Αν οι δημοσκοπήσεις επαληθευτούν, φαίνεται ότι, πλην εξαιρετικού απροόπτου, στις αυριανές εκλογές θα θριαμβεύσει πάλι η Νέα Δημοκρατία, κατακτώντας λόγω του εκλογικού νόμου την απόλυτη πλειοψηφία στη νέα βουλή, στην οποία είναι πιθανόν να υπάρχουν η Ελληνική Λύση και η Νίκη (ας ελπίσουμε ότι οι Σπαρτιάτες του Κασιδιάρη δεν θα περάσουν το κατώφλι του 3%). Ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφορετικές εκτιμήσεις σε σχέση με την ευθύνη που ενδεχομένως φέρει για το προβλεπόμενο εκλογικό αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, υποστηρίζω ότι όσα συμβαίνουν στη χώρα μας δεν πρέπει να απομονώνονται από τις γενικότερες ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Αυτό, λοιπόν, που παρατηρείται στις περισσότερες χώρες της σημερινής ΕΕ είναι μια εντυπωσιακή εκλογική άνοδος των κομμάτων της Δεξιάς, που σε μεγάλο βαθμό εμφορούνται –όπως και η ΝΔ– από ακροδεξιές αξίες, η οποία συνοδεύεται από μια αντίστοιχη μεγάλη υποχώρηση τόσο της σοσιαλδημοκρατίας, όσο και της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ειδικά ως προς την τελευταία, φαίνεται ότι έκλεισε, ας ελπίσουμε προς το παρόν, ο «κύκλος της ελπίδας» της δεκαετίας του 2010, που σηματοδοτήθηκε κυρίως από την άνοδο στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (όχι του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ), αλλά και την αύξηση της εκλογικής δύναμης των Ποδέμος στην Ισπανία και του Μπλόκο στην Πορτογαλία, απότοκα των κοινωνικών κινητοποιήσεων ενάντια στη μεγάλη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση.
Την Ιταλία κυβερνά σήμερα η Τζόρτζια Μελόνι, ηγέτιδα του μετα-φασιστικού κόμματος Αδέλφια της Ιταλίας-των «εγγονών του Μουσολίνι», όπως προσφυώς τους αποκαλεί ο βρετανός ιστορικός Ντέιβιντ Μπρόντερ* -επικεφαλής μιας κυβέρνησης συνασπισμού στην οποία συμμετέχουν η Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι και η Φόρτσα Ιτάλια του πρόσφατα μακαρίτη Σύλβιο Μπερλουσκόνι. Από την περασμένη Τρίτη, ο Πέτερι Όρπο, ηγέτης της κεντροδεξιάς Εθνικής Συμμαχίας, είναι ο πρόεδρος της νέας κυβέρνησης της Φινλανδίας, την οποία συνθέτουν τα δεξιά κόμματα Χριστιανοδημοκράτες της Φινλανδίας και Σουηδικό Λαϊκό Κόμμα της Φινλανδίας, με το ακροδεξιό κόμμα Φινλανδοί. Στη Σουηδία, από το 2022, υπάρχει μια κυβέρνηση τριών δεξιών κομμάτων (Μετριοπαθές Κόμμα, Χριστιανοδημοκράτες, Φιλελεύθεροι), η οποία στηρίζεται στους ακροδεξιούς Σουηδούς Δημοκράτες, το ποσοστό των οποίων (20,5%) είναι μεγαλύτερο από τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού. Στην Ουγγαρία συγκυβερνούν η Ουγγρική Συμμαχία Πολιτών, το ακροδεξιό Φίντες, του Βίκτορ Όρμπαν σε συνεργασία με το δορυφορικό του Χριστιανοδημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα, στην Πολωνία το επίσης ακροδεξιό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη του Γιάροζλαφ Καζίνκσι. Στις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές της Ισπανίας κυριάρχησε το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα, το οποίο σε ορισμένες περιοχές κυβερνά με τη στήριξη του ακροδεξιού Βοξ. Στην Ολλανδία, όπου από το 2021 κυβερνά το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και την Δημοκρατία, το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στη βουλή είναι το ακροδεξιό Κόμμα για την Ελευθερία. Τέλος, σύμφωνα με τελευταίες δημοσκοπήσεις, στην Αυστρία προηγείται το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας με 28% (έναντι 23% των Σοσιαλδημοκρατών), στη Γαλλία το ποσοστό της Μαρί Λεπέν, επικεφαλής της Εθνικής Συσπείρωσης, είναι 55% (έναντι 45% του Μακρόν), ενώ στη Γερμανία, η Εναλλακτική για τη Γερμανία σημειώνει εντυπωσιακή άνοδο συγκεντρώνοντας τις προτιμήσεις του 18% του εκλογικού σώματος.
