Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά νομίζω πως η γνωστή υπόθεση διαφθοράς μελών του Ευρωκοινοβουλίου υπέρ της προώθησης των συμφερόντων του Κατάρ, και άλλων χωρών, ξεχνιέται σιγά-σιγά. Ο θυμός που κατέλαβε αρχικά τους ευρωπαίους πολίτες, έχει αρχίσει να δίνει δειλά τη θέση του στη συμπάθεια για την ταλαιπωρία που υπέστησαν οι πρωταγωνιστές και οι πρωταγωνίστριες αυτού του σκανδάλου, με πρώτη την ελληνίδα ευρωβουλεύτρια κυρία Καϊλή, η οποία από τη στιγμή που βγήκε από τη φυλακή, δίνει διαρκώς συνεντεύξεις σε μεγάλες ευρωπαϊκές εφημερίδες, διακηρύσσοντας την αθωότητά της και διεκτραγωδώντας την «περιπέτειά» της με τις βελγικές αρχές. Παρά ταύτα, το συγκεκριμένο γεγονός, μας δίνει μια ευκαιρία να αναλογιστούμε τον ρόλο που παίζουν σε διάφορους θεσμούς και σε διάφορες χώρες οι ομάδες πίεσης, τα λεγόμενα λόμπι, που προωθούν –πολλές φορές με αδιαφάνεια και παράνομα– ιδιωτικά ή κρατικά συμφέροντα. Η συνεργάτιδά μας, Μάρω Αγρίτη, συζήτησε ορισμένες πτυχές αυτού το σοβαρού ζητήματος με την επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνούς Πολιτικής στο ΕΚΠΑ, Φιλίππα Χατζησταύρου, η οποία εξειδικεύεται στο αντικείμενο του λόμπινγκ στην Ευρώπη, σε συνέντευξη που πραγματοποιήθηκε στις 25 Απριλίου 2023, και δημοσιεύεται μόλις σήμερα λόγω άλλων ανειλημμένων υποχρεώσεων της στήλης. Πάντως, αυτή η μεγάλη καθυστέρηση, για την οποία ζητούμε συγγνώμη, ουδόλως επηρεάζει το διαχρονικό ενδιαφέρον που έχουν οι απόψεις επί του συγκεκριμένου θέματος της κυρίας Χατζησταύρου.
Χ. Γο.
Διδάσκετε στο ΕΚΠΑ το μάθημα «Πολιτικό λόμπινγκ και ευρωπαϊκός καπιταλισμός». Είστε, λοιπόν, η καθ’ ύλην αρμόδια να μας μιλήσετε για ένα ζήτημα που απασχολεί την επικαιρότητα το τελευταίο διάστημα: το Qatargate. Είναι απλώς ένα σκάνδαλο διαφθοράς; Τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από αυτό;
Το Κατάρ είναι ένα καθεστώς ελεγχόμενο από μία οικογένεια πάμπλουτων πετρελαιάδων, βασικός σκοπός των οποίων είναι να προωθούν, μέσω ενός δικτύου επιρροής που στήριξαν και χρηματοδότησαν στο Ευρωκοινοβούλιο, αποφάσεις που εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους. Γι’ αυτούς είναι δεδομένο ότι το χρήμα μπορεί να λύσει πολλά ζητήματα. Το σοκαριστικό είναι ότι το Ευρωκοινοβούλιο, που υποτίθεται πως είναι ο κατεξοχήν δημοκρατικός ευρωπαϊκός πολιτικός θεσμός, ο οποίος εκπροσωπεί τους λαούς, είναι τόσο διάτρητο, ώστε να μπορεί κάποιος να το διεμβολίσει πολύ εύκολα. Ξέρουμε, εδώ και πολλά χρόνια ότι ο θεσμός που προτιμούσαν πάντα οι λομπίστες είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή –και αυτό είναι λογικό, αφού αυτή είναι ο βασικός γραφειοκρατικός μοχλός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος προετοιμάζει την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Το ίδιο ισχύει και για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Όπως, όμως, αποδείχτηκε, στην πραγματικότητα ο πιο ευάλωτος θεσμός είναι το Ευρωκοινοβούλιο. Γιατί, ακριβώς επειδή είναι ένας βαθιά πολιτικός θεσμός, δεν έχει την αναγκαία τεχνογνωσία. Η αλήθεια είναι ότι κάποιες πολιτικές ομάδες προσπαθούν να αναπτύξουν αυτήν την τεχνογνωσία, με εκείνες της άκρας Δεξιάς που, παραδόξως, έχουν αντιληφθεί το πρόβλημα, να χρησιμοποιούν τις τεχνικές γνώσεις των συμβούλων τους. Οι ευρωβουλευτές της Ομάδας Ταυτότητα και Δημοκρατία, στην οποία ανήκει και η Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν, έχουν τις καλύτερες τοποθετήσεις στις διάφορες επιτροπές, γιατί οι σύμβουλοί τους κάνουν τη σωστή δουλειά: αναπτύσσουν την τεχνογνωσία. Τι αποδεικνύει αυτό; Ότι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν οι ευρωβουλευτές συνδέεται στενά με τις επιμέρους εθνικές κουλτούρες.
Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι δεν ήταν τυχαίο ότι το Κατάρ διάλεξε Ιταλούς και Έλληνες για να προωθήσουν τα συμφέροντά του;
Ας πάρουμε την Ελλάδα. Φυσικά, δεν είμαστε όλοι διεφθαρμένοι. Αυτό που συμβαίνει, είναι ότι η πολιτική μας κουλτούρα δεν ευνοεί τη στήριξη στη γνώση ανθρώπων με εμπειρία, όπως αποδεικνύεται, για παράδειγμα, από τον τρόπο που διαχειριζόμαστε τα χαρτοφυλάκια που μας αφορούν. Έχουμε ασχοληθεί ποτέ σοβαρά με το «ενεργειακό μοντέλο» της Ελλάδας; Ή με το «παραγωγικό μοντέλο» της; Ή με τον αναγκαίο «γραφειοκρατικό ανασχεδιασμό»; Είμαστε μια χώρα που δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στον σχεδιασμό, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης, σε αντίθεση με εκείνες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης. Εκεί, έχουν παράδοση στον κορπορατισμό, τα συνδικάτα τους είναι ενεργά, έχουν δημιουργήσει ομάδες εργασίας για τα μεγάλα χαρτοφυλάκια. Στη Νότια Ευρώπη, η πολιτική μας κουλτούρα δίνει μεγάλη σημασία στην ατομική ευθύνη του κάθε βουλευτή ή ευρωβουλευτή, στο πώς αυτός θα δικτυωθεί. Και ακριβώς επειδή οι εθνικές κουλτούρες των ευρωβουλευτών/τριών είναι διαφορετικές, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι εύθραυστο. Δεν είναι ένας συμπαγής θεσμός με στέρεη πολιτική ταυτότητα, ούτε αντιλαμβάνεται ότι ο θεσμικός ρόλος του πρέπει να είναι συνεκτικός. Έτσι, οι δρώντες που θέλουν να επηρεάσουν τη λειτουργία του δεν είναι δύσκολο να βρουν τον αδύναμο κρίκο του και να το διεμβολίσουν.
