Οι εκλογές του Μαΐου του 2012 φάνηκε να σηματοδοτούν την αποδιοργάνωση της Νέας Δημοκρατίας η οποία αποτυπώθηκε στην εκλογική της απίσχναση (το 18,85 % αποτελεί ιστορικό χαμηλό για την παράταξη), στον οργανωτικό της κατακερματισμό, και τελικά στη διάρρηξη της κοινωνικής συμμαχίας που εκπροσώπησε στην πολιτική σκηνή της Μεταπολίτευσης. Το σύνδρομο της «πασοκοποίησης» έμοιαζε να προσβάλει και τον δεύτερο ισχυρό εταίρο του «δικομματισμού». Έκτοτε μεσολάβησαν πέντε εκλογικές αναμετρήσεις οι οποιες επιβεβαίωσαν την πολιτική της ανθεκτικότητα και την εκλογική της δυναμική. Το απρόσμενο για πολλούς 40,79% που άθροισε στην κάλπη του Μαΐου την καθιστά αναμφίβολα το μόνο σταθερό και ισχυρό πόλο ενός ρευστού και ασταθούς ακόμη κομματικού συστήματος. Αν επιβεβαιωθούν μάλιστα οι συσχετισμοί στις εκλογές του Ιουνίου, βοηθούντος και του εκλογικού συστήματος, είναι πολύ πιθανό η ΝΔ να εδραιωθεί ως κυρίαρχο κόμμα. Η διαφαινόμενη ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία της, οι δυνητικές συμμαχίες που μπορεί να σχηματίσει και οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί στην αντιπολίτευση προοιωνίζονται μια αδιατάρακτη πολιτική κυριαρχία.

Στον αντίποδα, η πολιτική δύναμη που αναδύθηκε από τα ερείπια της κρίσης με ηγεμονικές αξιώσεις φαίνεται να πορεύεται σταθερά και αμέριμνα προς τη ζώνη του λυκόφωτος. Τι μεσολάβησε αυτήν την κρίσιμη δεκαετία και ο ριζοσπαστισμός που σάρωσε την μεταπολιτευτική πολιτική σκηνή, θέτοντας εν αμφιβόλω ακόμα και την επιβίωση του πολιτικού φορέα της Δεξιάς, εξέβαλε τελικά στην εμφατική συντηρητική παλινόρθωση;

Στο βαθμό που τα εμπειρικά ευρήματα παραμένουν αποσπασματικά, αντιφατικά, αμφίσημα και δυσερμήνευτα οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες και ασφαλείς. Θα περιοριστώ λοιπόν να διατυπώσω ορισμένες ερμηνευτικές υποθέσεις που υπερβαίνουν το στενό ορίζοντα της πολιτικής συγκυρίας.

 

4+1 υποθέσεις για την εκλογική άνοδο της δεξιάς

 

Υπόθεση πρώτη: Η εμφατική νίκη της συνολικής Δεξιάς εγγράφεται στο πλαίσιο της συντηρητικής μετατόπισης που συντελείται στην χώρα μας και διεθνώς με χαρακτηριστικότερα και πρόσφατα παραδείγματα τις εντυπωσιακές εκλογικές επιτυχίες της δεξιάς και της ακροδεξιάς στην Ιταλία και στην Ισπανία. Μετα τη σύντομη περίοδο της ρευστοποίησης των πολιτικών ταυτοτήτων και πρακτικών μοιάζει να παγιώνεται ένας πρισματικός συντηρητισμός που συγχωνεύει χωρίς σοβαρές αντιφάσεις τον αξιακό κομφορμισμό με τον ταυτοτικό φιλελευθερισμό, τον εθνοτικό και θρησκευτικό κοινοτισμό με τον ναρκισσιστικό ατομικισμό, τον οικονομικό φιλελευθερισμό με τον προνοιακό σωβινισμό.

Σε αυτό το έδαφος εδραιώθηκε με ηγεμονικές αξιώσεις ο εργαλειακός λόγος που φαίνεται να πηδαλιουχεί σταθερά εξατομικευμένες στρατηγικές και ωφελιμοθηρικές πολιτικές συμπεριφορές. Στη συνάφεια αυτή μπορούμε να ερμηνεύσουμε για ποιο λόγο πρακτικές της κυβέρνησης που έπληξαν τον πυρήνα του αξιακού συστήματος της φιλελεύθερης δημοκρατίας (Τέμπη, τηλεφωνικές υποκλοπές), προκαλώντας μάλιστα έκδηλη αμηχανία στο εσωτερικό του κόμματος και στους οργανικούς διανοούμενους του συστήματος, άφησαν εκ του αποτελέσματος σχεδόν αδιάφορο το εκλογικό ακροατήριο.

