«Η νίκη δεν είναι ποτέ οριστική»
Ουΐνστον Τσώρτσιλ
Σε λίγες μέρες, στις 23 Ιουλίου, συμπληρώνονται 49 χρόνια από την πτώση της δικτατορίας και την έναρξη αυτού που αποκλήθηκε «περίοδος της Μεταπολίτευσης», με την άφιξη στη χώρα, ξημερώματα της 24ης Ιουλίου 1974, του Κωνσταντίνου Καραμανλή, και τον σχηματισμό, την ίδια μέρα, κυβέρνησης εθνικής ενότητας υπό τον ίδιο.
Η ειρωνεία της Ιστορίας θέλησε ώστε η Μεταπολίτευση, μια από τις σημαντικότερες περιόδους του πολυκύμαντου πολιτικού και κοινωνικού βίου της νεότερης Ελλάδας, έκλεισε τον κύκλο της λίγους μόλις μήνες πριν συμπληρωθεί μισός αιώνας. Το βράδυ των εκλογών της 25ης Ιουνίου επικυρώθηκε με τον πιο δραματικό τρόπο η οριστική ανατροπή των θεμελιωδών κατακτήσεων της Μεταπολίτευσης σε σχέση με το κοινωνικό κράτος, το κράτος δικαίου, τα εργασιακά δικαιώματα, τα δικαιώματα των αδύναμων και απροστάτευτων, τη δημοκρατία και τη θεσμική κατοχύρωσή της σε τελική ανάλυση, ανατροπή την οποία απεργάστηκε συστηματικά και μεθοδευμένα από την επομένη κιόλας της 7ης Ιουλίου 2019 η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Η τετραετία 2019-2023 της πρώτης κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν το πρόγευμα. Το κυρίως γεύμα που επιφυλάσσει στη μεγάλη πλειοψηφία η κυρίαρχη οικονομική και πολιτική ελίτ είναι μια ατελεύτητη δυστοπία διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και περιστολής των δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Η ματαίωση της Μεταπολίτευσης είναι στρατηγικός στόχος της «νέας» Δεξιάς, η οποία προέκυψε ως πολιτική επιλογή –επιλογή όσμωσης του νεο-φιλελευθερισμού με τα ζόμπι του μετα-δικτατορικού χουντισμού– της εγχώριας οικονομικής ελίτ από τη χρεωκοπία της χώρας και την υπαγωγή της σε καθεστώς μνημονιακής επιτροπείας. Η ματαίωση της Μεταπολίτευσης ως επιστροφή σε καθεστώς «καχεκτικής δημοκρατίας», ακρωτηριασμένου κοινοβουλευτισμού, αστυνομοκρατίας, παρακράτους, αποκλεισμού της Αριστεράς –θεσμικού αποκλεισμού της αυτή τη φορά.
Μην ξεχνάμε. Η σκληροπυρηνική Δεξιά δεν συμφιλιώθηκε ποτέ με την αναίρεση του μετεμφυλιακού καθεστώτος από τη Μεταπολίτευση, επειδή διέβλεψε πού οδηγεί νομοτελειακά το ανοιχτό παιχνίδι της Δημοκρατίας: στη δική της αναίρεση, στην αναίρεσή της με όρους πολιτικής και, άρα, ταξικής αποδυνάμωσης.
Επιχείρησαν αρκετές φορές –και αρκετά συγκρατημένα– να «επαναφέρουν στην τάξη» τούς ρομαντικούς της ειρηνικής, δημοκρατικής επανάστασης. Η τετραετία της διακυβέρνησης της χώρας από τους αιθεροβάμονες ερασιτέχνες της εξουσίας, από τους ανιδιοτελείς της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ήταν γι’ αυτούς η τελευταία σταγόνα από το πικρό ποτήρι της Μεταπολίτευσης. Αυτή τη φορά θα είναι ασυγκράτητοι.
Μην ξεχνάμε. Ο απόλυτος έλεγχος των μεγάλων μέσων ενημέρωσης επέτρεψε στον στενό πυρήνα των μεγαλοεπιχειρηματιών που συνδέονται υπαρξιακά με τα μεγάλα δημόσια έργα και την κρατική χρηματοδότηση να επιδοθεί σε μια συνεχή, μεθοδευμένη προσπάθεια διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, δυσφήμησης της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, χυδαίας κατασυκοφάντησης του Αλέξη Τσίπρα. Σε μια συνεχή, μεθοδευμένη επιχείρηση απαξίωσης της ίδιας της Δημοκρατίας σε τελική ανάλυση: «Όλοι τους το ίδιο είναι…».