Επομένως, να περιμένουμε νέα «Κατάρ» στο μέλλον;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει εξετάσει ακόμη το ζήτημα πώς πρέπει να οργανώσει τον ενεργειακό της σχεδιασμό και συνεχίζει να επιμένει ότι αυτό το ζήτημα θα το ρυθμίσει η αγορά. Η Ισπανία απείλησε ότι θα βγει από την ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά, με στόχο να ελέγξει τις τιμές της ενέργειας. Και το έκανε. Πιστεύω πως και άλλες χώρες θα το επιδιώξουν, αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Η επιμονή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μην παρεμβαίνει, δημιουργώντας δημόσιους θεσμούς προκειμένου να ελέγξει το κόστος της ενέργειας, και η άποψη ότι –ανάλογα με το πώς εξελίσσεται ο πληθωρισμός– η αγορά είναι αυτή που θα κάνει την όποια αναγκαία προσαρμογή του ενεργειακού κόστους, σε συνδυασμό με την αγοραία αντίληψη ότι οι πολιτικοί θεσμοί, και ιδιαίτερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είναι ευάλωτοι, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα, με κίνδυνο να υπάρξουν στο μέλλον πολλά άλλα Κατάρ. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτή θα είναι η εξέλιξη. Κάποιες χώρες, όπως το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία, έχουν πάρα πολλά χρήματα και είναι παγκόσμιοι ενεργειακοί παίκτες. Οι μεγάλοι παίκτες, είτε είναι κράτη είτε ιδιωτικοί δρώντες, όπως οι μεγάλες πολυεθνικές, από τη στιγμή που έχουν παγιωμένα συμφέροντα σε κάποιους τομείς, δεν δυσκολεύονται να εισχωρήσουν σε ένα περιβάλλον, ειδικά σε εκείνο που επιμένει να ασκεί πολιτικές δημόσιου συμφέροντος με αγοραίους όρους.
Σε διάλεξη που δώσατε τον Φεβρουάριο στο Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς μιλήσατε για το «παιχνίδι των λέξεων», για τις λέξεις οι οποίες μας εμποδίζουν να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Εντοπίζετε κάτι τέτοιο στα μέτρα τα οποία ανακοίνωσε το Ευρωκοινοβούλιο μετά το Qatargate;
Είναι κάποιες λέξεις, όπως ανεξαρτησία, διαφάνεια, λογοδοσία, ακεραιότητα, που λειτουργούν σαν βιτρίνα, ή υποκαθιστούν την ικανότητά μας να σκεφτούμε ποιο είναι το πρόβλημα και πώς να το αντιμετωπίσουμε. Έχουμε να κάνουμε με ένα είδος θρησκείας των λέξεων που ηχούν θετικά στα αυτιά μας, με αποτέλεσμα να θεωρούμε ότι οι πολιτικοί δρώντες στην Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργούν για το δικό μας καλό. Για παράδειγμα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισε ότι για έξι μήνες δεν θα επιτρέπεται στους ευρωβουλευτές να ασκούν δραστηριότητες λόμπινγκ και ότι αυτό θα ενισχύσει τη διαφάνεια. Στην πραγματικότητα, η συγκεκριμένη απόφαση δεν μειώνει σε καμία περίπτωση την πιθανότητα να έχουμε αύριο επιθετικές δράσεις άσκησης πίεσης, οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν πρόσθετα προβλήματα στο κοινοτικό κεκτημένο, κυρίως όσον αφορά τα κοινωνικά και εργασιακά μας δικαιώματα. Γιατί η κοσμοπολίτικη ελίτ –η οποία είναι πολιτική, οικονομική, και γραφειοκρατική– έχει άπειρα χρήματα και τα κατάλληλα δίκτυα επιρροής και πρόσβασης σε όλες τις δομές λήψης αποφάσεων. Πρέπει να καταλάβουμε ότι το παιχνίδι των λέξεων δεν μας αφορά. Να σκεφτούμε πρακτικά: τι είναι αυτό που πραγματικά θα μας εξυπηρετούσε, όταν αντιμετωπίζουμε τέτοια προβλήματα; Είναι πολύ απλό: όταν κάποιος έρχεται να διεμβολίσει τη λειτουργία σου και προσπαθεί να ελέγξει τους ανθρώπους οι οποίοι παίρνουν τις αποφάσεις, ή να μπει σε ένα χώρο που κανονικά δεν θα είχε δικαίωμα να μπει (όπως μπήκε το Κατάρ στο Ευρωκοινοβούλιο), του το απαγορεύεις. Όπως κάνεις και στο σπίτι σου. Το πρώτο που μπορεί να γίνει, είναι να περιοριστεί η δράση των πολύ ισχυρών δρώντων. Πρέπει να απαγορεύεται στο Κατάρ και σε κάθε Κατάρ (κάτι που, προς το παρόν, δεν έχει γίνει μετά το Qatargate) να συμμετέχει σε συζητήσεις των επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Θα έπρεπε η Ευρωπαϊκή Ένωση να παγώσει τις διόδους επικοινωνίας και συνεργασίας μαζί του. Από την άλλη, βλέπουμε ότι η κουλτούρα αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων δεν έχει εμποτίσει τον κοινωνικό θυμό. Πιστεύω, όμως, ότι αυτό θα συμβεί αργά ή γρήγορα. Και στην Ελλάδα. Θα μας γίνουν πιο οικεία όλα αυτά τα θέματα, θα ευαισθητοποιηθούμε περισσότερο, στην πορεία.
Θα μας μιλήσετε για το λόμπινγκ στην Ελλάδα και τη θεσμοθέτησή του;
Μετά το 2010, μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα ρυθμιστικό πλαίσιο για το λόμπινγκ. Προφανώς, αυτό δεν έγινε για να προστατεύσουν την κοινωνία, αλλά επειδή είναι ο μόνος τρόπος για να μπορούν οι λομπίστες να αναπτύσσουν δράση και αυτή να θεωρείται νόμιμη. Στην Ελλάδα, το νομοθετικό πλαίσιο ψηφίστηκε πριν από ενάμιση χρόνο. Η χώρα προσαρμόστηκε, με διαδικασίες fast track, στον νεοφιλελευθερισμό και στον αυταρχικό τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο καπιταλισμός. «Έπρεπε», από τη μία, να αλλάξουμε τη δημοσιονομική μας πολιτική, περιορίζοντας τις δυνατότητες της γενικότερης κοινωνικής μας πολιτικής, καθώς όλοι οι σημαντικοί δημόσιοι, η υγεία, η παιδεία, έχουν υποστεί τεράστια πλήγματα, και από την άλλη, να δώσουμε φορολογικές διευκολύνσεις στους επενδυτές, για να έχουν τη δυνατότητα να έρθουν στην Ελλάδα, να μπουν στην αγορά, να αποκτήσουν πρόσβαση στις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, τις υποδομές της κτλ. Έπρεπε να γίνουν όλα αυτά, ώστε η Ελλάδα να καταστεί μια χώρα η οποία να προσαρμόζεται στις ορέξεις του ξένου κεφαλαίου. Σε αυτή τη λογική, ήταν ανάγκη να ρυθμίσουμε το λόμπινγκ, ούτως ώστε να μπορούν τα μεγάλα γραφεία λομπιστών να αναπτύξουν δράση για λογαριασμό του ξένου κεφαλαίου και των μεγάλων πολυεθνικών με νόμιμο τρόπο. «Έπρεπε» να μπορούν να έρχονται στη χώρα –κάτι που συμβαίνει ήδη από το 2015– μεγάλα γραφεία συμβούλων, νομικά γραφεία, λομπίστες που δουλεύουν για λογαριασμό μεγάλων επενδυτικών ταμείων, για να δουν πού είναι τα καλά ντιλ, να κάνουν συζητήσεις με τις κυβερνήσεις –όποιες κι αν είναι αυτές– και να αποφασίζουν εάν πρέπει να πιέζουν για αλλαγές στη φορολογία, για ειδικές διευκολύνσεις κτλ. Αυτό, για να λέμε την αλήθεια, ξεκίνησε κυρίως από την περίοδο που στην κυβέρνηση ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Μετά, βέβαια, η Νέα Δημοκρατία βρέθηκε πραγματικά στο στοιχείο της, παρά το γεγονός ότι η ατζέντα της για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, που ήταν η σημαία της, απέτυχε, και ό,τι κατάφερε σ’ αυτόν τον τομέα έγινε μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, μια κατάσταση που μοιάζει με τον… ορό που σου βάζουν στο νοσοκομείο για να σε κρατάνε στη ζωή.
Ο Βορίδης, λοιπόν, υποστήριζε τη δημιουργία ρυθμιστικού πλαισίου μόνο για τους λομπίστες, επειδή προφανώς αυτό που τον ενδιέφερε, ήταν να μπορούν αυτοί να έρχονται στη χώρα, χωρίς όλοι εμείς να φωνάζουμε ότι αυτό δεν είναι νόμιμο. Και ο ΣΥΡΙΖΑ τι έκανε; Πρότεινε να συμπεριληφθούν στο ρυθμιστικό πλαίσιο η κοινωνία των πολιτών και τα συνδικάτα, μια και αποτελούν επίσης «ομάδες συμφερόντων». Όμως, αυτοί οι δρώντες δεν είναι σαν τους άλλους. Όταν ζητάμε από μία κυβέρνηση της Δεξιάς να εντάξει στο ρυθμιστικό πλαίσιο και τους μη οικονομικούς δρώντες, είναι σαν να πιστεύουμε ότι αυτοί μπορούν να συμπεριφέρονται όπως οι μεγάλοι εταιρικοί δρώντες. Εάν κάποιος νοιάζεται πραγματικά για την διευκόλυνση του πλουραλισμού και για τη διαβούλευση, θα έπρεπε, μέσα από ένα ρυθμιστικό πλαίσιο, οι αδύναμοι να ενισχυθούν και όχι να αντιμετωπίζονται ως ίσοι με τους ισχυρούς. Ένα πραγματικά δημοκρατικό πλαίσιο διαβούλευσης όλων των δρώντων –και του κεφαλαίου και της κοινωνίας– θα έπρεπε να περιορίζει όσους έχουν άφθονους πόρους και πολλές προσβάσεις και να ενισχύει αυτούς που δεν έχουν. Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να επιτευχθεί μία όσο το δυνατόν λιγότερη ανισορροπία στην αντιπροσωπευτικότητα των συμφερόντων και να αντιμετωπιστεί η υπάρχουσα ασυμμετρία μεταξύ των δρώντων.
Η κοινωνία μπορεί να κάνει αντι-λόμπινγκ; Έχετε αναφέρει ότι ένας τρόπος με τον οποίο όλοι εμείς μπορούμε να διεμβολίσουμε το σύστημα, είναι να μιλάμε όσο γίνεται περισσότερο γι’ αυτό και, μάλιστα, με τους όρους του. Όμως, η συγκεκριμένη ορολογία είναι απαγορευμένη στα συστημικά ΜΜΕ. Άρα, τι περιθώριο έχουμε;
Έχετε δίκιο, κανείς δεν μιλάει για αυτό, πουθενά. Η υπόθεση Κατάρ μας βοήθησε λίγο. Πρέπει, λοιπόν, να μιλήσουμε για αυτό και να μιλήσουμε με απλό τρόπο. Γιατί, στην πραγματικότητα, εάν απλώς περιγράψουμε τη φύση του πολιτικού καπιταλισμού, όλοι θα πουν ότι την γνωρίζουν. Κανείς, όμως, δεν έχει πει ότι αυτό που ζούμε ή αυτό που έχουμε καταλάβει ότι συμβαίνει είναι ένα σύστημα με συνεκτικότητα. Κανείς δεν προσπάθησε να το συζητήσει ως ένα ολοκληρωμένο αφήγημα. Και, έτσι, δεν αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος του φαινομένου, με ποιόν τρόπο μάς έχει επιβληθεί αυτό το φαινόμενο και πώς μας οδηγούν να παρακάμπτουμε κάθε φορά το πρόβλημα και να μη μιλάμε ποτέ γι’ αυτό. Υπάρχουν δράσεις, τις βλέπουμε. Άνθρωποι που προσπαθούν να αντισταθούν στις SLAPP, τις επιθετικές αγωγές. Δημοσιογράφοι που χάνουν τη δουλειά τους, ή που τους ζητείται να καταβάλλουν τεράστια ποσά σε μεγάλες εταιρείες για την άσκηση κριτικής σε δραστηριότητές τους που βλάπτουν το δημόσιο συμφέρον. Τα ξέρουμε αυτά που συμβαίνουν, τα βλέπουμε. Αυτό που μας λείπει, είναι κάποιος που θα μας εξηγήσει γιατί η συνεκτικότητα με την οποία λειτουργεί το σύστημα, ενώ μπορεί να μας ξεπερνά, πρέπει να μας κάνει να μην αποδεχόμαστε τη συμβίωσή μας με το πρόβλημα.
Υπάρχει τρόπος να περισώσουμε το δημόσιο συμφέρον;
Ο πολιτικός καπιταλισμός μπορεί να δρα χωρίς την ύπαρξη κάποιων εγγυήσεων για τον περιορισμό των ακραίων δράσεών του. Αν μας ενδιαφέρει ο μετασχηματισμός, δεν πρέπει να αναμένουμε ότι αυτός θα πραγματοποιηθεί από τα κόμματα, αλλά από την αλλαγή της σχέσης κράτους – κεφαλαίου. Λέγοντας κράτος, εννοώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στον 21ο αιώνα παρατηρούμε ότι ο επιθετικός καπιταλισμός επιχειρεί να ενσωματώσει μεγάλο μέρος της δημόσιας δράσης προς όφελός του. Υπάρχουν άπειρα καθημερινά παραδείγματα. Όπως, π.χ. η απόφαση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να επιτρέπει σε ιδιώτες γιατρούς να δέχονται τους πελάτες τους μέσα στα δημόσια νοσοκομεία. Αυτό δεν είναι μια γκρίζα ζώνη; Λοιπόν, αυτές οι γκρίζες ζώνες πολλαπλασιάζονται. Και, μέσα από το παιχνίδι των λέξεων, πολλοί παγιδεύονται και θεωρούν ότι αυτές οι αποφάσεις οδηγούν στην εξυγίανση του συστήματος, στην πρόοδο.
Εφόσον συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, οι σημερινοί νέοι θα αντιληφθούν ότι το δημόσιο σύστημα υγείας εμπλέκεται σε μεγάλο βαθμό με το ιδιωτικό. Και αυτό θα το θεωρήσουν λογικό. Το ίδιο ισχύει και για το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο. Οπότε, ποιες θα είναι οι αναφορές τους; Πώς θα μπορέσουν να αναπτύξουν μία σκέψη η οποία ενσωματώνει την έννοια του μετασχηματισμού, όταν δεν θα έχουν αναφορές σε κάποιο αξιακό σύστημα που δεν τους το έμαθε κανείς; Οφείλουμε να διαμορφώσουμε συνειδήσεις. Να ξυπνήσουμε τις συνειδήσεις. Να μιλάμε για τα ζητήματα αυτά. Να τα οικειοποιηθούμε, αντί να λέμε πόσο «κακιά» είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, ή το τάδε κόμμα που κυβερνά ή κυβέρνησε. Γιατί αυτό είναι μία ανάλωση δυνάμεων. Δεν πρέπει να εμμένουμε –στο όνομα ενός πολέμου ανταγωνισμών– στη θέση ότι κάποιοι είναι «καλοί» και κάποιοι «κακοί». Αυτό που πρέπει να κάνουμε, είναι να διαμορφώνουμε συνειδήσεις και όχι απλώς να παίρνουμε θέση στο παιχνίδι των ανταγωνισμών. Επειδή πρέπει να καταλάβουμε και γιατί οι «κακοί» λειτουργούν, όπως λειτουργούν. Και όσο καλύτερα τους γνωρίσουμε, τόσο πιο πιθανό είναι στη συνέχεια να τους εξουδετερώσουμε.
Η δουλειά μας είναι να κατανοούμε την πραγματικότητα, τα διαφορετικά επίπεδά της, καθώς και ότι υπάρχουν πολλές χρονικότητες. Η κυρίαρχη χρονικότητα είναι αυτή που μας επιβάλλεται από τα ΜΜΕ, από τους «επίσημους» χρόνους: π.χ. τώρα θα γίνουν εκλογές. Όμως, παράλληλα με τη χρονικότητα των εκλογών, υπάρχει και αυτή της κοινωνίας που μπορεί να βράζει. Στην πραγματικότητα, ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός και οι ελίτ του, αυτό που έχουν καταφέρει είναι να μας κρατούν ομήρους με την επιβολή μιας χρονικότητας που μας δεσμεύει όλους και όλες στο άρμα τους. Υπάρχει, όμως, περιθώριο δράσεων και σε άλλες, παράλληλες, χρονικότητες.
Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης