Η κοινή θέση της αντιπολίτευσης (Δημοκρατικού Κόμματος, Κινήματος 5 Αστέρων, Azione και Πράσινων-Αριστεράς, πλην της Italia Viva του Ρέντσι) για τη θέσπιση του κατώτατου μισθού στα 9 ευρώ την ώρα, είναι ένα σημαντικό βήμα αντίστασης κατά της κυβέρνησης. Στη συζήτηση που διεξήχθη στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Ρώμης μεταξύ των επικεφαλής των κομμάτων Έλι Σλάιν και Τζουζέπε Κόντε και των γραμματέων του συνδικάτου Cgil, Μαουρίτσιο Λαντίνι και του συνδικάτου Uil, Πάολο Μπομπαρντιέρι για τον πληθωρισμό και τους μισθούς, έγινε σαφές ότι αυτό δεν αρκεί, αλλά ότι χρειάζονται εντελώς νέες φορολογικές, εισοδηματικές και βιομηχανικές πολιτικές.
Σύμφωνα με την πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι και την υπουργό Εργασίας Μαρίνα Καλντερόνε, «δεν είναι δυνατό να φθάσει κανείς στον κατώτατο μισθό δια νόμου». Όσο για τον πρόεδρο του Συνδέσμου Βιομηχάνων, δεν θα περιμέναμε να ισχυρισθεί κάτι άλλο, εκτός από τα εξής: «Δεν είναι δικό μας πρόβλημα. Εμείς πληρώνουμε το σωστό».
Ο Μαουρίτσιο Λαντίνι υποστηρίζει ότι οι συναντήσεις των συνδικάτων με την κυβέρνηση είναι ανώφελες, γιατί δεν υπάρχει πραγματική συζήτηση και η κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει τον ρόλο του συνδικάτου που εκπροσωπεί εκατομμύρια ανθρώπους. Στο μεταξύ, η αγοραστική δύναμη έχει μειωθεί κατά 15% μέσα σε δύο χρόνια, πλήττοντας τα φτωχότερα στρώματα, ενώ η κυβέρνηση προτιμά να παραχωρεί κάποια μπόνους (αντίστοιχα με τα pass). Οι μηχανουργοί, μολονότι πέτυχαν μια αύξηση 123 ευρώ τον μήνα, απεργούν 7 και 10 Ιουλίου, γιατί είναι άγνωστο το μέλλον της ιταλικής βιομηχανίας.
Το οικονομικό σύστημα της Ιταλίας βασίζεται στους χαμηλούς μισθούς, στην τεράστια επισφάλεια και σε τομείς με χαμηλή παραγωγικότητα και μικρή τεχνολογική καινοτομία, όπως ο τουρισμός και η εστίαση, που προκαλούν τις αυξήσεις των ενοικίων και τις βλαπτικές για τους εργαζομένους συμβάσεις εργασίας που επέβαλαν οι «κεντροαριστερές» και «κεντροδεξιές» κυβερνήσεις των τελευταίων 30 χρόνων. Αυτή τη λογική συνεχίζει ο νέος εργασιακός νόμος, μειώνοντας το Επίδομα του Πολίτη και εισάγοντας το δικό της πενιχρό Επίδομα Συμπερίληψης, απελευθερώνοντας τα voucher και αυξάνοντας την επισφάλεια στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Σύμφωνα με την Έλι Σλάιν η στρατηγική της κυβέρνησης είναι να αυξήσει τις ανισότητες, ενώ, σύμφωνα με τον Τζουζέπε Κόντε, η κυβέρνηση «ρίχνει συνειδητά λάδι στη φωτιά, προγραμματίζοντας μια κοινωνική ανάφλεξη».
Όμως, ο πονοκέφαλος για την κυβέρνηση δεν περιορίζεται στις αντιπαραθέσεις για τον κατώτατο μισθό. Η κυβέρνηση Μελόνι, εκτός των άλλων, έχει να απολογηθεί τις προσεχείς μέρες στη Βουλή για το σκάνδαλο της υπουργού Τουρισμού (διευθύνοντος συμβούλου τουριστικών και άλλων επιχειρήσεων), Ντανιέλα Σαντανκέ, η οποία κατηγορείται ότι συχνά δεν πλήρωνε τις αποζημιώσεις στους εργαζομένους, ούτε τους προμηθευτές, ενώ λάμβανε η ίδια υπέρογκες αμοιβές, καθώς και παροχές από το ταμείο ανεργίας λόγω Covid για εργαζομένους που εξακολουθούσαν να εργάζονται.
Αλλά και οι επιθέσεις στα δικαιώματα δεν μένουν αναπάντητες. Οι τεράστιες διαδηλώσεις Pride στην Ιταλία απαντούν στην επιμονή της κυβέρνησης να μην αναγνωρίζει τις οικογένειες Ουράνιο Τόξο, παρά την Οδηγία της ΕΕ.
Στη συζήτηση για το προσφυγικό στη ΕΕ, η Μελόνι έμεινε μόνη, χωρίς τους συνοδοιπόρους της από την Ουγγαρία και Πολωνία, οι οποίοι εξακολουθούν να αρνούνται μια νέα συμφωνία. Η ιταλίδα πρωθυπουργός έσπευσε να συναντήσει τον πολωνό πρωθυπουργό Ματέους Μοραβιέτσκι στη Βαρσοβία, σε μια προσπάθεια να τον μεταπείσει, δηλώνοντας, όμως, ότι «δεν απογοητεύομαι ποτέ από όποιον υπερασπίζεται τα συμφέροντα της χώρας του». Παράλληλα, ο ιταλός υπουργός Εσωτερικών Ματέο Πιαντεντόζι, ανακοινώνει τη δημιουργία του πρώτου κέντρου ταχείας απέλασης, παρά την οριστικοποίηση της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που καταδικάζει την Ιταλία για τις απάνθρωπες συνθήκες και τις μαζικές επαναπροωθήσεις στο κέντρο υποδοχής της Λαμπεντούζα. Το ιταλικό κράτος δεν άσκησε έφεση.
Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η κάπως πιο συναινετική στάση της Μελόνι στη συνάντηση κορυφής ενισχύει τις πιθανότητες να γίνουν αποδεκτοί οι Αδελφοί της Ιταλίας σε μια συμμαχία Λαϊκών - Συντηρητικών, καθώς η Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν και το κόμμα της βρίσκονται σε μια φάση απεγνωσμένης προσπάθειας εξεύρεσης ενός τρόπου για να συνεχίσουν να κυβερνούν στην Ευρώπη μετά τις εκλογές του 2024. H πρόθεση των Αδελφών της Ιταλίας να συμμετάσχουν σε μια τέτοια συμμαχία επιβεβαιώνεται και από τη συνέντευξη του υπουργού Άμυνας Γκουίντο Κροζέτο στην εφημερίδα Repubblica, όπου τονίζει: «Θέλουμε να νικήσουμε το 2024 με τη συμμαχία Λαϊκού Κόμματος-Συντηρητικών. Είμαστε διαφορετικοί από τη Λεπέν και οι δρόμοι μας έχουν χωρίσει εδώ και καιρό».
Η ενίσχυση των ακροδεξιών τάσεων φοβίζει, αλλά, τουλάχιστον στην Ιταλία, ένα αντίθετο μέτωπο, έστω και με τις αδυναμίες του, μοιάζει να σχηματίζεται.