Το ξανασκέφτηκα πλάι
Σ’ αυτό το σπασμένο μάρμαρο
Το περικυκλωμένο από τις πολυκατοικίες.
Λίγα δέντρα, δυο τρεις γλάστρες
Ένα μικρό κιγκλίδωμα.
Το φως έπεφτε λοξά
Στη βιτρίνα του φαρμακείου.
Όχι, δεν πρέπει ν’ ανακατευτώ
Τις καθημερινές μου αφαιρέσεις
Με την ανυπαρξία.
Το ξανασκέφτηκα κάποτε
Παρατηρώντας τα πράσινα νερά
Του Ερύμανθου.
Το ξανασκέφτομαι τώρα
Κοιτάζοντας τον κόκκινο σταυρό
Του φαρμακείου.
Σ’ αυτήν την άδεια πλατεία.
Πλάι στο μάρμαρο που μου ψιθύριζε:
Ας τα όλα!
Το σπασμένο
Είναι πιο ανθεκτικό.
Γιάννης Πατίλης, «Ζεστό μεσημέρι»
Η ζέστη αυτή είναι απότομη, ξαφνική. Σαν να βγαίνει από το παρελθόν και όχι από την ατμόσφαιρα. Από όλα τα καλοκαίρια που έριξαν το φως τους πάνω στην επιφάνεια που περπατούμε. Αυτή η θερμοκρασία μέσα από την άσφαλτο και από το χώμα κάθετη με τον ήλιο να επιβλέπει. Όλα εδώ είναι ορατά. Και ο ίσκιος βιαστικό αποτύπωμα όσων φεύγουν πάνω σε αυτά που μένουν. Το μεγάλο μεσημέρι ως ο μόνος χρόνος της μέρας. Κάνει την κίνηση πιο εμφατική, όλα τα γεγονότα πιο εμφανή, σχεδόν προφανή. Η ζέστη σαν μια συμφωνία που καθυστέρησε και τώρα ήρθε με όλη της την εμφατικότητα, με όλο το πείσμα της επιβεβαίωσης. Η παρατεταμένη περίοδος των βροχών μας έκανε να ξεχαστούμε. Και αυτό το καλοκαίρι έφτασε απότομα βρίσκοντάς μας απροετοίμαστους, αδύναμους στην προσαρμογή, ξαφνιασμένους με το προφανές. Γιατί η ζέστη είναι ανηφόρα. Διεκδικεί κάθε τι από την αρχή, βαφτίζοντας τη δραστηριότητα εκ νέου. Σταδιακά όλα δυσκολεύουν. Είναι αυτή η διαρκής αίσθηση πως βρίσκεσαι μέσα σε κάτι. Μέσα στην ατμόσφαιρα, μέσα στον παχύ αέρα, μέσα στη ζέστη.
Εδώ μέσα, κάθε χρώμα τείνει προς το λευκό. Είναι το φως ως υπέρβαση του χρώματος. Σταδιακή μετατροπή της ποικιλίας προς το ενιαίο της απουσίας. Είναι η τύφλωση από τον υπερθετικό, μια διαδρομή προς την απόλυτη παρουσία των πραγμάτων. Και μεις πίσω από τις γρίλιες να καιροφυλακτούμε, κλεισμένοι μέσα σε ένα κάτι κλιματιζόμενο, στύβοντας την δροσιά των πραγμάτων, αναζητώντας την παρουσία τους σε μια ανθρώπινη θερμοκρασία.
Είναι ένας πυρετός. Συλλογικός πυρετός των πραγμάτων. Βγαίνουμε από τα σπίτια για να τον μοιραστούμε. Για να κοινοποιήσουμε μέσα από την παρουσία μας την παρουσία των άλλων. Δρόμοι έρημοι από τη ζέστη. Σαν μια πλημμύρα από φως που κρατά όλα τα σπίτια απομονωμένα, μικρά νησιά σε ένα αρχιπέλαγος από φως. Κρατάς την ανάσα σου. Και κάθε εκπνοή είναι ιδρώτας.
Η ζέστη αυτή έχει κάτι το απόκοσμο. Μοιάζει με εκδοχή της ζέστης και όχι με αυτή καθ’ αυτή. Έχει μια βία που εμποδίζει να την εκλάβουμε ως κανονικότητα, ως συνέχεια της δεδομένης ζέστης όπως την έχουμε ζήσει μέχρι τώρα. Είναι μια διαρκής υπενθύμιση. Για όλα όσα αλλάζουν. Για όλα όσα κατευθύνονται προς το μεγάλο μεσημέρι. Η θερμοκρασία στην εποχή μας είναι αντίστροφη μέτρηση. Υπενθύμιση μιας διάρκειας που τελειώνει. Είναι κίνηση των πλακών που θα ορίσουν εκ νέου την ανθρώπινη γεωγραφία. Είναι μια πραγματικότητα απότομη με κρυμμένη μέσα της τους σπόρους της νέας εποχής, τις μετακινήσεις των πληθυσμών, την επόμενη ανθρώπινη τραγωδία.
Τίποτα μέσα στο μεγάλο μεσημέρι δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε. Προσεγγίζουμε τη θερμοκρασία βρασμού της πραγματικότητας. Κοιτάζουμε τους υδρατμούς σαν να ατενίζουμε το μέλλον. Η δική μας κανονικότητα κοχλάζει, ενώ η σάρκα του αύριο μαγειρεύεται από υπερόπτες μάγειρες που αδιαφορούν για τα πιάτα που θα σερβίρουν. Το μέλλον μας είναι ένα διαρκές μεσημέρι χωρίς περιθώρια αποφυγής. Και η ξηρασία του μέλλοντος το μόνιμο νόμισμά μας.