Τις μέρες αυτές συμπληρώνεται ένας χρόνος από τον θάνατο του Ηλία Νικολακόπουλου. Κι είναι πάντα μια δύσκολη διαδικασία, όσο περνά ο καιρός και το πρώτο σοκ του βίαιου αγγέλματος διαδέχεται η βεβαιότητα της απουσίας, το να περάσεις από την επικράτεια της λύπης σε εκείνη του αναστοχασμού.
Αναλογίζομαι τον Ηλία, τον δάσκαλο, τον φίλο, τον συνεργάτη. Σκέφτομαι όλα εκείνα τα νήματα που με συνέδεαν μαζί του: τα βιβλία και τα κείμενά του, τις ατέλειωτες διορθώσεις στα γραπτά μου, τη γενναιόδωρη κριτική του, τη δοτικότητά του. Αναλογίζομαι τα ΑΣΚΙ, όπου μοιραστήκαμε μαζί την έγνοια τους για περισσότερα από είκοσι χρόνια. Την κοινή μας διδασκαλία σε μεταπτυχιακό επίπεδο, όπου είχα την ευκαιρία να θαυμάσω τη δύναμη του λόγου του, το βάθος της γνώσης, τη δυνατότητά του να φέρνει το πρόβλημα στο προσκήνιο και να το ανατέμνει, την ανοιχτοσύνη και τη γενναιοδωρία του στους φοιτητές και τις φοιτήτριες του. Τις κουβέντες για την πολιτική και τη δημοκρατία, το πάθος της ανάλυσης, τις εκλογές που δεν μπορούσαν να γίνουν «χωρίς Νικολακόπουλο», τη σχέση και την αγάπη του για την ιστορία.
Εκλογική κοινωνιολογία
Ο Ηλίας ήλθε στην ιστορία μέσα από τον χώρο της μαθηματικής επιστήμης. Πρόσθεσε με λαμπρά αποτελέσματα, ένα νέο αντικείμενο εκείνο της εκλογικής κοινωνιολογίας στους τρόπους μελέτης της πρόσφατης ιστορίας. Δεν είμαι σε θέση τώρα να διακρίνω καθαρά τις καμπές, τις τομές μέσα στην επιστημονική του διαδρομή. Είναι προφανές ότι η επιστροφή του στην Ελλάδα, στη συνέχεια η εργασία του στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και η στενότατη συνεργασία του με τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά υπήρξε καθοριστική για τη σχέση του με την ιστορία. Ούτως ή άλλως, από την πρώτη στιγμή ο Ηλίας δεν ασχολήθηκε με τον χωροχρόνο ως απλώς ένα πλαίσιο για να αναλύσει τα εκλογικά αποτελέσματα. Αντιθέτως αντιμετώπισε τις εκλογές σαν ένα ιδανικό παρατηρητήριο για να γράψει για τη σύγχρονη τους κοινωνία. Ήταν μια σχέση αμφίδρομη: από τις εκλογές στην κοινωνία και από την κοινωνία στις εκλογές, μια διαδρομή που αποσκοπούσε πάντα στο ίδιο αποτέλεσμα: στην κατανόηση. Ήταν μια σχέση με την ιστορία που όσο περνούσε ο καιρός γινόταν όλο και πιο πυκνή, αξίζει να δει κανείς την πρώτη και την οριστική έκδοση της διατριβής του για να το συνειδητοποιήσει ή να διατρέξει την εργογραφία του με τη σταδιακή πύκνωση και επέκταση του μελετητικού του ενδιαφέροντος σε όλο τον 20ό αιώνα. Ήταν μια σχέση μιας διαρκούς και γόνιμης συνομιλίας ανάμεσα στην πολιτική επιστήμη και την ιστορία.
Γέφυρες
Έχω την αίσθηση, αναλογιζόμενος τα τελευταία χρόνια ότι όσο περνούσε ο καιρός ο Ηλίας και παρά τη σταθερή του σχέση με την πολιτική επιστήμη βυθιζόταν στην ιστορία. Σε μια σχέση, όμως με το παρελθόν που δεν ήταν αυτοσκοπός· ο φίλος μας προσπαθούσε πιο πολύ να κατανοήσει το σήμερα, να φτιάξει τις γέφυρες ανάμεσα σε αυτό που είχε φύγει και σε αυτό που ερχόταν. Νομίζω από εκεί ξεκινούσε η έμπνευσή του και δεν είναι τυχαίο ότι η καίρια συμβολή του, εκείνη που καθιέρωσε άλλωστε και τον όρο «καχεκτική» δημοκρατία δεν συνομιλούσε μόνο με μια κρίσιμη περίοδο της σύγχρονης ζωής, αλλά και με ένα κομβικό διάστημα για τη δική του οικογένεια και την προσωπική διαμόρφωσή του. Ο Ηλίας διάβαζε τα τεκμήρια με βουλιμία, αντιμετώπιζε τα αρχεία ως πηγή για να ανακαλύψει συλλογικές, πολιτικές και ατομικές διαδρομές. Βαριόταν τα πολύ θεωρητικά, χαιρόταν με το χειροπιαστό. Σώρευε γνώση και πληροφορίες, χτίζοντας -σχεδόν με μανία κάποτε- έναν κόσμο διασταυρώσεων προσώπων και ρευμάτων. Αναζητούσε ερμηνείες, μάζευε ψηφίδες, πρόσθετε συνέχεια ονόματα και διαδρομές προσώπων στο δικό του ιστορικό εικονοστάσι. Υποψήφιοι, πολιτευτές, βουλευτές, πρόσωπα που ενεπλάκησαν στον πολιτικό βίο της χώρας και έμειναν ή πέρασαν σαν διάττοντες αστέρες ήταν οι δικοί του «άγιοι». Νομίζω, την τρυφερότητα αλλά και την ευθυκρισία του απέναντι σε αυτό τον κόσμο, μπορεί κανείς να την διακρίνει στη βιογραφία του Ηλία Ηλιού, μια σπονδή στη γενιά του πατέρα του, μια σπονδή σε μια δημοκρατική Αριστερά που διέτρεξε όπως σημείωνε ο ίδιος τον 20ό αιώνα με αγωνιστικότητα και καρτερία.
Το νήμα της επιστημονικής του ενασχόληση
Και όσο περνούσε ο καιρός, μέσα και από την εμπλοκή στα ΑΣΚΙ, ενισχυόταν όλο και περισσότερο αυτή η σύνδεση του προσωπικού με το επιστημονικό και το πολιτικό. Η επιστημονική του ενασχόληση γινόταν το νήμα για να καταλάβει την οικογενειακή και προσωπική του διαδρομή, είτε αυτό αφορούσε την ιστορία του Νίκου Πλουμπίδη, κουμπάρου στο γάμο των γονιών του, είτε την ιστορία των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ, στις οποίες συμμετείχε και ο πατέρας του· ο πατέρας του ηγετικό στέλεχος του αγώνα των δημοσίων υπαλλήλων στην Κατοχή, κατηγορούμενος έπειτα στην πρώτη δίκη του Νίκου Μπελογιάννη. Ενδεχομένως, όσο ο καιρός περνούσε υπήρχε και η ανάγκη να κατανοήσει τη δική του διαδρομή από τα χρόνια του ’60 και τη μαχητική στράτευση στις κριτικές παρεμβάσεις του στις αρχές της δεκαετίας του 2020. Το έχει επισημάνει ωραία ο Κωστής Καρπόζηλος γράφοντας για την ερευνητική και επιστημονική αναμέτρηση του Ηλία με την ιστορία της Αριστεράς, ως μια «διαρκή απόπειρα τακτοποίησης ενός εκκρεμούς εσωτερικού λογαριασμού».
Ο Ηλίας δεν υπήρξε ποτέ ένα επιστήμονας του γραφείου, ούτε ένας διανοούμενος που μετρούσε τα λόγια του. Ήξερε, όταν ήθελε και όταν έπρεπε να εκφράσει τον λόγο του, τον θυμό του, την ανησυχία του, να συνδέσει την εκλογική ανάλυση με την πολιτική κριτική. Χτύπησε από πολύ νωρίς το καμπανάκι για την άνοδο της ακροδεξιάς, διεκδίκησε με πρωτόγνωρη για εκείνον ένταση τη δικαίωση της μνήμης του φίλου του Στέλιου Αλεξανδρόπουλου, στην πραγματικότητα τη διαφάνεια και τη χρηστή διοίκηση στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Ήξερε να υπερασπίζεται αυτά που θεωρούσε μείζονα με μια ακατάβλητη, ξεροκέφαλη θα έλεγε κανείς, μαχητικότητα και μπορούσε να γίνει όσο δυσάρεστος χρειαζόταν όταν έπρεπε να αντιμετωπίσει την πολιτική βλακεία ή την ανηθικότητα.
Εκεί που οι φίλοι μας επισκέπτονται πάντα
Όσο μεγαλώνουμε όλο και πιο πολύ βαραίνει ο χρόνος και η μοναξιά απέναντι στο άφευκτο της διαδρομής μας. Και το έβλεπες αυτό στον Ηλία, παρόντα παράλληλα και απόντα, οικείο και απόμακρο στις καθημερινές συναναστροφές μας τον τελευταίο καιρό. Κι όσο όλο και πιο πολύ έμοιαζαν να πυκνώνουν οι σιωπές, τόσο περισσότερα γίνονταν όσα εν τέλει έμεναν χωρίς λεκτική έκφραση, όσα έμοιαζαν να περιμένουν να ειπωθούν μια άλλη φορά. Μόνο που αυτή η άλλη φορά δεν ήλθε ποτέ, έμειναν όλα μετέωρα όπως και εκείνο το βιαστικό «θα τα πούμε» στην τελευταία μας μεσημεριάτικη συνάντηση. Δεν θα τα πούμε πιά παρά μόνο στις δικές μας αναμνήσεις και στα όνειρά μας. Εκεί που οι φίλοι εξακολουθούν να μας επισκέπτονται και να μας μιλάν. Εκεί που μπορούμε ελεύθερα να μπλέκουμε το χθες με το σήμερα και το αύριο. Όπως και με την ιστορία, με τρόπο που μας την δίδαξε ο Ηλίας Νικολακόπουλος, μια χειρονομία αντίστασης απέναντι στον θάνατο και στη λησμονιά, μια άσκηση κατανόησης και επίγνωσης όσων μας καθόρισαν. Από τη χώρα των μαθηματικών στους τόπους της πολιτικής επιστήμης και στην ιστορία, ο Ηλίας Νικολακόπουλος θα εξακολουθεί να μας ταξιδεύει στην επικράτεια της δικής του σκέψης, εκεί όπου θα συμπλέκονται για πάντα αρμονικά οι αριθμοί με την προσωπική τρυφερότητα, τον διανοητικό αναστοχασμό και το όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο.