Έμαθα ότι ο Γιάννης Βασιλείου «δεν είναι καλά» λίγες μέρες πριν μας αποχαιρετίσει. Το έμαθα από κει που δεν περίμενα: από τη Δέσποινα Οικονόμου, στο Γαλάτσι, και με έκπληξη ανακάλυψα ότι υπήρχε παρέα γαλατσιωτών φίλων και συντρόφων που είχαν συνεργαστεί με τον Γιάννη εκείνα τα παλιότερα χρόνια. Αλλά γιατί να εκπλαγώ; Έτσι είναι οι άνθρωποί μας, οι άνθρωποι οι δικοί μας, της Αριστεράς και των κινημάτων, κάπου κάποτε έχουμε γνωριστεί μεταξύ μας, στους δρόμους, στις πλατείες, στους αγώνες, στις απεργίες, με σημαίες και με τραγούδια.
Έτσι γνώρισα κι εγώ το Γιάννη, σε «ανύποπτο» χρόνο, αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν υπηρετούσα σε γυμνάσιο της Ελευσίνας. Εκεί μαζί με την αγαπημένη μου Μαρώ Τριανταφύλλου γνωριστήκαμε πρώτα με τη Βούλα, τη συντρόφισσα του, τη Γιούλη την αδελφή του, τον Ταξιάρχη Φαρμάκη, τον Τζούλιο Συναδινό, και πολλούς και πολλές, άλλους και άλλες, τότε που προσπαθούσαμε να οργανωθούμε για ν’ αντισταθούμε στη λαίλαπα που πήγαινε να σαρώσει το δημόσιο σχολείο, από τη μεταρρύθμιση Αρσένη στη Γιαννάκου και τη Διαμαντοπούλου. Έτσι, μέσα σ’ αυτά γνωριστήκαμε.
Ύστερα άλλαξα σχολείο και γειτονιές και καθήκοντα, εκείνα τα πρώτα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ, τα τόσο συναρπαστικά κι αξέχαστα. Χαθήκαμε με τους Ελευσινιώτες, αλλά δεν ξεχαστήκαμε. Κι όταν ξαναβρεθήκαμε στην περιφέρεια Αττικής, με τη Δύναμη Ζωής και τη Ρένα Δούρου, διοίκηση πλέον, η περιφερειακή σύμβουλος και στη συνέχεια αντιπεριφερειάρχης Έργων με τον αντιπεριφερειάρχη Δυτικής Αττικής δεν χρειαζόταν να συστηθούμε. Ξέραμε πώς και γιατί βρεθήκαμε εκεί και συνεχίσαμε να δουλεύουμε στο νέο μετερίζι «που μας έλαχε», όπως πριν, όπως πάντα.
Προσπαθώ να θυμηθώ κάτι από τα πολλά του Γιάννη στην περιφέρεια, πριν τη Μάνδρα, και το πρώτο που μου ’ρχεται στο μυαλό είναι το πρόγραμμα για τους Ρομά, που τόσο το πάλεψε, και να ‘χεις απέναντι, στο περιφερειακό συμβούλιο, τις χυδαιότητες του Τζήμερου και την καχυποψία όλων περίπου της αντιπολίτευσης. Νιώθαμε περήφανοι και δυνατοί. Κι ύστερα ήρθε η καταστροφή της Μάνδρας κι ένα χρόνο αργότερα το Μάτι.
Ήμουν στην Ελευσίνα λίγες μέρες μετά την πλημμύρα. Μέσα στο κτίριο της περιφερειακής διοίκησης, με τον Γιάννη να κατοικοεδρεύει εκεί φυσικά, κι απ’ έξω ό,τι να ‘ναι, η τότε δήμαρχος της Ελευσίνας επικεφαλής των χαροκαμένων ανθρώπων να διαδηλώνουν κατά της περιφέρειας κι από δίπλα άλλοι να διαμαρτύρονται γιατί έκλεισε η γκρεμισμένη απ’ το νερό παλιά εθνική οδός και σταμάτησε η κυκλοφορία των φορτηγών και το βράδυ άγνωστοι να ξηλώνουν τα απαγορευτικά…
Κι ο Γιάννης βράχος κι εμείς όλοι μαζί του. Βράχος και μετά, στη μήνυση και στη δίκη. Και όχι, κανείς σοβαρός άνθρωπος με γνώση των γεγονότων δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι έφταιγαν ο Γιάννης Βασιλείου, η Ρένα Δούρου, η Βασιλική Λάσκαρη, για το έγκλημα της Μάνδρας. Γιατί πέρα από τη βροχή της εκατονταετίας, μισό αιώνα πριν είχε αρχίσει το μπάζωμα της διασταύρωσης των ρεμάτων πάνω στα οποία χτίστηκε η σημερινή Μάνδρα και το συνέχισαν και το ολοκλήρωσαν υπουργοί και δήμαρχοι άλλων κυβερνήσεων και κομμάτων, όχι συριζαίοι πάντως. Το πάουερ πόιντ που έδειξε στο Αναπτυξιακό Συνέδριο της Δυτικής Αττικής ένας άνθρωπος που ξέρει πολύ καλά τα δεδομένα, ο Χρήστος Σπίρτζης, τα λέει όλα ξεκάθαρα.
Ο Γιάννης, όμως, όπως κι η Βασιλική, καταδικάστηκε, και δεν πρόλαβε να ανακουφιστεί για τη δικαστική του απαλλαγή ύστερα από την εκδίκαση της έφεσης που άσκησε. Δεν θα πω «να δικαιωθεί». Γιατί όσο κι αν οι κραυγές κι οι πηχυαίοι τίτλοι του τύπου «δολοφόνοι», που όλοι μας ακούσαμε με την ψυχή κομμένη όλ’ αυτά τα χρόνια, έπαιξαν τον ρόλο τους στη μαυρίλα που ζούμε σήμερα, ο σύντροφός μας Γιάννης Βασιλείου είναι δικαιωμένος μέσα μας κι ας αδικήθηκε, δικαιωμένος απ’ τους αγώνες του, τα πιστεύω του, την αγάπη των δικών και των φίλων, την ίδια τη ζωή του εντέλει. Κι τον έχουμε μαζί μας στον δύσκολο δρόμο. Όπως πάντα.