Ο τίτλος παραπέμπει στο διάσημο βιβλίο του Ευάγγελου Λεμπέση «Η τεράστια σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω», γραμμένο μέσα στην Κατοχή, το 1941. Ο Λεμπέσης είναι ένας αντιδραστικός εστέτ, ο οποίος, ονομάζοντας βλάκες όλους τους «δικαίως» κοινωνικά κατώτερους, εφιστά την προσοχή στους άριστους απέναντι στον «εγκληματικό όχλο». Οι βλάκες, λοιπόν, είναι αυτοί που συνασπίζονται προκειμένου να επιτεθούν στους ανώτερους. Καλύτερα, όσοι επιτίθενται στους ανώτερους δεν είναι παρά συνασπισμένοι βλάκες.
Ο Λεμπέσης είναι πολύ πιθανό να ήταν ένας βλάκας και μισός. Ωστόσο, η ταξική ματιά του είναι πολύ διεισδυτική. Προειδοποιεί και κατονομάζει τους επικίνδυνους. Ο ίδιος δεν είναι πλούσιος, αλλά «μεσαίος». Έτσι, έχει περισσότερους λόγους να φοβάται τις επικίνδυνες τάξεις.
Η Αριστερά μας, ωστόσο, ελευθεριάζουσα –όχι ελευθεριακή– και υπερταξική πολιτεύεται σαν να μην υπάρχουν κατώτερες τάξεις παρά μόνο «αποκλεισμένοι». Δυσκολεύεται να αντιληφθεί πως οι υφιστάμενοι εκμετάλλευση, ακόμη και στη χώρα μας, όπου η ραχοκοκαλιά λέει της οικονομίας είναι οι «μικρομεσαίοι», αποτελούν άνω του 70% του πληθυσμού. Έχουν δε σαφώς αντίθετα συμφέροντα με τους περισσότερους «μικρομεσαίους». Από τους οποίους ένα σημαντικό μέρος είναι οι χειρότεροι εκμεταλλευτές, βασιζόμενοι, επιπλέον, σε απίστευτη φορολογική ασυδοσία, φοροκλοπή, αδήλωτη εργασία και, κυρίως, εργοδοτική τρομοκρατία.
Περί εργατικής τάξης
Ακούγεται συχνά το επιχείρημα ότι οι κατώτερες τάξεις –που στον λόγο του ΣΥΡΙΖΑ, π.χ., ποτέ δεν αναφέρονται– δεν έχουν συνείδηση της θέσης τους, δεν διαθέτουν ταξική συνείδηση. Θεωρείται δε πως αυτό συνιστά μια ιδιομορφία των «μετα-νεωτερικών» κοινωνιών. Πρόκειται περί ανοησίας. Στη μεγαλύτερη διάρκεια της ιστορίας του καπιταλισμού η εργατική τάξη δεν είχε ταξική συνείδηση. Γι’ αυτό, άλλωστε, βασική δουλειά των εργατικών κομμάτων ήταν να τη βοηθήσουν να αποκτήσει. Με όλο τον «κακό» εγελιανισμό της διατύπωσης να τη βοηθήσουν να μετατραπεί από «τάξη καθ’ εαυτή» σε «τάξη δι’ εαυτή».
Η εργατική τάξη όχι μόνο υπάρχει, όχι μόνο είναι πλειοψηφική, αλλά και δέχεται ανηλεή επίθεση, που της στερεί ένα-ένα όλα όσα, ελέω σκληρών ταξικών αγώνων και της ρωσικής επανάστασης, είχε αποκτήσει. Πρώτα πρέπει αυτή να οργανωθεί αυτόνομα, ώστε, στη συνέχεια, να επιδιώξει τις αναγκαίες κοινωνικές συμμαχίες.
Η τύφλωση απέναντι στο προφανές κάνει την ευρωπαϊκή, τουλάχιστον, πρώην μαζική Αριστερά να μοιάζει εκπρόσωπος των «δυναμικών» μεσοστρωμάτων, που θα πρέπει να αντιμετωπίζονται «αξιοκρατικά» -πόσες φορές δεν ακούστηκε αυτό από το στόμα του Τσίπρα! Πολύ χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της τάσης είναι το αποκλειστικό ενδιαφέρον για τους πολυπτυχιούχους, που μεταναστεύουν και το μηδενικό για τους πολύ περισσότερους των ΕΠΑΛ ή της σχολικής διαρροής ή των «ανάξιων» της γενικής εκπαίδευσης. Βρείτε μου μια αναφορά στο πρόγραμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε αυτούς. Έστω μία!
Αν απευθύνεσαι προνομιακά, αποκλειστικά σχεδόν, στους «μεσαίους» είναι εύλογο να ρέπεις προς το «κέντρο». Και να ακούς διάφορους ανόητους επαγγελματίες «συμβούλους» και «επικοινωνιολόγους», οι οποίοι διατυπώνουν απόψεις και προτάσεις πιο παλιές και από τις λάσπες, παριστάνοντας τους εμβριθείς. Σκέφτομαι, εκ του προχείρου, τον Γιάννη Λούλη, ο οποίος συμβούλευε τον Τσίπρα, όπως ακριβώς, με το ίδιο περιεχόμενο, και τον Καραμανλή στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Παρ’ τ’ αυγό…
Ο ΣΥΡΙΖΑ
Επιπλέον, σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, η αντικειμενική προγραμματική σύγκλιση με την κυβέρνηση -και λόγω της συνέχισης του μνημονιακού ζουρλομανδύα, ως προς τα βασικά- τον έκανε να επιχειρεί να διαχωριστεί, κυρίως, ως προς την διαχειριστική επάρκεια και την «εντιμότητα». Η ατζέντα, εδώ και πολλά χρόνια καθοριζόταν από τη Δεξιά και η αξιωματική αντιπολίτευση έτρεχε από πίσω, με βασικό γνώμονα να «τους ταράξει στη νομιμότητα».
Ο αρχηγισμός και ο όλο και πιο δεξιόστροφος κυβερνητισμός, μαζί, με την υπηρέτηση του «εθνικού συμφέροντος» και τον απίστευτο κομφορμισμό -από την στάση απέναντι στην εκκλησία μέχρι την επιβράβευση των μπάτσων (για ποιο, αλήθεια, πράγμα;)- εξηγούν την αποδρομή, που, νομίζω, δεν αντιστρέφεται.
Η οργανωτική εκμηδένιση όλων των θεσμικών αντίβαρων απέναντι στον προεδρικό απολυταρχισμό δεν επέτρεπε διορθωτικές κινήσεις την κατάλληλη στιγμή.
Η ευθύνη του Τσίπρα είναι ανάλογη της παντοκρατορίας του. Έκανε ό,τι ήθελε, δεν υπολόγιζε καθόλου το –όποιο, τέλος πάντων– κόμμα, διευρυνόταν καταπώς ήθελε, έλεγε ό,τι ήθελε, όπου και όποτε ήθελε, έβαζε, με αποκλειστικά δική του απόφαση, να τον ψηφίζει ο «λαός» για πρόεδρο, επέλεγε εντελώς ανενόχλητος ποιους ακούει και ποιους όχι και άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός.
Τις προηγούμενες μέρες, πολλοί αυτόκλητοι Ηρακλείς του στέμματος, ξεκίνησαν να (ξανα)λένε πως άργησε να κάνει αυτά που έπρεπε, ως προς την οργάνωση και ως προς τα πρόσωπα. Μόνο που έκανε όλα αυτά, που του προτείνουν εκ νέου και οδήγησε στην κατάρρευση.
Ο Αλέξης Τσίπρας παραιτήθηκε και, όπως άκουσα από πολλούς ανθρώπους που τον συμπαθούσαν πολύ, η κίνηση αυτή ήταν μονόδρομος προκειμένου να διασώσει από την φθορά το κόμμα και τον εαυτό του. Το πρώτο δεν το πιστεύω –τα πράγματα, ίσως, θα γίνουν χειρότερα. Το δεύτερο δεν καταλαβαίνω, ακριβώς, τι σημαίνει.
Υπάρχει, βέβαια, ένα εύλογο ερώτημα που τίθεται συχνά: Γιατί τόσο μίσος του συστήματος για τον, προφανώς και σκοπίμως, για την ηγεσία του, εξημερωμένο ΣΥΡΙΖΑ; Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να εξοντωθεί όχι γιατί είναι επικίνδυνος, αλλά γιατί υπήρξε κάποτε επικίνδυνος –μέχρι το 2015. Όταν πολύ τρόμαξαν οι ανώτεροι και πολλοί «μεσαίοι». Πρόκειται όχι για ανησυχία επανάκαμψης, αλλά για εκδίκηση και προειδοποίηση σε μελλοντικούς αμφισβητίες.
Αφιέρωσα τον περισσότερο χώρο στον ΣΥΡΙΖΑ γιατί η δική του κατάρρευση είναι το πιο σημαντικό δεδομένο της εποχής μετά από την εκτόξευση του ακροδεξιού και ακροφιλελεύθερου πολιτικού αγριανθρωπισμού.
