Αλέσιο Φορτζόνε «Napoli mon amour», μετάφραση: Δέσποινα Γιαννοπούλου, εκδόσεις Πόλις, 2023
Στο «Napoli mon amour» του Αλέσιο Φορτζόνε [Alesio Forgione] συγκρούονται -μετωπικά- δύο θεματικές που ανατροφοδοτούν την τέχνη αιώνια: ο έρωτας και ο θάνατος. Βέβαια, αυτές οι θεματικές δεν είναι οι μοναδικές που αναδεικνύονται και περιγράφονται στο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Αλέσιο Φορτζόνε, ωστόσο είναι οι κυρίαρχες και καθοριστικές στο βιβλίο.
Ο κεντρικός ήρωας, ο 30χρονος Ναπολιτάνος Αμορεζάνο, βιώνει αλλεπάλληλες και πολυεπίπεδες κρίσεις: ηλικιακή, σχεσιακή, οικονομική· κρίση ύπαρξης εντέλει. Εκφράζει πολλά παραπάνω από τον εαυτό του, υπό την έννοια πως σε μεγάλο ή και απόλυτο ακόμα βαθμό αντιπροσωπεύει μια γενιά, μια τάξη, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας παγκοσμίως. Ο Αμορεζάνο είναι «πρεκάριος». Αυτή είναι η έννοια που του ταιριάζει περισσότερο από όλες, ο όρος που τον περιγράφει ακριβέστερα. Πρεκαριάτο [precariat], όπως εδώ και αρκετά χρονιά έχει προσδιορίσει ο Γκάι Στάντινγκ [Guy Standing] τη «νέα επικίνδυνη τάξη» στο όριο της αορατότητας, στο φάσμα του περιθωρίου. Ο Αμορεζάνο που ζει με τους γονείς του όντας άνεργος -και σχεδόν άεργος- είναι κατά βάση και θέση επισφαλής.
Η αναζήτηση εργασίας στο νεοφιλελεύθερο παρόν οδηγεί κατά κανόνα σε συγκεκριμένα πλαίσια (αποδοχών, σταθερότητας κ.ά), ή όπως τις όρισε ο Ντέιβιντ Γκρέμπερ [David Graeber]: bullshit/shit jobs. Τέτοιες εργασίες βρίσκει και βρίσκουν τον Αμορεζάνο, εργασίες που δεν μπορούν να προσφέρουν οικονομική επάρκεια για το ευ ζην - ίσως ούτε για το ζην. «“Είναι απλό, θα δεις. Και διασκεδαστικό καμιά φορά” Πήρε ένα φύλλο χαρτί με έναν πίνακα σχεδιασμένο πάνω του. “Εμείς δίνουμε σταθερό μισθό 200 ευρώ τον μήνα, για έξι μέρες την εβδομάδα, πέντε ώρες την ημέρα. Για κάθε συμβόλαιο που θα καταφέρνεις να κλείσεις θα παίρνεις 50 ευρώ επιπλέον, και θα πρέπει να κλείνεις τουλάχιστον τέσσερα τον μήνα”» (σελ.61) τον προσελκύει ένας εργοδότης, ενώ σε μία αντίστοιχη πρόταση που του γίνεται, ο Αμορεζάνο φτάνει να σκεφτεί πως: «μέσα μου εμφανίστηκε μια θλίψη που μεγάλωνε ασταμάτητα. Για μένα τον ίδιο, για το παρόν μου και γι’ αυτό που θα ήταν το μέλλον μου. Ένιωσα θλίψη ακόμα και για εκείνον, που έβγαζε τα προς το ζην μ’ αυτόν τον παράλογο τρόπο» (σελ.20).
Πέραν του εργασιακού-οικονομικού αδιεξόδου, ο Αμορεζάνο έχει να αντιμετωπίσει και την ηλικιακή κρίση, καθώς νιώθει πρώιμα μεσήλικας: «όταν δεν είσαι πια νέος δεν σου μένουν και πολλά να κάνεις από το να δείχνεις νέος» (σελ.18). Κρίση που καταλαβαίνει αλλά δεν μπορεί να υπερκεράσει: «έμεινα σιωπηλός και δεν της είπα ότι, θέλοντας και μη, δεν ήμουν πια μικρός» (σελ.78).
Όλα τα παραπάνω κάνουν τον Αμορεζάνο βαθιά απελπισμένο, τόσο που φτάνει να «ονειρεύεται»: «θα ήθελα επίσης να είμαι ο Λορέντσο Ινσίνιε (…) θα ήθελα να ήμουν οποιοσδήποτε άλλος εκτός από μένα» (σελ.15-16).
Ακόμα όμως και μέσα σε αυτήν την απελπισία του, διατηρεί μια ανόθευτη διαύγεια. Και αν η διαύγεια παραμένει, αυτή που παραμερίζεται και υποσκελίζεται προσωρινώς είναι η απελπισία. Νικιέται με τον μόνο τρόπο που μπορεί να νικηθεί κατά τον Αμορεζάνο, με τον έρωτα.
Αν υπάρχει ελπίδα, έχει το όνομα της
Χαομένος μέσα στο λαβύρινθο, όπως προαναφέρθηκε, ο Αμορεζάνο ψάχνει λύσεις-ημίμετρα ή, για να το θέσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια, «μέτρα αναστολής του τέλους». Αντί ρολογιού και αντίστροφης μέτρησης, ο κεντρικός ήρωας μετράει προς το τέλος (του) βάσει των εναπομεινάντων χρημάτων του.
Ο χρόνος θα παγώσει όταν γνωρίσει τη Νίνα, μα ταυτόχρονα -μετά την γνωριμία- η κλεψύδρα θα ξεκινήσει να τελειώνει με μεγαλύτερη ταχύτητα από πριν. Και στο ενδιάμεσο; Ζωή. Το μεγαλείο του έρωτα, μια πανανθρώπινη σταθερά, αποκτά έτι περαιτέρω σημασία για ένα άτομο που φτάνει να σκέφτεται -και να έχει αποφασίσει για- τα χειρότερα. Άλλωστε η βασική του θέση θα μπορούσε να προσδιοριστεί μέσα από τις σκέψεις του: «Ειδικότερα, με ενοχλούσε η ιδέα πως υπήρχε κάτι όμορφο που δεν μπορούσα να το αγγίξω» (σελ.31).
Όταν αυτό το όμορφο μπορεί να αγγιχθεί, ο ήρωας αλλάζει - όπως άλλωστε γνωρίζουμε από την Ηλιόπετρα «γεννιέται ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο». Ο Φορτζόνε γράφει για τον Αμορεζάνο πως τη στιγμή του πρώτου φιλιού αλλάζει-αναθεωρεί και αποφασίζει: «εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένιωσα κακόβουλος, ικανός να επιτεθώ και να κατακτήσω, να σκοτώσω και να ληστέψω χωρίς ενδοιασμούς. Και, πάνω απ’ όλα, ικανός να ζήσω. Μόνο να ζήσω» (σελ.115-116).
Με επίγνωση της τετελεσμένης κατάστασης
Τονίσαμε προηγουμένως πως βασικοί πυλώνες του βιβλίου και της ζωής του Αμορεζάνο είναι ο έρωτας και ο θάνατος (αλλά όχι μόνον αυτά), ο ήρωας έχοντας αμείλικτη διαύγεια και επίγνωση της τετελεσμένης κατάστασης, λέει προς τη Νίνα το γιατί την χρειάζεται: «γιατί χωρίς εσένα όλα θα μου φαίνονταν όπως ήταν πριν από εσένα» (σελ.138). Ενώ ξέροντας πως όταν η σχέση του -και κατ’ επέκταση όλα- φτάνουν στο τέλος, υπερτονίζει ξανά τη σπουδαιότητα του έρωτα: «ήθελα να την κοιτάξω καλά για να μπορώ να τη θυμάμαι, όταν η ζωή θα σταματούσε να είναι καλή μαζί μου, σαν γιατρικό» (σελ.151).
Ο Φορτζόνε περιγράφει μια ζωή που όντως δεν ήταν καλή προς τον κεντρικό χαρακτήρα του έργου του, όπως και σε πολλούς ακόμα σε κάθε κοινωνία. Επιμένουμε πως ο Αμορεζάνο αντιπροσωπεύει κάτι παραπάνω από μια γενιά-τάξη, είτε το δούμε υπό το πρίσμα των θεωρητικών των αποκλεισμένων (Στάντινγκ-Γκρέμπερ) είτε από το λογοτεχνικό πρίσμα (ματαίωση, αποτυχημένα όνειρα κ.ά). Το κοινωνικό-ρεαλιστικό συναντάται και συνυπάρχει με το φανταστικό-λογοτεχνικό με εξαιρετικό τρόπο, και αυτό είναι κάτι που πρέπει να πιστωθεί στον συγγραφέα, όπως και να του αναγνωριστεί πως κάνει ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο σε θεματικές αρκετά «δύσκολες».
«Τι νόημα έχει να υπολογίζεις τον χρόνο όταν ξέρεις ότι αυτό που σου ανήκει δεν θα είναι ποτέ αρκετό;» (σελ.220) θα αναρωτηθεί ο παρίας Αμορεζάνο γνωρίζοντας ήδη πως δεν θα γίνει ποτέ του Ινσίνιε, δηλαδή «ένας γαμημένος ρομαντικός ήρωας. Σαν έναν από εκείνους που όταν κερδίζουν, χάνουν και κάτι, κι όταν χάνουν, κερδίζουν» (σελ.133).