Το τρίγωνο της διαπλοκής προσπαθεί να τελειώσει με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, με το κόμμα που, καθώς δεν διεφθάρη (δεν τα βρήκε με επιχειρηματίες και βαρόνους των ΜΜΕ, δεν πλούτισαν τα στελέχη του από τη συμμετοχή τους στην εξουσία), θα μπορούσε να επιστρέψει κάποια στιγμή, όταν η ελληνική κοινωνία δεν θα αντέχει άλλο το πλιάτσικο των διεφθαρμένων, τη γελοία προπαγάνδα τους και την παροιμιώδη ανικανότητά τους.
Δεν είναι βέβαιο, ωστόσο, ότι τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ομαδοποιημένα σε τάσεις, έχουν την αυτοσυγκράτηση, το ομαδικό πνεύμα και την πολιτική οξύνοια να αποφύγουν τις διαλυτικές διαδικασίες που θα οδηγήσουν το κόμμα άμεσα και με μαθηματική ακρίβεια στην τρίτη δημοσκοπική θέση, στην απόσυρση στελεχών, μελών και ψηφοφόρων από τις τάξεις του και, εν τέλει, στην πολιτική ανυποληψία και την αντίστοιχη αντιμετώπιση από τα ΜΜΕ, την κοινή γνώμη και τους όμορους πολιτικούς χώρους. Δίνουν την εντύπωση ότι, παρ’ όλη την καθίζηση του ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, δεν έχουν καταλάβει ότι ούτε οι υπόλοιποι ψηφοφόροι είναι δεδομένοι για ένα κόμμα που δεν είναι σαφές πλέον τι ρόλο παίζει μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ.
Το σίγουρο είναι ότι ο κόσμος που ψήφιζε ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν έψαχνε ούτε ένα δεύτερο ΠΑΣΟΚ (και αυτό θα πρέπει να το σκεφτούν όσα στελέχη της «δεξιάς» πτέρυγας μιλάνε για αριστερά «βαρίδια»), ούτε ένα δεύτερο ΚΚΕ (και αυτό θα πρέπει να το σκεφτούν όσα στελέχη από την «αριστερή» πτέρυγα λένε ότι εκείνο που έφταιξε ήταν το άνοιγμα στο Κέντρο). Και, δυστυχώς, οι αριστεροί ακόμα δεν μπορούν να κατανοήσουν τους λόγους για τους οποίους δεν θα ήταν ποτέ νοητό να κυβερνήσει η Αριστερά ως ένα διαρκές ΕΑΜ ή ως ένα διαρκές αντιδικτατορικό κίνημα ή ως μια διαρκής αντίσταση στην Τρόικα. Ούτε όμως οι σοσιαλδημοκράτες έχουν ακόμα κατανοήσει ότι μόνο ως φιλολαϊκή παράταξη κατάφερε να κυβερνήσει η Ένωση Κέντρου και το ΠΑΣΟΚ, καθώς και ότι η αντικατάσταση του ΠΑΣΟΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ συνέβη γιατί το ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε την αριστερή του κοίτη.
Προσωπικά, δεν είμαι αισιόδοξος ότι μπορούν να εγγυηθούν την ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ τάσεις που επιδιώκουν να επιβεβαιώσουν ή να ανατρέψουν εσωκομματικούς συσχετισμούς και στελέχη που πολιτεύονται με βάση τις προσωπικές τους φιλοδοξίες στη μετά Τσίπρα εποχή, τη στιγμή που χρειάζεται ειλικρινής ενωτική διάθεση, πολιτική γενναιοδωρία και προσωπικές υπερβάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η καθυστέρηση της ανάδειξης της επόμενης ή του επόμενου προέδρου μόνο καταστροφική μπορεί να είναι. Ειδικά ενόψει του επικείμενου ολέθριου αποτελέσματος των αυτοδιοικητικών εκλογών. Η δε τυχοδιωκτική σκέψη αλλαγής του καταστατικού, προκειμένου να βγει ο/η πρόεδρος από το συνέριο και όχι από τη βάση (άσχετα αν συμφωνεί κανείς με αυτό ή όχι), θα αποτελέσει την ταφόπλακα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ως μεγάλο κόμμα. Θα επιβεβαιώσει το αριστερό του DNA με έναν τρόπο που θα εκληφθεί ως απόδειξη ότι έχει αλλεργία στη λαϊκή συμμετοχή και ως επιστροφή στις γνώριμες συνήθειες ενός κόμματος διαμαρτυρίας. Βέβαια, αυτό είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό από ανθρώπους που θέλουν να κρίνονται με βάση την πρόθεσή τους και όχι το αποτέλεσμα των πράξεών τους, όσο ολέθριο και να είναι αυτό. Με βάση τη δική τους ερμηνεία για τις πράξεις τους και όχι με βάση την πρόσληψη αυτών των πράξεων από το ευρύ κοινό στο επικοινωνιακό πεδίο.