Υπόθεση δεύτερη: Η Νέα Δημοκρατία αξιοποίησε υποδειγματικά μια ευνοϊκή οικονομική και δημοσιονομική συγκυρία: πιστώθηκε τα οφέλη της οικονομικής μεγέθυνσης, η οποία πάντα ακολουθεί τις φάσεις βαθιάς ύφεσης και εκμεταλλεύτηκε τη δημοσιονομική χαλάρωση που αποφάσισε η ΕΕ για την αντιμετώπιση της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης προβαίνοντας σε στοχευμένες παροχές.

Η μείωση του ΕΝΦΙΑ, η αύξηση των εισοδημάτων από την ακίνητη περιουσία (αύξηση ενοικίων, Airbnb), τα προγράμματα απόκτησης κατοικίας από νέους, τα μέτρα στήριξης και ελάφρυνσης των ελεύθερων επαγγελματιών (φορολογία, εισφορές), τα ποικιλώνυμα Pass και οι επιδοτήσεις στο ρεύμα, ανακουφίσαν τα στρώματα εκείνα που επλήγησαν κατεξοχήν από την κρίση ενώ δημιουργήσαν μια γενικευμένη ψευδαίσθηση κυβερνητικής αποτελεσματικότητας.

Αξίζει ωστόσο να επισημανθεί ότι οι επιλογές αυτές δεν εξυπηρετούν αποκλειστικά τους εκλογικούς σχεδιασμούς του κόμματος, αποτελούν πρωτίστως προνομιακά εργαλεία μιας επεξεργασμένης στρατηγικής για την ιδεολογική ηγεμονία. Δεδομένου ότι η μικροϊδιοκτησία, η αυτοαπασχόληση και η ιδιόκτητη στέγη αποτελούν αρχετυπικά σύμβολα της συντηρητικής ταυτότητας διασφαλίζουν τους υλικούς και συμβολικούς πόρους αναπαραγωγής των μικροαστικών μερίδων, οι οποίες αποτελούν τον συνεκτικό ιστό της συντηρητικής παράταξης. Είναι ειρωνικό ότι η Δεξιά είναι η μόνη πολιτική δύναμη που έχει αφομοιώσει τη γκραμσιανή θεωρία αφού φαίνεται να έχει κατανόηση ότι η ηγεμονία σφυρηλατείται στην υλικότητα των κοινωνικών σχέσεων.

Υπόθεση τρίτη: Η ηγετική ομάδα της ΝΔ κατόρθωσε μεθοδικά να συγκεντροποιήσει και να μονοπωλήσει το σύνολο σχεδόν των πολιτικών πόρων στο πλαίσιο ενός σχεδίου οργανικής της σύμφυση με τις υβριδοποιημένες δομές δημόσιας και ιδιωτικής εξουσίας (δανείζομαι τον όρο και την εννοιολόγησή του από τις διεισδυτικές αναλύσεις του Κ. Γιαννακόπουλου). Με όχημα το επιτελικό κράτος απέκτησε τον έλεγχο των κρατικών θεσμών οι οποίοι εργαλειοποιούνται απροσχημάτιστα προκειμένου να εξυπηρετήσουν τους πολιτικούς της σχεδιασμούς. Αναφέρω ενδεικτικά τις ωμές πολιτικές παρεμβάσεις του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την εμπλοκή των στεγανών του κράτους στις παρακολουθήσεις, την γκροτέσκ εμφάνιση της Προέδρου της Δημοκρατίας στον τόπο της τραγωδίας των Τεμπών και την εξουδετέρωση και απαξίωση των «ενοχλητικών» Ανεξάρτητων Αρχών. Παράλληλα, συντονίζει τη δράση της με τους ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες, τις οργανωμένες δυνάμεις των ηγεμονικών αστικών συμφερόντων (ΣΕΒ, ΣΕΤΕ), τις παρασιτικές οργανώσεις της ευπρεπούς κοινωνίας πολιτών, τις δεξαμενές σκέψης και οργανικούς διανοούμενους του συστήματος, αλλά και την Εκκλησία, που εξακολουθεί να πολιτεύεται απροκάλυπτα ως «Δεξιά του Κυρίου».

