Η πρόσφατη αναζωπύρωση της συζήτησης για τη φορολογική πολιτική μπορεί να μη μας έκανε σοφότερους, μας πρόσφερε ωστόσο χρήσιμα στοιχεία για μια απάντηση στο ερώτημα που (θα έπρεπε να) απασχολεί όσους είδαν τα ποσοστά της ΝΔ να εκτοξεύονται, παρά την εφαρμοσμένη πολιτική της κυβέρνησής της στην πλάτη των λαϊκών τάξεων.
Η μαύρη αλήθεια είναι ότι, στη διάρκεια της τετραετίας της ΝΔ, δεν αντιπαρατέθηκε από κανένα κόμμα μια ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση φορολογικής πολιτικής. Το ίδιο συνέβη και στην προεκλογική περίοδο. Κάθε σχετική περί τη φορολογία συζήτηση έγινε στη σκιά της επιβεβλημένης από το νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα «μοναδικής αλήθειας» ότι δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για μια οικονομία από τους φόρους και η μόνη νοητή πολιτική είναι η μείωσή τους στο ελάχιστο, γιατί μόνο αυτή εξασφαλίζει τη γενική ευημερία.
Έξι αλήθειες για ένα ψέμα
Πρόκειται για πλήρη διαστροφή της πραγματικότητας. Η φορολογία είναι μια από τις κατακτήσεις της νεωτερικότητας. Μεταφέρει σε μια δημόσια και δημοκρατικά ελεγχόμενη διαδικασία τη χρηματοδότηση κοινωνικά αναγκαίων λειτουργιών, που μέχρι τότε παρείχαν ανεξέλεγκτα και κατά το δοκούν ελέω θεού αφεντάδες. Όποιος ιδεολογικοποιεί ως πανάκεια την απαλλαγή από τους φόρους, οραματίζεται την επιστροφή του προνεωτερικού αφέντη με τη μορφή του ατομικού ή συλλογικού ιδιώτη ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής και παροχής υπηρεσιών. Αυτή είναι η πρώτη αλήθεια.
Η δεύτερη αλήθεια είναι ότι υπάρχουν δίκαιοι και άδικοι φόροι. Δίκαιοι είναι οι φόροι που επιβάλλονται ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητα, ανάλογα με το εισόδημα και την περιουσία, με προοδευτικά αυξανόμενη επιβάρυνση. Άδικοι είναι οι περισσότεροι έμμεσοι φόροι, που επιβάλλονται σε είδη άμεσης ανάγκης και πλατιάς κατανάλωσης, γιατί πετσοκόβουν αδιάκριτα το ήδη χαμηλό εισόδημα των οικονομικά ασθενέστερων.
Τρίτη αλήθεια είναι ότι συνήθως αυτοί που υπόσχονται γενικά μείωση του φόρου εισοδήματος και περιουσίας, βρίσκουν ένα σωρό προσχήματα για να αποφύγουν τη μείωση των έμμεσων φόρων. Όπως ακριβώς κάνει τώρα η ΝΔ με τον ΦΠΑ και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Η διπλή απάτη είναι ότι θέλουν έτσι να αυξήσουν το διαθέσιμο εισόδημα, ενώ στην πραγματικότητα, με το έμμεσο «χέρι» , το μειώνουν ακόμα περισσότερο.
Τέταρτη αλήθεια είναι ότι, ενώ η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των πολλών και αδύναμων έχει το χαρακτήρα διαχρονικής υπόσχεσης, οι φοροαπαλλαγές των λίγων και ισχυρών είναι διαχρονική και αδιατάρακτη πρακτική εδώ και δεκαετίες. Η υπόσχεση προς τους πρώτους λειτουργεί σαν νομιμοποίηση της απαλλαγής των δεύτερων.
Η πέμπτη αλήθεια είναι ότι αυτοί που ανατριχιάζουν στο άκουσμα της λέξης φόρος, δεν είναι τόσο όσοι ήδη φορολογούνται και δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν, όσο εκείνοι που δεν πληρώνουν φόρους και καταφέρνουν να φοροδιαφεύγουν. Οι πρώτοι είναι κυρίως οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, οι δεύτεροι αντιπροσωπεύουν μια γκρίζα ζώνη, κατά τις εκτιμήσεις περισσότερο και από το ¼ του ΑΕΠ. Δεν γίνεται να τους υπηρετείς και τους δύο. Ή τον Χριστό ή τον Μαμωνά.
Αλήθεια έκτη (που έχει διαγραφεί διά παντός από τη βίβλο του νεοφιλελευθερισμού): ο ρόλος της φορολογίας δεν είναι μόνο εισπρακτικός, είναι και αναδιανεμητικός. Όμως, ο κ. Μητσοτάκης τα έμαθε αλλιώς στο Χάρβαρντ. Μειώνουμε τους φόρους για να έρθουν οι επενδυτές, οι οποίοι θα παράγουν πλούτο και από αυτόν θα ωφεληθούν και οι μισθωτοί. Είναι η συνταγή που δεν διαταράσσει τη διανομή του παραγόμενου πλούτου μέσω του μηχανισμού της αγοράς. Τα ποσοστά κέρδους στη θέση τους, τα αφορολόγητα των κερδών επίσης, το μερίδιο των μισθών όσο γίνεται πιο χαμηλά, ακόμα κι όταν ονομαστικά αυξάνονται οι αμοιβές – και η φορολογική επιβάρυνση των μισθωτών υποζυγίων σε αδιανόητα ύψη, να καλύπτει συντριπτικά ποσοστά των συνολικών φορολογικών εσόδων.
Εδώ, η μόνη άμυνα είναι η επίθεση
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην προηγούμενη προεκλογική περίοδο η «συζήτηση» για τα φορολογικά περιορίστηκε στις κατηγορίες της ΝΔ εναντίον των αντιπάλων της για ύπαρξη «κρυφής ατζέντας» φορολογικών επιβαρύνσεων και στις αμυντικές απαντήσεις εκ μέρους τους ότι δεν πρόκειται να επιβληθούν νέοι φόροι, αντίθετα, χρειάζεται να μειωθούν ορισμένοι έμμεσοι. Μόνο στην παρούσα, δεύτερη, προεκλογική αντιπαράθεση έκαναν δειλά την εμφάνισή τους ψήγματα διαφορετικών προγραμματικών φορολογικών στοιχείων, όπως η αύξηση της φορολογίας των μερισμάτων, από ένα ύψος εισοδήματος και πάνω. Και έγινε ο κακός χαμός.
Από τη μια, αποσιωπήθηκαν οι αντιφάσεις της ΝΔ – υποσχέσεις για μείωση φόρων στους μισθωτούς, αλλά και άρνηση μείωσης των έμμεσων φόρων που αποτελούν το βραχνά τους – από την άλλη, συκοφαντήθηκαν ως υπονομευτές της οικονομίας ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ, που τόλμησαν να μιλήσουν για δίκαιους φόρους στο σπίτι του κρεμασμένου, των βαρόνων των μίντια, που, μαζί με τους τραπεζίτες, αποτελούν την αφρόκρεμα των απαλλαγμένων από κάθε υποχρέωση προς το δημόσιο.
Θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Ίσως, αν κάποιοι, εκπροσωπώντας όσους σηκώνουν και το φορολογικό βάρος στις αδύναμες πλάτες τους, φρόντιζαν με επιμονή να καλλιεργήσουν κοινωνική συνείδηση δεκτική στη φορολογική δικαιοσύνη και ανατρεπτική του νεοφιλελεύθερου ιδεολογήματος ότι καλός φόρος είναι ο φόρος που καταργείται, όχι αυτός που επιστρέφει ως κοινή ωφέλεια. Με πλήρη επίγνωση ότι δεν γίνεται να ικανοποιήσουν τους πάντες, αλλά μπορούν να κερδίσουν τη μεγάλη πλειονότητα.