι βέβαιο ότι τα επόμενα χρόνια θα υπάρξουν γεγονότα που θα ενεργοποιήσουν τμήματα της κοινωνίας. Το θέμα είναι πώς αυτό θα μορφοποιηθεί σε πολιτική υποστήριξη. Αυτή η διαδικασία προϋποθέτει τη συγκρότηση ενός πολιτικού υποκειμένου που να μοιάζει ικανό να αντιτάξει μια σοβαρή αντιπολιτευτική αρχικά και κυβερνητική στη συνέχεια εναλλακτική.