Παρότι μετά τα αποτελέσματα των εκλογών της 21ης Μαΐου, πολλοί αναλυτές εντόπισαν μεταξύ των λόγων πτώσης του ΣΥΡΙΖΑ και αυτόν της επικοινωνίας του κόμματος, στελέχη και ο πρόεδρός του εξακολουθούν να τοποθετούνται εναντίον της, σαν να πρόκειται για κάποιο ταχυδακτυλουργικό τρικ (πχ. «…με την κοινωνία, όχι με την επικοινωνία», Α. Τσίπρας στη Νίκαια).

 

Η επικοινωνία είναι πολιτική και τούμπαλιν

 

Η επικοινωνία, όμως, δεν είναι απλά ζήτημα κάποιας αισθητικής ή «χαλασμένου τηλεφώνου», αλλά πολιτικής. Είναι ο τρόπος που κατασκευάζουμε κοινωνικά την πραγματικότητα, δηλαδή βάσει ποιων αξιών, πεποιθήσεων, γνωστικών και κανονιστικών αρχών ερμηνεύουμε, παράγουμε και αναπαράγουμε τα γεγονότα, οικοδομούμε κοινωνικές σχέσεις, αποδίδουμε ταυτότητες και ρόλους στους δρώντες, νομιμοποιούμε τη δράση μας και εν τέλει την εξουσία1.

Ενόψει, λοιπόν, των εκλογών της 25ης Ιουνίου και της δεύτερης καμπάνιας του ΣΥΡΙΖΑ (που ήδη ξεκίνησε με τη δημοσίευση του έντυπου υλικού και του πρώτου σποτ, μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές), ίσως αξίζει να επισημανθούν δύο από τα προβληματικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν το προηγούμενο διάστημα στην επικοινωνία του.

 

Σχήματα λόγου από τη φαρέτρα του αντιπάλου

 

Κάτι που μπορεί να παρατηρηθεί στον λόγο του κόμματος, όχι μόνο κατά την προεκλογική περίοδο αλλά εν γένει, είναι η χρήση και η συχνή αναπαραγωγή λέξεων-κλειδιών από τη φαρέτρα των πολιτικών του αντιπάλων.

Πέραν της υιοθέτησης πολιτικών θέσεων που αλλοιώνουν την ταυτότητα του, όπως πχ για τον φράχτη στον Έβρο, ακόμα και η χρήση ρητορικών σχημάτων που έχουν ταυτιστεί με αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις και έχουν κεφαλαιοποιηθεί από αυτές, λειτουργούν υπέρ αυτών.

Η «αλλαγή», που αποτέλεσε σύνθημα της πρώτης καμπάνιας, ή το ζητούμενο της «ανάπτυξης», μπορούν να αποτελέσουν έννοιες πρόσφορες σε αναπλαισίωση, που δύνανται να επανανοηματοδοτηθούν με διαφορετικό ιδεολογικό πρόσημο και σημαινόμενα απ’ αυτά που φέρουν μέχρι τώρα, αλλά αυτό δεν παρατηρήθηκε ιδιαίτερα κατά τη χρήση τους από τον ΣΥΡΙΖΑ. Υπό αυτό το πρίσμα, η επιλογή τώρα του συνθήματος «ευημερία για όλους» είναι μάλλον προτιμότερη, καθώς αναφέρεται μεν στην ανάπτυξη, χωρίς όμως η λέξη να φέρει τις νεοφιλελεύθερες συνυποδηλώσεις της πρώτης, ενώ νοηματικά συνδέεται πιο άμεσα με την κοινωνία, αντί μόνο με οικονομικά μεγέθη.

Η αναπλαισίωση, όμως, δεν είναι δυνατή για όλες τις έννοιες, όπως πχ για την «τοξικότητα» ή την «κρυφή ατζέντα». Λέξεις-κλειδιά που αποτέλεσαν τη συνέχιση της επικοινωνιακής πρακτικής της ΝΔ να αποδίδει αρνητικά «brand» στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως είχε πράξει και από το 2015 και έπειτα με το «κωλοτούμπα» και «ψεύτες». Η ανταπάντηση σε αυτή την τακτική δεν μπορεί να είναι η επίσης αναπαραγωγή τους από το μέρος που επιδέχεται την κατηγορία, απλά χρησιμοποιώντας τις εναντίον του εμπνευστή τους, καθώς έχουν προλάβει κοινωνικά να κεφαλαιοποιηθούν εναντίον του (δικαίως ή αδίκως, δεν εξετάζεται αυτό) και κάθε νέα επίκλησή τους ενισχύει/υπενθυμίζει την αρχική αναπαράσταση. Το σχολικό «είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα» δεν πιάνει σε καμία περίπτωση, ενώ μπορεί να οδηγήσει στην αίσθηση ότι «όλοι ίδιοι είναι» και άρα στην αποστροφή από την πολιτική.

