Αντρέας Μαντάς, Γιώργος - Ίκαρος Μπαμπασάκης και Τηλέμαχος Μούσας
Φωτογραφία: Νίκη Παγιατάκη
Το θέατρο Θησείον κατακλύστηκε πρόσφατα από το σύμπαν του Μπέκετ: έναν κόσμο «σπαρμένο με ερείπια», γεμάτο, συνάμα, θέληση για ζωή. Αιτία ήταν το «Quelle Catastrophe!», η αυτοσχεδιαστική performance του ηθοποιού-συγγραφέα Αντρέα Μαντά και του μουσικού Τηλέμαχου Μούσα, με παράλληλη αφήγηση από τον συγγραφέα-μεταφραστή Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη.
Πλέον οι παραστάσεις τελείωσαν. Άλλωστε «Ο χρόνος περνάει», είχε γράψει ο Μπέκετ προτού χαθεί στο αιώνιο σκοτάδι, «Αυτό είν’ όλο./ Και ο νοών νοείτω./ Σβήνω το φως».
Ο Αντρέας Μαντάς, εμπνευστής και σκηνοθέτης της παράστασης, τον «συνάντησε» και μας μίλησε για αυτή την εμπειρία. Για το πώς ήταν όταν φόρεσε το σακάκι που του έδωσε ο ίδιος ο Μπέκετ – κάτι που ολόψυχα απεύχεται να συμβεί στο μέλλον.
Πώς ξεκίνησε η περιπέτειά σας με τον Μπέκετ;
Ήταν ένα μεταφυσικό βάσανο που με κυνηγούσε για καιρό και τελικά πήρε μορφή, όταν ήμουν Ολλανδία, πριν λίγα χρόνια. Είχα ακούσει την ιστορία ενός ολλανδού ηθοποιού του ’70, ο οποίος παρουσίασε το έργο του Μπέκετ ως μονόλογο. Και μετά από κάποιες παραστάσεις, είδε ένα όραμα και άκουσε μια φωνή που έλεγε: «Έρχεσαι; Δεν έρχεσαι; Πού είσαι;». Ανέβηκε, λοιπόν, στη σκηνή και ενημέρωσε το κοινό ότι σταματάει τις παραστάσεις, για να αφοσιωθεί στον θεό. Ονομάζεται πλέον Θεόδωρος, από Γιόσεφ, και μένει σε μια καλύβα κάπου ανάμεσα στο Ρότερνταμ και τη Χάγη. Μια μέρα, πήρα το ποδήλατο, τον συνάντησα και του ζήτησα να μου διηγηθεί την ιστορία του.
Στον δρόμο της επιστροφής αποφάσισα ότι η φράση «Γιατί δεν έρχεσαι;» θα είναι η εισαγωγή της δικής μου παράστασης. Μέχρι τότε, είχα στήσει νοητά όλο το εικαστικό κομμάτι της, συμπεριλαμβανομένων των βίντεο. Θα ζητούσα από τους ήρωές μου -συγγραφείς, μουσικούς και άλλα αβανγκάρντ πλάσματα- να πουν στην κάμερα τη φράση «άλλαξε το σύστημά μου» από την «Πρώτη αγάπη» του Μπέκετ. Ανάμεσά τους ήταν η Τζούλι Κρουζ και ο Μπάρι Άνταμσον, συνεργάτες του Ντέιβιντ Λιντς. Σε αυτό το «λιντσικό» σκηνικό στήθηκε η παράσταση.
Συνθέσατε αποσπάσματα από το σύνολο του έργου του Μπέκετ. Πώς κάνατε την επιλογή;
Διάβασα το έργο του από την αρχή, κυρίως το μη θεατρικό, το μετέφρασα, το «πείραξα» και δημιούργησα ένα ενιαίο κείμενο. Το κείμενο αυτό είναι το βιβλίο «Oι ώρες ανάμεσα» και η παράσταση «Quelle Catastrophe!» είναι η συρραφή των πιο δυνατών στιγμών του.
Στο θέατρο θέλησα να παρουσιάσω κάτι ποστ πανκ, λίγο «κουνημένο», σαν συναυλία. Προσπάθησα να βιώσω ό,τι διαβάζω, να κρατηθώ από μία λέξη ή μία εικόνα, για να γράψω, λόγου χάρη, ένα ποίημα. Επεδίωξα να περάσει το πνεύμα του συγγραφέα, χωρίς να γίνεται άμεση αναφορά σε ήρωές του ή ακόμη και στον ίδιο. Ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, στην αρχή ήταν μαθητής του Τζόις και λίγο πριν το τέλος στο έργο του υπάρχει η απόλυτη αφαίρεση. Θεωρώ πως είναι ο απόλυτος μοντέρ. Και δεν μπορείς να κάνεις μοντάζ στον απόλυτο μοντέρ. Αυτό ουσιαστικά αποπειράθηκα να κάνω. Και το έκανα κάπως «αϊζενσταϊνικά», κινηματογραφικά. Γιατί οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει με τις ταινίες και τις σειρές που βλέπουν στις διαδικτυακές πλατφόρμες και δύσκολα συνδέονται με κάτι αμιγώς θεατρικό. Θέλουν να δουν κάτι σύντομο, γρήγορο. Και ό,τι μείνει. Και αυτό που μένει είναι η ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι λέξεις. Με αυτή την ατμόσφαιρα μου αρέσει να δουλεύω.
Στην παράσταση συνυπάρχετε ηθοποιός, μουσικός και αφηγητής. Ο τελευταίος, ο Μπαμπασάκης, είναι ο μεταφραστής της βιογραφίας του Μπέκετ, που εκπόνησε ο Νόουλσον. Επενέβη στο ανέβασμα της παράστασης ως γνώστης της ζωής και του έργου του;
Ήταν ο πρώτος που διάβασε το κείμενο και νομίζω πως συμφωνούμε ότι ο Μπέκετ προσεγγίζεται καλύτερα έτσι.
Έτσι «πειραγμένος», εννοείτε;
Ναι. Δεν χορταίνω να βλέπω τον Μαγκί στην «Τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ» ή να διαβάζω πόσο καλή ήταν η Τσίγκου στις «Ευτυχισμένες μέρες». Όλα αυτά έχουν περάσει στο DNA μας. Και υπάρχει ο «ηλεκτρισμός» του Μπέκετ, ο οποίος μας πηγαίνει προς μια πιο μεταφυσική κατεύθυνση.
Γι’ αυτό και ονόμασα την παράσταση Quelle Catastrophe!, μια ερευνητική ανάγνωση στο έργο του Μπέκετ. Για να μην πει κάποιος «πώς τον ανέβασες έτσι». Για εμένα είναι ο απόλυτος ποστ πανκ ήρωας. Και τα παιδιά του δεν είναι παρά οι πατεράδες των άγγλων ποιητών και συγγραφέων, όπως του Τζόναθαν Κόου.
Στην παράσταση η μουσική έχει κυρίαρχο ρόλο. Δεν μπορούμε παρά να θυμηθούμε τι πίστευε ο ίδιος ο Μπέκετ για τους ήχους, τις επαναλήψεις, δεδομένης της αγωνίας του ότι οι λέξεις δεν μπορούν να μεταδώσουν κάποιο νόημα.
Το ροκ πανκ στοιχείο που λέγαμε προηγουμένως, υπάρχει και στη μουσική. Γι’ αυτό και περνάει φευγαλέα μια βουή, το ακατέργαστο που κάνει ο Τηλέμαχος με την κιθάρα. Στις πρόβες, όταν αυτοσχεδιάζαμε, του ζήτησα να «τζαμάρουμε», να αφήσουμε τις λέξεις να μας χτυπήσουν, για να δώσουμε χώρο στο μεταφυσικό βάσανο και να ρίξουμε προς τα έξω τα «σκουπίδια», όλον αυτόν τον «ιντάστριαλ» θόρυβο. Και, μέσα από την επανάληψη, γινόταν κάθε βράδυ κάτι διαφορετικό.
Διαβάζουμε στον Νόουλσον ότι η απροθυμία του Μπέκετ να το βάλει κάτω ενισχύθηκε, όταν είδε τους ανθρώπους-συντρίμμια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου να «γαντζώνονται σαν τρελοί από τη ζωή». Στην παράστασή σας αναφερθήκατε στον θάνατο με φράσεις όπως «φέρτε τους νεκρούς σας».
Η φράση αυτή είναι δική μου. Ήθελα να παρουσιάσω τον Μπέκετ πιο μεταφυσικό, πιο εξωτερικευμένο. Ήταν σαν να σέρνω στη σκηνή την ψυχή του και να του απευθύνομαι: «Είσαι ένας πανέμορφος άνθρωπος. Που πόνεσε. Όμως, έκανε τα πάντα για να σταθεί όρθιος στη ζωή». Ήταν, λοιπόν, μια δική μου ανάγκη. Για να ξορκίσω τον πόνο. Αλλά και για να χαϊδέψω τα φαντάσματα που με επισκέπτονται. Τα φαντάσματα είναι εδώ, μαζί μας. Δεν είναι κακά. Αρκεί να τα αγκαλιάσουμε.
Από τη μία, υπάρχει η σισύφεια επανάληψη, ο κατακερματισμός του λόγου και αυτό που θα λέγαμε «ρομποτικό», και από την άλλη, το ζωντανό, σπαρακτικό στοιχείο που το «ρίχνουμε» πάνω στο κοινό. Είναι δύο πόλοι: ο Μπέκετ και εμείς που του ζητάμε να έρθει, με τις πληγές του, για να τον δούμε και να μας αγκαλιάσει. Βέβαια, για να είμαι ειλικρινής, μετά από αυτή την παράσταση, δεν νομίζω ότι θα μπορέσω να διαβάσω ξανά ολόκληρο κάποιο έργο του. Να είναι καλά εκεί που είναι. Τον αγαπώ, μου έδωσε το σακάκι του και το φόρεσα. Αλλά καλύτερα να μη με επισκεφτεί ξανά.
Ποια είναι τα επόμενά σας βήματα;
Θα παρουσιάσουμε στην Ελευσίνα, στις 6 Ιουλίου, το «Ξυλίκι-Post Scriptum», μια παράσταση για την απώλεια και την απουσία. Στη συνέχεια, θέλω να παρουσιάσω το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι και το «Decadence» του Μπέρκοφ, αλλά και τη δουλειά μου πάνω στο έργο της Ρουκ και στον Τσέχωφ. Θέλω να συνεχίσω τις ερευνητικές αναγνώσεις, για να με δοκιμάσω. Γιατί πιστεύω στο «να αποτύχεις καλύτερα». Στην αποτυχία η οποία δεν είναι ένα ακατέργαστο λάθος. Όπως οι σπασμένες νότες, το φάλτσο, το οποίο ο Μάιλς Ντέιβις επιλέγει να κρατήσει, γιατί έχει ψυχή. Ε, λοιπόν, εμένα αυτό το φάλτσο με ψυχή κάπου με πάει.