Ο πόλεμος στην Ουκρανία, όπως και μία σειρά από αμφιλεγόμενα εκλογικά αποτελέσματα ανά τον κόσμο, έφεραν στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης το ρόλο της προπαγάνδας, τους φορείς της και τα μέσα που χρησιμοποιεί. Ιδιαίτερα έχει συζητηθεί ο ρόλος της ξένης προπαγάνδας και η δυνατότητά της να επηρεάζει πολιτικές στάσεις και ιδεολογικές διεργασίες στο εσωτερικό άλλων χωρών. Η σχετική συζήτηση είναι συχνά δέσμια παρανοήσεων γύρω από τη λειτουργία της προπαγάνδας, ενώ η επαρκής τεκμηρίωση παραμένει ζητούμενο καθώς, εύλογα, οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί δεν επιδιώκουν τη δημοσιοποίηση των σχεδιασμών τους. Σε κάθε περίπτωση, η τρέχουσα συγκυρία αναδεικνύει τη σημασία της ανασυγκρότησης, συστηματικά και με νηφαλιότητα, μιας ιστορίας της προπαγάνδας.

Ο «σύντομος» εικοστός αιώνας θα μπορούσε άλλωστε να ιδωθεί και ως ο κατεξοχήν αιώνας της νεωτερικής, κρατικής προπαγάνδας. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, που σηματοδότησε την ανάδυση του ολοκληρωτικού πολέμου και την έλευση του εικοστού αιώνα, ήταν η αφετηρία για τη δημιουργία μηχανισμών προπαγάνδας στο επίπεδο του έθνους-κράτους, με πρωτοπόρους το βρετανικό και το γερμανικό κράτος. Η ελληνική επικράτεια βρέθηκε στο επίκεντρο της δράσης τέτοιων μηχανισμών, με τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γερμανική Αυτοκρατορία και τη Γαλλία να επιχειρούν να επηρεάσουν τις αντιλήψεις και τις στάσεις τόσο των ελίτ όσο και της κοινής γνώμης αναφορικά με τον Μεγάλο Πόλεμο. Η μάχη της προπαγάνδας διεξήχθη με ιδιαίτερη σφοδρότητα κατά τη διάρκεια της ελληνικής ουδετερότητας (1914-1917), ενώ συνεχίστηκε και μετά την επίσημη είσοδο της χώρας στον πόλεμο με το στρατόπεδο της Αντάντ, καθώς η κληρονομιά της ουδετεροφιλίας και οι ιδεολογικές συνέπειες του Εθνικού Διχασμού παρέμεναν ενεργές.

Παρότι η διάσταση αυτή είναι, σε αδρές γραμμές, γνωστή, αξίζει να επισημανθεί ότι το φαινόμενο της προπαγάνδας στην Ελλάδα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου δεν έχει μελετηθεί πλήρως. Πρόσφατες ιστοριογραφικές συμβολές ήρθαν να φωτίσουν σημαντικές όψεις του ζητήματος αξιοποιώντας νέες αρχειακές πηγές και επισημαίνοντας την αλληλεπίδραση μεταξύ εθνικών και διεθνών παραγόντων και δρώντων. Στο πλαίσιο αυτό, το έργο «Εικόνες της Γερμανίας στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου: Λόγοι, προσλήψεις και προπαγάνδα, 1914-1918», που υλοποιείται στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ, εστιάζει στη βρετανική προπαγάνδα αναδεικνύοντας τη συμβολή της στην κατασκευή και εμπέδωση μιας αρνητικής εικόνας για τη Γερμανική Αυτοκρατορία.

Για την υλοποίηση του παραπάνω στόχου, η βρετανική προπαγάνδα συνδύαζε τα βασικά μοτίβα της συμμαχικής πολεμικής προπαγάνδας με πολιτισμικά στερεότυπα και επιχειρήματα που στηρίζονταν σε στοιχεία του ελληνικού εθνικισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαμόρφωση και διάχυση του προπαγανδιστικού περιεχομένου αλληλεπιδρούσε με την εσωτερική πολιτική διαμάχη και τη διαίρεση βενιζελισμού-αντιβενιζελισμού. Η τελευταία συνιστούσε μία μείζονα πρόκληση για τη βρετανική προπαγάνδα, καθώς δεν επέτρεπε την υιοθέτηση ενός ενιαίου προπαγανδιστικού λόγου για το σύνολο της ελληνικής επικράτειας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες που απέρρεαν από τη γεωγραφία, με κυριότερη τη νησιωτικότητα, έθετε όρια σε ένα προπαγανδιστικό περιεχόμενο που σε μεγάλο βαθμό προϋπέθετε ακροατήρια, με σχετικά συμπαγείς, και ελάχιστα διαφοροποιούμενες ταυτότητες. Εν τούτοις, οι Βρετανοί αξιωματούχοι κατέβαλαν προσπάθειες προκειμένου να προσαρμόσουν τη στρατηγική της προπαγάνδας, ιδιαίτερα μετά το ορόσημο του 1917, στις απαιτήσεις της πολιτικής γεωγραφίας του Εθνικού Διχασμού, αλλά και στην κοινωνική διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας, ενώ επέλεξαν να διατηρήσουν και τον φιλοβενιζελικό προσανατολισμό του προπαγανδιστικού περιεχομένου θεωρώντας το αλληλένδετο με την προώθηση των στόχων της Εγκάρδιας Συνεννόησης. Παράλληλα, επιχείρησαν να εισάγουν και στοιχεία που θα υπηρετούσαν μια περισσότερο μακρόπροθεσμη στοχοθεσία, και αφορούσαν στην εμπορική πολιτική της Βρετανίας μετά το τέλος του Πολέμου και στην πολιτισμική διείσδυση στην Ελλάδα.

Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο προβληματισμός που αναδεικνύεται στους σχεδιασμούς των Βρετανών για το ποιοι είναι οι επιθυμητοί στόχοι της προπαγάνδας: είναι η μεταστροφή όσων εναντιώνονται και δυσπιστούν ή η σφυρηλάτηση της ταυτότητας και της επιχειρηματολογίας όσων διάκεινται ευνοϊκά; Το ερώτημα αυτό, το οποίο λανθάνει στις επεξεργασίες – και στους αυτοσχεδιασμούς – μιας γραφειοκρατίας, στις αρχές του εικοστού αιώνα, επανερχόταν, σε διάφορες συγκυρίες, τόσο στην πρακτική, όσο και στην έρευνα γύρω από την προπαγάνδα. Και ηχεί επίκαιρο ακόμη και σήμερα: Μπορεί η προπαγάνδα να δημιουργήσει πεποιθήσεις εκ του μηδενός ή απλώς μετασχηματίζει και ενισχύει όσα πιστεύαμε ήδη;

 

 

* Το παρόν άρθρο χρηματοδοτείται από το γερμανικό Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εξωτερικών από πόρους του ελληνογερμανικού Ταμείου για το Μέλλον, στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου «Εικόνες της Γερμανίας στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου: Λόγοι, προσλήψεις και προπαγάνδα, 1914-1918».

 

Τζένη Λιαλιούτη Η Τζένη Λιαλιούτη είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ και διευθύντρια του Εργαστηρίου Μελέτης Ελληνογερμανικών Σχέσεων Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet