Και ενώ οι μέρες περνούν από τη μια εκλογική αναμέτρηση προς την επόμενη, τα ερωτήματα σε σχέση με όσα έγιναν αναζητούν απαντήσεις σε όσα γίνονται τώρα και σε όσα θα ακολουθήσουν. Ακόμα και αν δεν το αντιλαμβανόμαστε βρισκόμαστε μπροστά σε μια συλλογική κρίση της Αριστεράς σε μια σειρά από τομείς. Σε σχέση με την κυβερνησιμότητα, τους όρους λειτουργίας των κομμάτων, της κοινωνικής τους υπόστασης και τελικά της ίδιας τους της ταυτότητας. Φυσικά αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Μπορούμε να πούμε πως η Αριστερά (στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα), ακριβώς γιατί οφείλει να είναι ροή και όχι συντήρηση, έχει μια προνομιακή σχέση με τις υπαρξιακές κρίσεις. Σε όλη της την ιστορία, αλλά ακόμη περισσότερο από την πτώση του τείχους και μετά. Το ερώτημα του πώς μπορεί να προσδιοριστεί η Αριστερά του 21ου αιώνα είναι ένα ερώτημα διαρκές, χωρίς βέβαιες απαντήσεις, πόσω μάλλον ασφαλείς εφαρμογές.
Οι εύκολες απαντήσεις μοιάζουν δύο. Από τη μία, να μείνει δογματικά καθηλωμένη, αγνοώντας ό,τι συμβαίνει γύρω της, όπως πράττει με ευλάβεια το ΚΚΕ. Και από την άλλη, να σταματήσει να είναι Αριστερά, επικαλούμενη αποκλειστικά συνθήματα και ιστορία πέρα από συγκεκριμένες εφαρμογές. Λίγο πολύ, δηλαδή, να βρεθεί στη φάση που βρίσκεται ο σημερινός προεκλογικός ΣΥΡΙΖΑ. Για πολλούς από εμάς και οι δύο αυτές απαντήσεις απορρίπτονται, όχι λόγω ιδεολογικής καθαρότητας, αλλά ακριβώς επειδή δεν μπορούν να απαντήσουν στις σύγχρονες ανάγκες και αγωνίες του κόσμου, να συναντηθούν με τον ίδιο τον λόγο ύπαρξης της Αριστεράς. Η πρώτη περίπτωση –αυτή της δογματικής ταρίχευσης– δεν νομίζω πως έχει νόημα να αναλυθεί εδώ. Όσο για τη δεύτερη, έχω την αίσθηση πως είναι αρκετά αργά, αλλά πως οι συνθήκες δεν είναι οριστικές (μπορεί βέβαια και να είναι). Η ιστορία της παγκόσμιας Αριστεράς έχει πολλά παραδείγματα από τα οποία κάποιος μπορεί να διδαχθεί, να βγάλει συμπεράσματα και να αποφύγει την επανάληψη των λαθών τους. Ή φυσικά να τα επαναλάβει, δημιουργώντας έτσι ένα ακόμα παράδειγμα προς αποφυγή στο μέλλον.
Ο ΣΥΡΙΖΑ των τελευταίων ετών μου θυμίζει την ιστορία των άγγλων Εργατικών (το παράδειγμα το έχουμε χρησιμοποιήσει ξανά). Και πιο συγκεκριμένα τη μετάβασή τους από ένα πολυσυλλεκτικό αριστερό κόμμα με κοινωνική γείωση στους Νέους Εργατικούς. «Παρατάς τις αρχές σου και ο κόσμος δεν σε ψηφίζει. Οπότε εσύ αντιδράς πετώντας όλο και περισσότερα για να εκλεγείς, μέχρι που τελικά δεν θυμίζεις σε τίποτα το κόμμα το οποίο ήσουν.» Αυτή είναι λίγο πολύ η ιστορία των Νέων Εργατικών, όπως την περιέγραψε ο Τόνυ Μπεν μετά την εκλογή του Μπλαιρ. Γιατί οι Νέοι Εργατικοί δεν ήταν εξέλιξη, αλλά μετάλλαξη ενός κόμματος. Ήδη από την αρχή τους όταν πέταξαν την ρήτρα 4 από το ιστορικό τους καταστατικό, το κείμενο αυτό δηλαδή που έκανε λόγω για τον κόσμο της εργασίας και τα μέσα παραγωγής και συνέδεε το κόμμα με τον σοσιαλισμό. Με αποτέλεσμα όταν η ιστορική τους αντίπαλος στα χρόνια των μεταλλάξεων, η Μάργκαρετ Θάτσερ, ρωτήθηκε για ποιο έργο της είναι περισσότερο περήφανη, να απαντήσει: «Για τους νέους εργατικούς».
Η Αριστερά δεν χάνει τις εκλογές επειδή είναι πολύ αριστερά και φοβίζει τον κόσμο. Η Αριστερά χάνει τις εκλογές επειδή δεν ξέρει πώς να είναι Αριστερά με σύγχρονους όρους. Πώς να επικοινωνήσει το νόημά της, πώς να εξειδικεύσει και –κυρίως– πώς να εμπλέξει και στη συνέχεια να ριζοσπαστικοποιήσει τα μη αριστερά της ακροατήρια.
Η απάντηση «λιγότερη Αριστερά» δεν είναι απάντηση αριστερού κόμματος. Είναι απάντηση μιας μετάλλαξης και στη δεδομένη, μάλιστα, συγκυρία προδιαγράφει μια ακόμη ήττα και στη συνέχεια μια ακόμη κρίση.