Η υπόλοιπη Αριστερά;
Σε ό,τι αφορά το ΚΚΕ, προφανώς, ό,τι και να κάνει λίγη σημασία έχει για την Αριστερά. Το γεγονός πως αισθάνεται δικαιωμένο (sic), που πήρε λίγα ποντάκια, τη στιγμή που ο ακροδεξιός ζόφος απλώνεται παντού είναι ενδεικτικό της ποιότητας. Πρόκειται, άλλωστε, για ισορροπιστικό παράγοντα του συστήματος, ένα είδος οίκου τελετουργιών, χωρίς πολιτικό επίδικο.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, από την άλλη, πορεύτηκε με υπέρογκο (!) σεχταρισμό και είδε τις δυνάμεις της να υποδιπλασιάζονται, τουλάχιστον. Η παντελής αδυναμία να αξιοποιήσει και εκλογικά τη σημαντική παρουσία της στους κοινωνικούς αγώνες δείχνει, νομίζω, την αποτυχία της απομονωτικής στάσης.
Και το ΜΕΡΑ25; Η συνεργασία του με τη ΛΑΕ και ένα σημαντικό τμήμα ανένταχτων, η σαφής ριζοσπαστικοποίησή του και η στροφή προς τα αριστερότερα και ταξικότερα έδωσε ελπίδες σε έναν κόσμο της Αριστεράς πως αυτή η ξεχωριστά μαχητική φωνή θα μπορούσε να μπει στη Βουλή ενισχυμένη. Η σαφής θέση της απέναντι σε μείζονα ζητήματα, που έμεναν στο περιθώριο από όλες τις άλλες δυνάμεις, από την πλήρη απόρριψη των εξορύξεων και το γκρέμισμα του φράχτη, μέχρι τη διεκδίκηση ΑΤΑ για όλους και την κατονομασία των βαρόνων της οικονομίας και των μίντια έκαναν την παρουσία της εξαιρετικά χρήσιμη για την Αριστερά και τα κινήματα. Δυστυχώς, αποτύχαμε.
Τι συνέβη;
Νομίζω, το παιχνίδι κρίθηκε στις πρώτες εκλογές. Εκτός του ό,τι, ηθελημένα ή όχι (μάλλον, όχι), κυριάρχησε στην προεκλογική μας εκφώνηση ένας ριζοσπαστικός μεν, κυβερνητισμός δε, τη στιγμή που η ζήτηση αφορούσε μια μαχητική δύναμη αριστερής αντιπολίτευσης, έπαιξε τον κύριο, ίσως, ρόλο. Στη δεύτερη αναμέτρηση, μ’ όλο που έγιναν σημαντικές διορθώσεις, η πλήρης έλλειψη δημοσιότητας μας καταδίκασε, εν πολλοίς, στην αφάνεια. Η εικόνα είχε καθοριστεί από τις πρώτες εκλογές.
Παρ’ όλα αυτά, η πολιτική εμπειρία της Συμμαχίας για τη Ρήξη πρέπει να έχει συνέχεια διευρυνόμενη. Δεδομένου, μάλιστα, πως, παρόλη την ήττα, η ταξική μετατόπιση της ψήφου προς τον χώρο αυτόν από τα μορφωμένα μεσοστρώματα προς τους ιδιωτικούς υπαλλήλους/εργάτες και τη νεολαία δίνει ελπίδες ανασύνταξης.
Σε όλη την Ευρώπη, η τακτική της Αριστεράς βασίστηκε σε ένα μότο, σήμα κατατεθέν του δεξιού ευρωκομμουνισμού, την ιδέα, δηλαδή, του «κόμματος αγώνα και διακυβέρνησης». Αυτή η πομφόλυγα κατέστρεψε στρατηγικά τα μαζικά εγχειρήματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, π.χ., ανέβηκε ως ένα κινηματικό κόμμα με έντονα ταξικό και δικαιωματικό –αντιεθνικιστικό λόγο, εμφορούμενο από ένα μείγμα αριστερού ευρωκομμουνισμού. Η σαφή ιδεολογική μετατόπιση προς τα δεξιά είναι θεμελιώδης αιτία της κατάρρευσής του. Το κόμμα της Αριστεράς δεν μπορεί να είναι παρά κόμμα αγώνα. Ακόμη κι αν χρειαστεί κάποτε να κυβερνήσει, ως κόμμα αγώνα πρέπει να το κάνει. Ορθά ο Αλτουσέρ επέμενε πως το κόμμα διακυβέρνησης σημαίνει κόμμα του κράτους. Ο Τσίπρας αδυνατεί να αντιληφθεί αυτήν την προβληματική στο μέτρο που, σύμφωνα με τελευταίες δηλώσεις του, θεωρεί πως ηγείται σε κάτι περισσότερο από κόμμα διακυβέρνησης, σε ένα πραγματικό κόμμα εξουσίας -ο Ναπολιτάνο σηκώνει τα χέρια ψηλά!
Μια λύση βλέπω. Την κοπιώδη, αλλά αναγκαία προσπάθεια της δημιουργίας, ξανά, ενός δημόσιου χώρου της Αριστεράς, για διάλογο και κοινή δράση, από τις παρυφές του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την επαναστατική Αριστερά. Και ο Θεός βοηθός!