Υπόθεση τέταρτη: Όσο και αν μοιάζει παράδοξο σε συνθήκες αποσύνθεσης των οργανωμένων κομματικών δομών η ΝΔ προχώρησε αθόρυβα σε μια πετυχημένη εκ του αποτελέσματος οργανωτική ανασυγκρότηση. Η αναδομημένη κομματική οργάνωση αξιοποίησε υποδειγματικά λειτουργίες και πρακτικές που συνδυάζουν χαρακτηριστικά του νεοπρουχοντικού κόμματος και του κυβερνοκόμματος. Στη συνάφεια αυτή απέφυγε επιμελώς τις εκφυλισμένες πλέον μαζικές κινητοποιήσεις προσανατολίζοντας τις οργανωμένες κομματικές δυνάμεις και δράσεις σε ειδικά ακροατήρια με έμφαση στην διαπροσωπική επικοινωνία: Χαλαρές συναντήσεις του αρχηγού με νέους, γυναίκες, αγρότες κτλ., δραστηριοποίηση των κομματικών στελεχών σε κοινωνικούς και επαγγελματικούς χώρους και κυρίως πυκνή παρουσία σε όλες τις περιοχές του κυβερνοχώρου. Με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε να αποκτήσει προσβάσεις και ορατότητα σε κρίσιμα κοινωνικά στρώματα.

Υπόθεση πέμπτη: Οι περισσότερες αναλύσεις για το εκλογικό αποτέλεσμα συγκλίνουν με διαφορετικές εμφάσεις και επιχειρήματα στη διαπίστωση ότι ο θρίαμβος της Νέας Δημοκρατίας είναι η άλλη όψη της αποτυχημένης στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ. Ειδικότερα του καταλογίζονται ευθύνες για τον τρόπο που πολιτεύτηκε ως αξιωματική αντιπολίτευση αλλά και για την άστοχη και άνευρη προεκλογική του καμπάνια. Ωστόσο, σύμφωνα με την δική μου ανάγνωση η ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ για την συντηρητική παλινόρθωση είναι συνολικότερη και έχει να κάνει με τον τρόπο που διαχειρίστηκε μια ιστορική για την Αριστερά ευκαιρία πριν ακόμα αναλάβει κυβερνητικά καθήκοντα. Αντιμέτωπος με την πρόκληση να συγκροτήσει από τα κοινωνικά ερείπια μια πλειοψηφική συμμαχία, να οργανώσει πολιτικά την κινηματική δράση, να διαμορφώσει ουσιαστικούς δίαυλους μεταξύ του κοινωνικού και πολιτικού πεδίου, αναδιπλώθηκε στις καταστροφικές έξεις της πάλαι ποτέ ανανεωτικής Αριστεράς. Αντιμετώπισε εργαλειακά την κοινωνική δυναμική και αυτοπαγιδεύτηκε στην ασφάλεια του κυβερνητισμού και του θεσμικού φετιχισμού. Ακόμα και όταν εισέπραξε εκλογικά τις συνέπιες των επιλογών του επέμεινε εμμονικά σε συνταγές βέβαιης αποτυχίας.

 

Στο εγγύς μέλλον

 

Είναι αυτονόητο ότι οι συσχετισμοί που διαμορφώνονται στο κομματικό σύστημα επιτρέπουν στη ΝΔ να ατενίζει με αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία τη νέα κυβερνητική της θητεία. Παραμένει ωστόσο ανοιχτό το ερώτημα αν μπορούν να της διασφαλίσουν μια αδιατάρακτη πολιτική κυριαρχία. Αυτό ασφαλώς θα εξαρτηθεί από το αν εξακολουθεί να διαθέτει και στο εγγύς μέλλον τα υλικά και συμβολικά αποθέματα που θα της επιτρέψουν να διατηρήσει τη συνοχή και τη δυναμική της εύθραυστης και ρευστής κοινωνικής συμμαχίας που αποκατάστησε.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι, παρα τις εσωτερικές παραινέσεις για μετριοπάθεια, δεν θα αποφύγει τον πειρασμό να αξιοποιήσει την μοναδική ευκαιρία που της προσφέρθηκε για να συνταγματοποιήσει τον κανονικοποιημένο ούτως ή άλλως νεοφιλελεύθερο αυταρχισμό, σηματοδοτώντας και το συμβολικό τέλος της Μεταπολίτευσης.

 

Ευθύμης Παπαβλασόπουλος Ο Ευθύμης Παπαβλασόπουλος διδάσκει Πολιτικές Οργανώσεις και Κομματικό Σύστημα στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του πανεπιστήμιου Κρήτης Περισσότερα Άρθρα
Πρόσφατα άρθρα ( Πολιτική )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet