«Black stone»
Δύο κινηματογραφιστές πηγαίνουν σε μια δημόσια υπηρεσία με σκοπό να γυρίσουν ένα ντοκιμαντέρ για τους δημοσίους υπαλλήλους-φαντάσματα, δηλαδή εκείνους που πληρώνονται χωρίς να βρίσκονται στη θέση τους! Τυχαία πέφτουν επάνω στην περίπτωση του Πάνου, ενός υπαλλήλου ο οποίος απουσιάζει αδικαιολόγητα από τη δουλειά του για δύο ημέρες. Στη συνέχεια ανακαλύπτουν πως τον αναζητά και η μητέρα του, η Χαρούλα, η οποία δεν έχει ιδέα πού βρίσκεται ο γιος της! Νομίζει δε πως οι κινηματογραφιστές είναι από την τηλεόραση και θα την βοηθήσουν να βρει το χαμένο της παιδί. Έτσι όλοι αυτοί, μαζί με τον ανάπηρο αδελφό του Πάνου, τον Λευτέρη, και έναν αφρικανικής καταγωγής ταξιτζή, τον Μιχάλη, αναζητούν τα ίχνη του εξαφανισμένου. Στην πορεία μαθαίνουν πως ο Πάνος κατηγορείται για την έκδοση πλαστών πιστοποιητικών γέννησης για κάποια αλλοδαπή, κάτι που αρνείται να παραδεχτεί η μητέρα του. Η αναζήτηση θα φέρει κι άλλες αποκαλύψεις και έτσι η Χαρούλα θα μάθει πράγματα για τον γιο της που αγνοούσε.
Το «Black stone» του Σπύρου Ιακωβίδη είναι μια ταινία η οποία, ενώ ξεκινά σαν μια μικρή φάρσα, σταδιακά η δράση της εμπλουτίζεται και προς το φινάλε ανεβάζει την αδρεναλίνη, ενώ το ερώτημα «που είναι ο Πάνος;» γίνεται όλο και πιο έντονο. Στην πορεία χτίζεται το πορτρέτο μιας υπερπροστατευτικής μητέρας, που ζει ακολουθώντας όλα σχεδόν τα κοινωνικά στερεότυπα.
Ο Σπύρος Ιακωβίδης σκηνοθετεί με μαεστρία μια ιστορία η οποία οδηγεί τους θεατές από έκπληξη σε έκπληξη. Υιοθετώντας ένα έξυπνο εύρημα, εκείνο της ντοκιμαντερίστικης προσέγγισης, το οποίο προσδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην αφήγηση, χτίζει βήμα-βήμα τη δράση μέχρι αυτή να κορυφωθεί. Έχοντας στον πρωταγωνιστικό ρόλο την εξαιρετική Ελένη Κοκκίδου, χτίζει με τη βοήθειά της τον χαρακτήρα της μικροαστής γυναίκας, της ελληνίδας μάνας, που δίνει ένα πιάτο φαγητό στον άστεγο, της θρησκευόμενης, η οποία χωρίς να είναι κακός άνθρωπος φοβάται τον ξένο, τον διαφορετικό.
Η ταινία το Ιακωβίδη, που είδα στο 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ήταν μια μικρή θετική έκπληξη. Ήταν μια ταινία που αγάπησα καθώς από την πρώτη στιγμή ο σκηνοθέτης κατάφερε να προκαλέσει το ενδιαφέρον μου, το οποίο κράτησε αμείωτο μέχρι το τελευταίο λεπτό.
Κοκτέιλ συναισθημάτων
Η Σαντρά, μια νέα, όμορφη γυναίκα, που έχασε τον άντρα της, μεγαλώνει μόνη την 8χρονη κόρη της εργαζόμενη ως διερμηνέας. Παράλληλα, μαζί με την αδελφή της, έχει να φροντίσει και τον πατέρα της, που πάσχει από το σύνδρομο Μπένσον, μια εκφυλιστική ασθένεια η οποία εξασθενεί σταδιακά τη μνήμη, τη σκέψη αλλά και την όραση του ασθενούς. Η ίδια λατρεύει και θαυμάζει τον πατέρα της που ήταν διακεκριμένος καθηγητής Φιλοσοφίας. Καθώς η κατάστασή του χειροτερεύει και δυσκολεύεται ακόμη και να αυτοεξυπηρετηθεί, η Σαντρά αναζητά ένα αξιοπρεπές γηροκομείο για να τον φιλοξενήσει. Την ίδια ώρα, και ενώ βιώνει μια κατάσταση που μοιάζει με πένθος, συναντά έναν παλιό της φίλο, τον Κλεμάν, με τον οποίο ξεκινά μια παθιασμένη σχέση. Μόνο που ο Κλεμάν είναι παντρεμένος.
Η Μία Χάνσεν-Λαβ, με το «Ένα όμορφο πρωινό» (Un beau matin), σκηνοθετεί μια ταινία λεπτών αποχρώσεων, ένα βαθύ ανθρώπινο δράμα, με ηρωίδα μια γυναίκα που αναζητά κάτι να πιαστεί. Την ώρα που νιώθει πως χάνει τον πατέρα της, τον οποίο υπεραγαπά και τον βλέπει αργά-αργά να «φεύγει» από την πραγματικότητα, βρίσκει αποκούμπι στον έρωτα για τον παλιό της φίλο.