Ένα βασικό και επικίνδυνο χαρακτηριστικό αυτής της πασιφανούς «δεξιάς στροφής» είναι η κανονικοποίηση της «λαϊκιστικής Δεξιάς», δηλαδή της Ακροδεξιάς, η οποία λίγα χρόνια πριν ξορκιζόταν ως αντισυστημική, ως η αντίστροφη όψη της «λαϊκιστικής Αριστεράς». Σήμερα, τα κόμματα αυτά, όχι μόνο κρατάνε το κυβερνητικό τιμόνι σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά είναι απολύτως αποδεκτά ως ισότιμοι εταίροι της Δεξιάς και της Κεντροδεξιάς σε μια σειρά άλλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Η ανάλυση των πολιτικών εξελίξεων στις ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν μπορεί να γίνει σε ένα κείμενο σαν κι αυτό, που γράφεται λίγο πριν από τις κρίσιμες εκλογές της Κυριακής∙ θα χρειαστούν ενδελεχείς ανά χώρα και συγκριτικές επιστημονικές μελέτες, καθώς και μια δημόσια ανταλλαγή εμπειριών μεταξύ των πολιτικών δρώντων διαφόρων χωρών. Επειδή, όμως, θεωρώ βέβαιο ότι από τη Δευτέρα θα ανοίξει, ή τουλάχιστον πρέπει να ανοίξει, μια μεγάλη συζήτηση για το μέλλον της ριζοσπαστικής Αριστεράς στη χώρα μας, θα ήθελα να καταθέσω κάποιες πρόχειρες σκέψεις για το θέμα, που έχει πανευρωπαϊκή διάσταση.
Tα πρόσφατα και αναμενόμενα εκλογικά αποτελέσματα στις χώρες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, αντανακλούν μια συντηρητική, στροφή των κοινωνιών, στις οποίες ηγεμονεύουν οι δεξιές/κεντροδεξιές απόψεις, αξίες και ιδέες. Αναφέρω ενδεικτικά, και χωρίς ιεράρχηση, κάποιες: τον φόβο που προκαλούν στους κατοίκους των χωρών της Δύσης οι πρόσφυγες και οι μετανάστες που συνοδεύεται από το μίσος γι’ αυτούς, τον ρατσισμό και την ισλαμοφοβία, την ανάγκη για ασφάλεια και σταθερότητα που εξασφαλίζουν σε εσωτερικό επίπεδο κάποιοι ισχυροί ηγέτες-πατέρες του έθνους, και σε εξωτερικό, το ΝΑΤΟ που προστατεύει τον «ευρωπαϊκό/δυτικό τρόπο ζωής», τον ακραίο ατομικισμό και την απαξίωση της αλληλεγγύης, την υιοθέτηση της θέσης ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό (ΤΙΝΑ), από την οποία προκύπτει και η αποδοχή των ακραίων ανισοτήτων ως ένα περίπου φυσικό φαινόμενο, την απώλεια από την εργατική τάξη της ταυτότητάς της προς όφελος μιας ασαφούς ένταξης των πάντων σε μια απροσδιόριστη «μεσαία τάξη», την θεοποίηση της «υγιούς επιχειρηματικότητας», την ανάγκη μείωσης των φόρων στις επιχειρήσεις και στους πλούσιους προς όφελος της «ανάπτυξης», την αμφισβήτηση της κλιματικής αλλαγής, την περιφρόνηση της δημοκρατίας, κ.λπ. Ο κατάλογος είναι ατελείωτος.
Ο χώρος δεν επιτρέπει την έστω και στοιχειώδη προσπάθεια ανάλυσης των αιτίων αυτής της δυστοπικής ιστορικής φάσης, όμως ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι σ’ αυτή τη δύσκολη φάση, ο αγώνας της Αριστεράς που θέλει τον κοινωνικό μετασχηματισμό οφείλει να είναι κυρίως ιδεολογικός, ταξικός, και πολιτισμικός, με στόχο να ξανακερδίσει σταδιακά –και με τους αγώνες της, φυσικά– την καρδιά και το νου των πολιτών τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ερχόμενη σε πλήρη και σκληρή αντιπαράθεση με τη δεξιά και ακροδεξιά ιδεολογία. Η προσαρμογή στην κυρίαρχη κατάσταση, η βιαστική διεκδίκηση της εξουσίας σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από αντιδραστικές αξίες αποδείχτηκε ότι δεν έχει μέλλον, αν δεν σπρώχνει ακόμα περισσότερο τους πολίτες στην αγκαλιά της Ακροδεξιάς.
«Κι ήθελε ακόμα πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ/ Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα/Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω/Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες…». Ο Μανώλης Αναγνωστάκης είναι πάλι επίκαιρος.
* David Broder, Mussolini’s Grandchildren. Fascism in Contemporary Italy, Pluto Press, 2023.