Θυμίσου αυτό που το έχει πει πριν πολλά χρόνια ο Ουμπέρτο Έκο: «Σήμερα μόνο οι ηλίθιοι κάνουν δικτατορίες με τανκς, από τη στιγμή που υπάρχει η τηλεόραση».
Θα συνεχίσουν με τον ίδιο ζήλο, με την ίδια χυδαία διαστρέβλωση, να μάχονται το φάντασμα της Μεταπολίτευσης, στην προσπάθειά τους να εξαλείψουν από τη συλλογική μνήμη κάθε ίχνος από το ηθικό πλεονέκτημα που κατάκτησε με τους αγώνες και τις θυσίες των ανθρώπων της για τη Δημοκρατία και τη Δικαιοσύνη η Αριστερά, η μεγάλη δημοκρατική παράταξη. Αυτή την πολύτιμη υποθήκη θα συνεχίσουν να αντιμάχονται, παρά τη νίκη τους στις εκλογές, παρά τη ήττα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Επειδή ξέρουν ανομολόγητα ότι η νίκη δεν είναι ποτέ οριστική. Επειδή τους το υπενθυμίζουν κάθε στιγμή οι ανυποχώρητοι 920.936 ψηφοφόροι που κράτησαν με πείσμα τον ΣΥΡΙΖΑ στην αξιωματική αντιπολίτευση. Αυτή η μεγάλη παρακαταθήκη δημοκρατικών συνειδήσεων που ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να αντιμετωπίσει με σύνεση και σεβασμό, μετρώντας προσεκτικά κάθε του βήμα προς την έξοδο από τον μεγάλο συγκλονισμό. Επειδή η Αριστερά γνωρίζει Ιστορία και ξέρει καλά ότι η ήττα δεν είναι ποτέ οριστική.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν συγκαταλέγεται στους επιμελείς αναγνώστες της Ιστορίας. Ξέρει, ωστόσο, ότι με την Αριστερά και με τη Δημοκρατία δύσκολα ξεμπλέκεις σ’ αυτόν τον τόπο. Απλώς αντιδρά σ’ αυτή τη διαχρονική πρόκληση με τον τρόπο που του υπαγορεύει η ιδιοσυγκρασία του ως ατόμου και ως πολιτικού. Με μικροπρέπεια -- και με αλαζονεία που, όπως θέλει να πιστεύει, του προσδίδει ηγεμονικό κύρος.
Προσερχόμενος την Πέμπτη στη σύνοδο κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ρωτήθηκε από τους δημοσιογράφους για τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ και την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα. Η απάντησή του αυτολεξεί:
«Θεωρώ πως ήταν μία αναμενόμενη απόφαση μετά από τρεις συντριπτικές ήττες που υπέστη ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας προσωπικά σε εθνικές εκλογές. Θεωρώ ότι με την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα κλείνει ένας κύκλος. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα κόμμα που τα τελευταία χρόνια, και στην κυβέρνηση αλλά και στην αντιπολίτευση, ταυτίστηκε με την τοξικότητα, με τον διχαστικό λόγο και την εκκωφαντική αναποτελεσματικότητα όταν τελικά κλήθηκε να διαχειριστεί τις τύχες του τόπου. Τα κόμματα πρέπει να ενώνουν τους πολίτες, και πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να προτείνουν λογικές, κοστολογημένες και εφαρμόσιμες λύσεις για τα προβλήματα των πολιτών. Σε αυτόν τον δρόμο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πορεύθηκε ποτέ. Ελπίζω να τον βρει. Του το εύχομαι ειλικρινά».
«Τοξικότητα», «διχαστικός λόγος», «τα κόμματα πρέπει να ενώνουν τους πολίτες». Είναι σαν να μιλά για το κόμμα που πάει να στήσει πάνω στα απομεινάρια της Νέας Δημοκρατίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, στα ερείπια της Μεταπολίτευσης της 24ης Ιουλίου 1974.
Της Μεταπολίτευσης που η αναίρεσή της επικυρώθηκε με την ψήφο –και την αποχή– του λαού.
Σεβαστό. Αλλά να το θυμάσαι. Να μην το ξεχάσεις στον δρόμο προς τη νέα Μεταπολίτευση.