Σε αυτό το πλαίσιο διεξάγεται και η συζήτηση για την επόμενη ηγεσία του κόμματος. Συζητείται το όνομα του Π. Πολάκη, αν και έχει περισσότερες αντιπάθειες μέσα στο κοινωνικό σώμα (και το αριστερό) και από τον ίδιο τον Τσίπρα και είναι ταυτισμένος (εγώ λέω αδίκως) με την πολωτική διάθεση και την πολιτική τοξικότητα. Συζητείται το όνομα του Ν. Παππά, αν και καταδικάστηκε (εγώ λέω αδίκως) για την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, έγινε κόκκινο πανί για την αντιπολίτευση και τα ΜΜΕ και είναι ταυτισμένος με όλη τη διαχείριση ΣΥΡΙΖΑ. Συζητείται το όνομα της Ρ. Δούρου, αν και είναι ταυτισμένη (εγώ λέω αδίκως) με το Μάτι, υπόθεση για την οποία καταδικάστηκε πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ από την ελληνική κοινωνία. Συζητείται το όνομα του Ευκλείδη Τσακαλώτου, αν και έχει ταυτιστεί με τη διαπραγμάτευση του 2015 και την υπογραφή και εφαρμογή του 3ου μνημονίου, καθώς και τη φορολόγηση της μεσαίας τάξης. Παρ’ όλα τα οικονομικά επιτεύγματά του και το πολιτικό του εκτόπισμα. Όλες αυτές οι επιλογές, για λόγους που υπερβαίνουν τα άτομα, συνιστούν επιλογές ήττας, καθότι επιλογές άρνησης ανανέωσης και αλλαγής σελίδας και, το χειρότερο, επίδειξης διάθεσης προσωπικής δικαίωσης. Ποιος/α δεν θα το ήθελε γι’ αυτά τα στελέχη; Όμως, ούτε για τον Τσίπρα δεν έπιασε.
Αντιθέτως, τα ονόματα της Έ. Αχτσιόγλου, του Α. Χαρίτση, του Δ. Τεμπονέρα και του Γ. Σακελλαρίδη είναι επιλογές που αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο να ξαναγίνει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μεγάλο κόμμα. Είναι νέοι (και αυτό είναι πολιτικό προσόν όταν μιλάμε για ανάγκη επανεκκίνησης και απεγκλωβισμού από την παλιά εικόνα), σχετικά άφθαρτοι και έχουν δώσει επαρκή δείγματα γραφής. Οι δύο τελευταίοι δήλωσαν ότι δεν θα θέσουν υποψηφιότητα. Από τους άλλους δύο, που αποτελούν εξίσου ενωτικές υποψηφιότητες, η Έ. Αχτσιόγλου διαθέτει το πλεονέκτημα ότι είναι μια επιτυχημένη γυναίκα, και μητέρα, που μπορεί να διεκδικήσει να είναι η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ελλάδας, με ένα κόμμα που υπερψηφίζεται από γυναίκες, σε έναν κόσμο όπου η θηλυκοποίηση της πολιτικής εκφράζει ευρύτερες δυναμικές σε κοινωνικό και κινηματικό επίπεδο.