Και τώρα αρχίζει –ή μάλλον συνεχίζεται– η εφαρμογή του σχεδίου της ΝΔ. Για άλλη μια φορά είδαμε τους μπλε φακέλους στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο με τις προτεραιότητες, τις μεταρρυθμίσεις και τις επιχειρησιακές δράσεις για τη νέα κυβέρνηση.
Στην προεκλογική περίοδο συζητήθηκε σε κάποιο βαθμό το κυβερνητικό σχέδιο της ΝΔ, αλλά συνεχίζει να είναι και πάλι σκόπιμο να γίνουν κάποιες εκτιμήσεις για το τι θα γίνει στην πραγματικότητα. Πόσο εφαρμόσιμο είναι τελικά το πρόγραμμα της ΝΔ; Κρύβει πράγματα που δεν έχουν αναδειχθεί επαρκώς; Ποιο θα είναι το πλαίσιο που θα κινηθεί η νέα κυβέρνηση;
Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί επιστρέφουν
Ξεκινώντας τη συζήτηση από το τελευταίο ερώτημα: το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης είναι προ των πυλών. Αν και ακόμη δεν είναι ξεκάθαρες όλες οι λεπτομέρειες, η γενική εικόνα είναι σαφής. Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί επιστρέφουν. Μπορεί να μην επιστρέφουν με τη λογική «μία λύση που ταιριάζει για όλους, ανεξάρτητα από τα ειδικά χαρακτηριστικά της χώρας», αλλά επιστρέφουν. Έτσι πλέον κατευθυνόμαστε σε ένα μοντέλο που η προσαρμογή κάθε χώρας θα είναι εξειδικευμένη στα ειδικά της χαρακτηριστικά και θα διαμορφώνεται ύστερα από διμερή διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αυτό έχει οφέλη, αλλά εγκυμονεί και κινδύνους. Γιατί μπορεί να είναι θετικό ότι ανοίγει η πόρτα για μια πιο ήπια προσαρμογή για χώρες με υψηλό χρέος (όπως η Ελλάδα), αλλά αυτό θα έρχεται με μια διεξοδική διαπραγμάτευση για κάθε μέτρο/πολιτική που λαμβάνεται. Δεν θα είναι μνημόνιο, αλλά θα έχει αρκετά χαρακτηριστικά από ένα μνημόνιο. Και σίγουρα οι αποφάσεις οικονομικού περιεχομένου (με σαφές ιδεολογικό πρόσημο) θα δεσμεύουν και μεταγενέστερες κυβερνήσεις.
Όπως και να έχει, το νέο πλαίσιο που δημιουργείται θα μας οδηγήσει πάλι σε απαιτήσεις για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2%, όπως έχει παραδεχτεί και η κυβέρνηση στο πρόγραμμα σταθερότητας που κατέθεσε τον Απρίλιο. Υπάρχει ενδεχόμενο να είναι και υψηλότερα και αυτό εξαρτάται από τις προτεραιότητες της ΝΔ και τη θέλησή της να συγκρουστεί με χώρες όπως η Γερμανία για το νέο πλαίσιο. Πάντως – για άλλη μια φορά – δεν υπάρχει καμία ενημέρωση για τις εξελίξεις σε αυτό το μέτωπο, αλλά και οι επιλογές προσώπων στην ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών δεν δείχνουν ότι προτεραιότητα της Ελλάδας είναι να συγκρουστεί για τη δημιουργία ενός ευνοϊκού πλαισίου.
Και οι προεκλογικές δεσμεύσεις;
Προχωρώντας, λοιπόν, προς ένα πλαίσιο που θα υπάρχουν απαιτήσεις για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% τουλάχιστον τίθεται το ερώτημα: Μπορεί η ΝΔ να υλοποιήσει τις προεκλογικές της δεσμεύσεις ή είναι κενό γράμμα;
Για να απαντήσουμε σε αυτό θα πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα σε δύο μεγάλες κατηγορίες δεσμεύσεων της ΝΔ: τις δεσμεύσεις που αφορούν συγκεκριμένες πολιτικές (π.χ. η αύξηση του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ για οικογένειες με παιδιά ή η σταδιακή μείωση των ασφαλιστικών εισφορών) και τις δεσμεύσεις που είναι άγνωστο αν και πώς θα υλοποιηθούν (π.χ. η μείωση του χρόνου αναμονής για χειρουργικές πράξεις κατά 50% και η μείωση χρόνου αναμονής στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών κατά 70% έως το τέλος του 2027 ή η εγγύηση πρόσβασης του ΕΚΑΒ, πρώτες βοήθειες σε 7 με 10 λεπτά από την κλήση σε αστικές και ημιαστικές περιοχές).
Η πρώτη κατηγορία δεσμεύσεων ίσως υλοποιηθεί, ίσως και να μην υλοποιηθεί. Οι δημοσιονομικές απαιτήσεις που δημιουργούν πάντως δεν φαίνεται να είναι πέραν των δυνατοτήτων της χώρας. Οπότε το κριτήριο είναι μάλλον αν θα εξακολουθήσουν να αποτελούν πολιτική προτεραιότητα τα επόμενα χρόνια. Εξάλλου δεν θα είναι η πρώτη φορά που η ΝΔ δεν θα τηρήσει μια δέσμευσή της. Ενδεικτική η υπόσχεση για μείωση των έμμεσων φόρων το 2019 που δεν υλοποιήθηκε ποτέ, παρόλο που η πληθωριστική κρίση που διανύουμε ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία.