Με δύο θαυμάσιους πρωταγωνιστές, την ανεπιτήδευτη Λεά Σεϊντού και τον υπνωτιστικό Πασκάλ Γκρεγκορί σε έναν ρόλο που στοιχειώνει το θεατή, η Χάνσεν-Λαβ, σκηνοθέτησε μια πολύ καλή ταινία η οποία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ των Κανών, στο 15μερο σκηνοθετών. Να σημειώσουμε ακόμη πως, εμμέσως πλην σαφώς, η ταινία ασκεί κριτική στο γαλλικό σύστημα παροχής υγείας και όχι μόνο.
Στον κόσμο της Μαφίας
Η Κριστίν Μπαλμπάνο Τζόρνταν περνά μια πολύ δύσκολη περίοδο. Η επαγγελματική της καριέρα κινδυνεύει, ο άντρας της την απατά και ο γιος της ετοιμάζεται να φύγει για σπουδές. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μαθαίνει πως πέθανε ο παππούς της στην Ιταλία και πρέπει να παραστεί στην κηδεία. Κατά τη διάρκεια της τελετής θα αρχίσει να πέφτει άγριο πιστολίδι και μετά από λίγο η Κριστίν ανακαλύπτει πως έχει κληρονομήσει τις προσοδοφόρες μπίζνες του παππού της που βασίζονται στο οργανωμένο έγκλημα! Με λίγα λόγια ο παππούς της ήταν μαφιόζος κι εκείνη καλείται να τον κληρονομήσει και να τον αντικαταστήσει στην ηγεσία της οργάνωσης!
Σε σκηνοθεσία της Κάθριν Χάρντγουικ, η ταινία «Mafia mamma», είναι μια ευχάριστη κωμωδία με ενδιαφέρουσα πλοκή. Η σκηνοθέτρια, έχοντας ως οδηγό ταινίες όπως ο «Νονός» και άλλες του είδους, βλέπει από τη χιουμοριστική πλευρά τις διαμάχες των διαφόρων μαφιόζικων οργανώσεων, τις οικογενειακές τους σχέσεις και το κοινωνικό τους πλαίσιο. Το βλέπει όμως μέσα από τα μάτια μιας πλούσιας Αμερικανίδας, η οποία δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά αλλά είναι αναγκασμένη να αποκτήσει. Ένας κόσμος που θα την γοητεύσει καθώς ανακαλύπτει τον ίδιο της τον εαυτό και το τι είναι ικανή να κάνει ακυρώνοντας εντελώς την προηγούμενή της ζωή.
Ο λαβύρινθος μια γυναίκας
Η 20χρονη Σαρλότ είναι παντρεμένη με τον αρκετά μεγαλύτερό της, Πιερ. Ο γάμος τους δεν πηγαίνει καλά αλλά εκείνος θέλει ένα παιδί μαζί της. Όμως η Σαρλότ αναζητά την ηδονή στην αγκαλιά του Ρομπέρ, ενός νεαρού ηθοποιού. Όταν θα μείνει έγκυος θα βρεθεί μπροστά σε ένα δίλημμα. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το ποιος από τους δύο είναι ο φυσικός πατέρας του παιδιού, αλλά το ποιος είναι ο πιο κατάλληλος για πατέρας!
Αυτό και μόνον το ερώτημα, του οποίου η απάντηση ανήκει αποκλειστικά στη Σαρλότ, ανατρέπει τον συμβατικό τρόπο σκέψης. Δεν έχει σημασία το ποιος είναι ο φυσικός γονέας αλλά το ποιος είναι ο κατάλληλος για γονέας. Και γι’ αυτό θα αποφασίσει η μητέρα!
Ζαν Λικ Γκοντάρ, «Μια γυναίκα παντρεμένη» (Une femme mariee), ταινία του 1964. Μέσα από μια απλή υπόθεση, ένα ερωτικό τρίγωνο, ο μέγας Γκοντάρ ανοίγει μια ολόκληρη βεντάλια σκέψεων, απόψεων και προβληματισμών. Πρώτα απ’ όλα για τις ανθρώπινες σχέσεις. Για την πολυπλοκότητά τους η οποία δεν χωράει μέσα στα στενά πλαίσια του συμβατικού γάμου. Αλήθεια πως μπορείς να περιορίσεις το ερωτικό συναίσθημα μέσα στα χρονικά του όρια;
Μέσα από την, επίσης μη συμβατική, αφήγηση, η Γκοντάρ προσπαθεί να προσεγγίσει τις ερωτικές σχέσεις και μιλήσει ανοιχτά για την πολυγαμία. Και μάλιστα, όχι από την πλευρά του άνδρα αλλά της γυναίκας. «Οι άνδρες κάνουν αυτά που δεν επιτρέπουν στις γυναίκες», αναφέρει κάπου δίνοντας ξεκάθαρα το στίγμα του προβληματισμού και των απόψεών του. Είναι φεμινιστική η ταινία; Προφανώς και είναι. Όμως δεν είναι μόνο αυτό, καθώς μέσα από τις εικόνες και τις διάφορες παρεμβολές-τσιτάτα, δεν παραλείπει να υπενθυμίσει τις ναζιστικές θηριωδίες αλλά και να πειραματιστεί κινηματογραφικά.
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές ταινίες της νουβέλ βαγκ, σκηνοθετημένη με τον ανάλαφρο αλλά και στιβαρό τρόπο του Ζαν Λικ Γκοντάρ. Ένα ακόμη από εκείνα τα υπόκωφα αριστουργήματα του μεγάλου δημιουργού.