Την υπογραφή νέας κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας στην εστίαση ανακοίνωσε η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στον Επισιτισμό-Τουρισμό (ΠΟΕΕΤ), σημειώνοντας ότι η μεγαλύτερη κλαδική συλλογική σύμβαση της χώρας αφορά περίπου 400.000 εργαζόμενους και «ανανεώθηκε με θετικό πρόσημο για τους εργαζόμενους».
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ΠΟΕΕΤ η νέα σύμβαση προβλέπει αύξηση 10,5% για δύο έτη, 5,5% από 01/06/2023 και 5% από 01/06/2024. Διευθέτηση της εργασίας και των ημερών ανάπαυσης. Δηλαδή, το ωράριο παραμένει πενθήμερο, 40ωρο και με τη σύμφωνη γνώμη του εργαζομένου αν εργαστεί 6η ημέρα, θα αμείβεται και θα ασφαλίζεται με ένα εξτρά ημερομίσθιο. Σε περίπτωση που θα υπερβαίνει τις 48 ώρες εργασίας εβδομαδιαίως θα υπάρχει προσαύξηση 20% στο ωρομίσθιο, συν 75%, αν συμπίπτει με θεσμοθετημένη αργία.
Η ΠΟΕΕΤ καλεί «το υπουργείο Εργασίας να συνεδριάσει άμεσα το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας, ώστε να κηρυχθεί η σύμβαση γενικώς υποχρεωτική».
Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας διακρίνονται: Σε εθνικές γενικές, που αφορούν τους εργαζόμενους όλης της χώρας. Σε κλαδικές, που αφορούν τους εργαζόμενους περισσότερων ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων ορισμένης πόλης ή περιφέρειας ή και όλης της χώρας. Σε επιχειρησιακές, που αφορούν τους εργαζόμενους μιας εκμετάλλευσης ή επιχείρησης. Σε εθνικές ομοιοεπαγγελματικές που αφορούν τούς εργαζόμενους ορισμένου επαγγέλματος και των συναφών ειδικοτήτων όλης της χώρας. Σε τοπικές ομοιοεπαγγελματικές, που αφορούν τους εργαζόμενους ορισμένου επαγγέλματος ή και συναφών ειδικοτήτων συγκεκριμένης πόλης ή περιφέρειας.
Οι συμβάσεις δεσμεύουν τους εργαζόμενους και εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων του κλάδου, εκτός αν κηρυχθούν γενικώς υποχρεωτικές με απόφαση του υπουργείου Εργασίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, τον Ιανουάριο 2023, στη χώρα ήταν σε ισχύ 26 συλλογικές συμβάσεις εργασίας που αφορούσαν περίπου 950 χιλιάδες εργαζόμενα πρόσωπα, δηλαδή μόνο το 25% του συνόλου των εργαζομένων. Από τις 26 συλλογικές συμβάσεις, μόνο οκτώ είναι υποχρεωτικές, άρα και δεσμευτικές για τις επιχειρήσεις του εκάστοτε κλάδου. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ, ενώ το 2010 βρίσκονταν σε ισχύ 65 κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, το 2021 δεν ξεπέρασαν τις 17, εκ των οποίων μόλις πέντε είχαν υποχρεωτική ισχύ για όλες τις επιχειρήσεις στους κλάδους τους οποίους αφορούσαν.
«Την περίοδο 2010-2018 στην Ελλάδα, όπως και στα άλλα κράτη-μέλη που εφαρμόστηκαν αντίστοιχα προγράμματα, η απορρύθμιση των συλλογικών διαπραγματεύσεων έλαβε χώρα με καταιγιστικούς ρυθμούς[…] Αποτέλεσμα των θεσμικών παρεμβάσεων ήταν η ακαριαία πτώση του ποσοστού κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Από 70% το 2009, μειώνεται σε 15% το 2014. Σε απόλυτους αριθμούς, οι παρεμβάσεις στον θεσμό των ΣΣΕ είχαν ως αποτέλεσμα 1,64 εκατ. εργαζόμενοι να βρεθούν εκτός συλλογικών συμβάσεων», αναφέρει έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ (2023).
Αντιθέτως, ολοένα και αυξάνονται οι επιχειρησιακές συμβάσεις στην αγορά εργασίας. Από τα τέλη του 2011 έως τον Ιούνιο του 2014 υπογράφηκαν 1.440 επιχειρησιακές συμβάσεις, οι οποίες προέβλεπαν μείωση αποδοχών από 10% έως 50%. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), το 2022 υπήρχαν 1.661 επιχειρησιακές συμβάσεις σε ισχύ.
Το υπουργείο Εργασίας επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας (2019-2023) προχώρησε στην υλοποίηση σειράς νομοθετημάτων που «απελευθερώνουν» την αγορά εργασίας, περιορίζοντας τα δικαιώματα των εργαζομένων. Ευέλικτο ωράριο εργασίας για να δουλεύουμε μερικές μέρες 10ωρα και μετά να «μαζεύουμε τις ελιές μας» όπως είχε υποστηρίξει χαρακτηριστικά ο Κωστής Χατζηδάκης. Απελευθέρωση Κυριακής, δυνατότητα επέκτασης ωραρίου καταστημάτων και 24ωρης λειτουργίας, όπως ψηφίστηκε τον Μάρτιο 2023. Καταπάτηση του ΣΕΠΕ, εμπόδια στη συνδικαλιστική δράση.
Τα χρόνια της κρίσης τα συνδικάτα λοιδορήθηκαν και λοιδορούνται έως σήμερα. Τα εργασιακά δικαιώματα μοιάζουν «νομοθετική βαβέλ» που το εργαζόμενο πρόσωπο δυσκολεύεται να κατανοήσει. Όχι μόνο δεν γνωρίζουμε τα εργασιακά μας δικαιώματα, που την τελευταία δεκαπενταετία αλλάζουν κάθε χρόνο, αλλά δεν γνωρίζουμε και σε ποιον κρατικό φορέα μπορούμε να απευθυνθούμε για να πληροφορηθούμε ή να καταγγείλουμε.
Χρειαζόμαστε ένα σύγχρονο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, που πέρα από τους μαζικούς και σαρωτικούς ελέγχους στην αγορά, θα καταφέρει να επεξηγήσει, επικοινωνήσει την εργασιακή νομοθεσία, να λειτουργήσει 24ωρη γραμμή που θα απαντά σε ερωτήματα εργαζομένων, θα συμβουλεύει, θα τους προστατεύει νομικά. Εάν η ασφάλεια του εργαζομένου προϋποθέτει πανάκριβο, ιδιώτη εργατολόγο για να σε συμβουλεύσει/υπερασπιστεί, τότε η εργασιακή νομοθεσία αποκτά ταξικά χαρακτηριστικά.
Αντίστοιχα, ένα υπουργείο Εργασίας -που θα σεβόταν τις συλλογικές διεκδικήσεις και δεν θα οραματιζόταν συνθήκες ατομικής διαπραγμάτευσης- θα προχωρούσε άμεσα στην υποχρεωτικότητα όλων των συλλογικών συμβάσεων που έχουν υπογραφεί, στη βελτίωση τους προς όφελος των εργαζομένων, στην επέκταση σε περισσότερους κλάδους και στην υπεράσπιση του συνδικαλιστικού δικαιώματος.