Η δεύτερη κατηγορία δεσμεύσεων είναι μάλλον ευχολόγιο. Γιατί η κυβέρνηση μπορεί να δεσμεύεται για μείωση του χρόνου αναμονής για χειρουργεία ή τη μείωση του χρόνου ανταπόκρισης του ΕΚΑΒ, αλλά δεν λέει πώς θα το κάνει. Είναι μάλλον ξεκάθαρο τι δεν θα κάνει. Οι 10.000 προσλήψεις στο σύστημα υγείας είναι κατά πάσα πιθανότητα αναπλήρωση των αποχωρήσεων με συντάξεις και όχι πραγματική αύξηση των απασχολούμενων. Ταυτόχρονα, οι καταναλωτικές δαπάνες του δημοσίου παραμένουν στάσιμες στην επόμενη τετραετία. Έτσι είναι απορίας άξιο πώς θα μειώσει τους χρόνους αναμονής χωρίς να ξοδέψει παραπάνω. Πόσο μάλλον όταν οι πραγματικές προθέσεις έχουν φανεί καθώς ένα σημαντικό κομμάτι της προεκλογικής εκστρατείας ήταν να επικρίνει τον ΣΥΡΙΖΑ που πρότεινε αύξηση των δαπανών για υγεία στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Και τα ίδια ερωτηματικά τίθενται για δεσμεύσεις όπως η ανέγερση εστιών για τη στέγαση 8.500 φοιτητών με ΣΔΙΤ ή η αύξηση συχνότητας δρομολογίων ΟΑΣΑ, ΟΑΣΘ και Μετρό. Ωραίοι σαν στόχοι (αν και η επιλογή των ΣΔΙΤ θέτει ερωτηματικά), άγνωστο πόσοι πόροι χρειάζονται και πώς θα βρεθούν αυτοί.
Η οικονομική προσέγγιση της «αυξημένης πίτας»
Βέβαια στις προηγούμενες κατηγορίες δεσμεύσεων πρέπει να συμπεριλάβουμε και αυτές που είναι απλά στρεβλή παρουσίαση της πραγματικότητας. Γιατί όταν η κυβέρνηση μιλάει για ξεπάγωμα των τριετιών στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, αλλά από το πρόγραμμα σταθερότητας προκύπτει ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει πριν το 2027, όταν μιλάει για αύξηση των μισθών κατά 25% στον ιδιωτικό τομέα, αλλά σε πραγματικούς όρους (δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη και την απώλεια της αγοραστικής δύναμης λόγω πληθωρισμού) έχουμε αύξηση 1,3%, όταν μιλάει για αύξηση μισθών στο δημόσιο τομέα, αλλά σε πραγματικούς όρους έχουμε μείωση, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για πραγματικές δεσμεύσεις, αλλά μάλλον για προσπάθεια παραπλάνησης του κόσμου.
Όμως εδώ δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και ένα άλλο διαχρονικό χαρακτηριστικό της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας. Την δογματική της πίστη στα γνωστά trickle-down economics. Ότι δηλαδή πρέπει πρώτα να έχουμε ανάπτυξη – η γνωστή φράση «να μεγαλώσει η πίτα» - και μετά όλοι θα ωφεληθούν. Και ο μοναδικός τρόπος για να αυξηθεί η πίτα είναι να δοθούν φοροαπαλλαγές στους πλούσιους, έτσι ώστε αυτοί, απελευθερωμένοι από το βραχνά των φόρων, να δουλέψουν περισσότερο, να επενδύσουν περισσότερο και να φέρουν την ανάπτυξη. Πέρα από το γεγονός ότι αυτή η οικονομική προσέγγιση δεν δουλεύει, για τη Νέα Δημοκρατία τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν θα πρέπει να προκαλέσει έκπληξη σε κανέναν αν κάποιο μέτρο που αφορά τα χαμηλά και μεσαία στρώματα μπει στον πάγο για να υλοποιηθεί πρώτα μια επείγουσα φοροαπαλλαγή. Δεν είναι εξάλλου πρωτοφανές αυτό. Η δέσμευση του 2019 για καλύτερους μισθούς δεν υλοποιήθηκε και επανεμφανίστηκε ως δέσμευση του 2023. Και γιατί δεν υλοποιήθηκε; Προφανώς γιατί προτεραιότητα ήταν η μείωση των φόρων. Ακόμη και η αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν μάλλον προσπάθεια ανταπόκρισης στη ραγδαία αύξηση των τιμών παρά προσπάθεια αύξησης των πραγματικών εισοδημάτων – δεν θα πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι το 2022 οι μισθοί στην Ελλάδα σε πραγματικούς όρους μειώθηκαν κατά 7,4%.
Συνολικά λοιπόν τι πρέπει να περιμένει κανείς από τη δεύτερη θητεία του Κ. Μητσοτάκη; Μάλλον λίγα πράγματα για την καθημερινότητα στη ζωή της πλειονότητας του κόσμου. Οι δεσμεύσεις για βελτίωση των εισοδημάτων και των εργασιακών σχέσεων είναι στον αέρα. Ταυτόχρονα δεν υπάρχει καμία ουσιαστική δέσμευση για βελτίωση του κοινωνικού κράτους – συμπεριλαμβανομένων της δημόσιας Υγείας και Παιδείας – υπάρχει η σαφής δέσμευση για είσοδο του ιδιωτικού τομέα στις λειτουργίες του δημοσίου – δεν είναι τυχαία η επιλογή προσώπων σε κομβικά υπουργεία – ενώ το γεγονός ότι η νέα κυβέρνηση είναι μια ανακατανομή αρμοδιοτήτων της παλιάς κυβέρνησης δεν δημιουργεί προσδοκίες για καινοτόμες ιδέες και νέες προσεγγίσεις.
Ειδικός συνεργάτης