Προκειμένου να καταφέρει να αντιμετωπίσει αυτή την επικοινωνιακή τακτική της ΝΔ, θα κρινόταν προτιμότερο, επιπρόσθετα της αποδόμησής της με επιχειρήματα, να είχε «τρεντάρει» τις δικές του λέξεις/αξίες-κλειδιά με συνέπεια, συνοχή και διάρκεια, λαμβάνοντας έτσι και ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση της εν γένει πολιτισμικής κουλτούρας, αντί να αφήνει το πεδίο ελεύθερο προς καλλιέργεια μόνο από τους πολιτικούς του αντιπάλους (πχ κοινωνικό πρότυπο «αριστείας»).

 

Λαός ή «λαουτζίκος»;

 

Αυτό το έλλειμμα διαμόρφωσης μιας διαφορετικής πολιτισμικής κουλτούρας από την κυρίαρχη, καταφαίνεται και από τις αναπαραστάσεις στα πρώτα προεκλογικά σποτ του κόμματος.

Σε μια εποχή που τα πολιτισμικά πρότυπα είναι αυτά της κοινωνίας της επίδοσης2, που η αυτοεκπλήρωση έρχεται μόνο μέσα από μια συνεχόμενη αυτοεξάντληση στο κυνήγι της επαγγελματικής επιτυχίας και του πλούτου, μιας κουλτούρας συνεχόμενης θετικότητας και ευτυχιοκρατίας3, που η όποια αποτυχία δεν αναλύεται στη βάση των κοινωνικών συνθηκών, αλλά αναγορεύεται αποκλειστικά σε ατομικά ελλείμματα, η αναπαράσταση των πολιτών ως δυστυχισμένων, επαγγελματικά αποτυχημένων κ.ο.κ, μπορεί εύκολα να προκαλέσει δυσφορία, να εκληφθεί έως και προσβλητική –ακόμα και αν στον λόγο των σποτ ως υπαίτιος των δεινών αναδεικνυόταν η κυβέρνηση.

Κανείς δεν θέλει να βλέπει τον εαυτό του σαν ανήμπορο και κατακαημένη, πόσω μάλλον όταν ζούμε στα πλαίσια μιας κυρίαρχης κουλτούρας ναρκισσισμού4, όπου αποδεχόμαστε και, ταυτόχρονα, εμπορευόμαστε μόνο την «καλύτερη» εκδοχή του εαυτού μας. Αυτή η τέλεια εικόνα «επιτρέπεται» να τσαλακωθεί και να γίνει πιο ανθρώπινη/φιλική, μόνο μέσω ενός επιμελημένου αυτοσαρκασμού, που στην ουσία, βέβαια, την επιβεβαιώνει. Όπως, για παράδειγμα, πράττει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο tik-tok του, αυτοτρολάροντας το στερεότυπο της γρουσουζιάς του μητσοτακέικου, υπενθυμίζοντας όμως οπτικά την αποτυχία των αντιπάλων του, ή λέγοντας πως δεν σηκώνει το πιοτό που τον κερνούν στην περιοδεία στην Κρήτη, αποτυπώνοντας ταυτόχρονα την ένθερμη υποδοχή του.

Στα κυρίαρχα πολιτισμικά πρότυπα νεοφιλελεύθερης κοπής, τα πρώτα προεκλογικά σποτ του ΣΥΡΙΖΑ δεν αντέταξαν μια άλλην κουλτούρα, όπως για παράδειγμα θα ήταν η ευημερία (για να χρησιμοποιήσουμε και το νέο του σύνθημα) μέσω της κοινωνικής διεκδίκησης/ευαισθησίας/προσφοράς, της συλλογικότητας, της αλληλεγγύης κτλ. Αλλά αναπαρέστησαν την κοινωνία απλά σαν εξαθλιωμένα, παθητικά άτομα, που περιμένουν μέσω της ανάθεσης της ψήφου να έρθει ένας σωτήρας να τα σώσει.

Αυτό υποδείκνυε το καταληκτικό σύνθημα της σειράς σποτ «Ως εδώ»: «Φοβάμαι να ζήσω άλλα τέσσερα χρόνια έτσι, κάτι πρέπει να αλλάξει». Χωρίς να προσδιορίζεται πώς και προς ποια κατεύθυνση, πέραν της ψήφισης του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να υπάρχει καν ο πληθυντικός αριθμός «να αλλάξουμε» την κατάσταση, που θα έθετε την κοινωνία ως ενεργό δρώντα.

Αντίστοιχη παθητικότητα των πολιτών κατασκευάστηκε και από τη σειρά σποτ «Αυτή είναι η πλάτη του…». Το ρητορικό σχήμα που χρησιμοποιήθηκε, παραπέμπει «στο βάζω πλάτη», ώστε να στηλιτεύσει τον Κ. Μητσοτάκη που το είχε ζητήσει από τους πολίτες. Οι γιατροί, όμως, οι καλλιτέχνες, οι μισθωτές και οι λοιπές κοινωνικές ομάδες που αναπαρίστανται, δεν έβαλαν ποτέ πλάτη. Άντεξαν, μην έχοντας άλλη επιλογή, τις ισχύουσες συνθήκες, αλλά και διαμαρτυρήθηκαν, έκαναν απεργίες, σημειώνοντας και νίκες, όπως θυμόμαστε στην περίπτωση των ντελιβεράδων ή των εργαζόμενων της Cosco.

Έτσι, οι γιατροί μπορεί να αντιμετωπίζουν πολύ δύσκολες συνθήκες στα νοσοκομεία, αλλά έσωσαν και σώζουν χιλιάδες ζωές, οι νέες μπορεί να δυσκολεύονται να φύγουν από το σπίτι των γονιών τους, μορφώνονται όμως όσο ποτέ άλλοτε, ευαισθητοποιούνται και αναδεικνύουν ζητήματα έμφυλης και σεξουαλικής ισότητας, περιβάλλοντος κτλ, οι καλλιτέχνες παρά την υποβάθμιση των πτυχίων τους, συνεχίζουν να παράγουν αξιόλογο έργο, προσφέροντάς το και δωρεάν σε συναυλίες κοινωνικής διεκδίκησης κ.ο.κ.

Αυτή η δυναμική τους, όμως, δεν αναγνωρίστηκε και δεν αναπαραστάθηκε ποτέ στα σποτ του ΣΥΡΙΖΑ (ούτε και κάποιο πρόγραμμα-λύση για τα προβλήματα, αυτό προβλήθηκε αποκομμένο μόνο σε άλλο σποτ). Παρέμειναν, μέχρι τέλους, με την πλάτη γυρισμένη, δεν είδαμε ποτέ τα πρόσωπά τους στην κάμερα και άρα δεν οπτικοποιήθηκε ποτέ αυτή η αλλαγή (στάσης=κατάστασης) που υποσχόταν στο τέλος ο λόγος του βίντεο. Είναι σαν μην μπορούσε να γίνει πράξη ούτε στο επίπεδο της εικόνας.

Η μιζέρια και η παθητικότητα που αποδόθηκε στα πρώτα σποτ του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία, δεν είναι απλά προβληματική από άποψη αισθητικής, αλλά από άποψη πολιτικής. Αυτή είναι η ταυτότητα και ο ρόλος που έχει ο λαός για ένα κόμμα της Αριστεράς; Το αίτημα αλλαγής (ή ευημερίας τώρα) ικανοποιείται μόνο μέσω ψήφισης ενός σωτήρα;

Δεν αρκεί απλά να επικαλείσαι την κοινωνία, όπως πχ με το άλλο σύνθημα που επιλέχθηκε για τη νέα καμπάνια «δίκαιη κοινωνία». Ζητούμενο είναι πώς την νοηματοδοτείς και τι ρόλο και σχέσεις της αναγνωρίζεις/αποδίδεις. Προς το παρόν, στο έντυπο υλικό δεν αποτυπώνεται οπτικά ως πρωταγωνίστρια, αλλά υπάρχει μόνο το πρόσωπο του προέδρου του κόμματος. Από την άλλη, στο νέο σποτ χρησιμοποιείται ο πληθυντικός αριθμός «πώς θα ζήσουμε καλύτερα», συνδέοντας έτσι το κόμμα με την κοινωνία και εστιάζοντας στο δικό του πρόγραμμα αντί στην αρνητική διαφήμιση του αντιπάλου. Μέλλει να δούμε, όμως, πώς και αν θα αποτυπωθεί ο κόσμος ως ενεργός και κύριος πολιτικός δρώντας στο υπόλοιπο προεκλογικό υλικό.

Σε κάθε περίπτωση, οι πολίτες δεν πάσχουν από κάποιο σύνδρομο της Στοκχόλμης ή ομίχλης στα μυαλά, χωρίς αυτό να σημαίνει πως εμφορούνται πάντα από ανθρωπιστικές, ριζοσπαστικές ιδέες, αξίες ισότητας κ.ο.κ, όπως έχει καταδειχθεί δυστυχώς ιστορικά. Το ζήτημα, όμως, είναι ακριβώς αυτό, πάνω σε ποιες αξίες, και όχι απλά μέτρα, οικοδομούμε τον κόσμο μας. Και αυτό είναι ζήτημα πολιτικής επικοινωνίας.

 

 

Σημειώσεις:

1. Ψύλλα Μ. (2003). Η πολιτική ως δράση και λόγος. Αθήνα: Τυπωθήτω.

2. Χαν Μ. (2015). Η κοινωνία της κόπωσης (μτφ Κραουζέ Α.). Αθήνα: Opera.

3. Cabanas Ε., Illouz Ε. (2020). Ευτυχιοκρατία. Πώς η βιομηχανία της ευτυχίας κυβερνά τη ζωή μας. Αθήνα: Πόλις.

4. Λας Κ. (2002). Η κουλτούρα του ναρκισσισμού (μτφ Τομανάς Β.). Αθήνα: Νησίδες.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet