Πάνος Ντούβος «Μαρξισμός και φιλοσοφία της μουσικής - Η περίπτωση του Georg Lukács», εκδόσεις Τόπος, 2022
Η ενδιαφέρουσα αυτή μελέτη του Πάνου Ντούβου πραγματεύεται τις απόψεις του Λούκατς για τη μουσική, ανεπτυγμένες στο «Η Ιδιοτυπία του Αισθητικού», το δημοσιευμένο το 1963 κύριο έργο του για την αισθητική, το κεφάλαιο του οποίου για τη μουσική έχει επίσης εκδοθεί από τον Τόπο σε επιμέλεια του Π. Ντούβου.
Η ίδια η θεματολογία του βιβλίου μπορεί να προκαλέσει έκπληξη στο ευρύ κοινό. Ο μαρξισμός θεωρείται συχνά ότι έχει κάτι σημαντικό να πει για την οικονομία, αλλά είναι ανεπαρκής στην πνευματική σφαίρα, πόσω μάλλον σε τομείς όπως η μουσική.
Ο Ντούβος καταρρίπτει αυτούς τους μύθους, όχι μέσω πολεμικής αλλά με τη θετική πραγμάτευση του αντικειμένου του.
Σε ένα εισαγωγικό κεφάλαιο (σελ. 11-50) συζητά πρώτα το κοσμοθεωρητικό ερώτημα, αν η τέχνη ερευνάται σε ένα υλιστικό ή ιδεαλιστικό πλαίσιο: η τέχνη, δηλαδή, απεικονίζει μια αντικειμενική πραγματικότητα, αποκρινόμενη σε κοινωνικές ωθήσεις και ανάγκες (η μαρξιστική και γενικά η υλιστική τάση έρευνας) ή αποτελεί ένα ανεξάρτητο πεδίο, όπου κυριαρχεί το συναίσθημα, η έμπνευση και η επινοητικότητα του καλλιτέχνη (οι ιδεαλιστικές θεωρίες);
Όπως επιχειρηματολογεί ο Ντούβος, η μαρξιστική προσέγγιση, σε διάκριση με το μηχανιστικό, προμαρξιστικό υλισμό, απορρίπτει την έννοια της φωτογραφικής, ακριβούς απεικόνισης, σε όφελος μιας αντίληψης η οποία εισδύει στις ουσιώδεις όψεις των φαινομένων, μέσω της διαλεκτικής επεξεργασίας τους. Σε αυτό το πλαίσιο η τέχνη γενικά, και η μουσική ειδικότερα, αναγνωρίζονται «ως μια ιδιάζουσας μορφής μίμηση της αντικειμενικής υπόστασης της πραγματικότητας και όχι απλώς των επιφαινομένων της». Γίνεται έτσι δυνατό να αρθεί η εύλογη αντίρρηση ότι η μουσική δεν μπορεί να απεικονίζει μια πραγματικότητα, επειδή δεν αναφέρεται σε ένα υπαρκτό πρότυπο παρμένο από τον αντικειμενικό κόσμο, όπως π.χ. η ζωγραφική (σελ. 22).
Στο ίδιο κεφάλαιο παρουσιάζονται συνοπτικά οι κύριοι εκπρόσωποι της μαρξιστικής μουσικολογίας στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, όπως ο Boris Asafyev και η Zofia Lissa, καθώς και μαρξίζοντες δυτικοί κριτικοί της τέχνης, όπως ο Αντόρνο. Οι πρώτοι είχαν μια αξιόλογη συμβολή, που σκιάστηκε όμως από τις ιδεολογικές μονομέρειες της εποχής. Ο Αντόρνο από τη μεριά του, δίνοντας έμφαση στα νεανικά έργα του Λούκατς, παρήγαγε μια ιδεαλιστικά προσανατολισμένη κριτική του καπιταλισμού, που χρωματίζει και τις αναλύσεις του στο πεδίο της τέχνης. Απέναντί τους ο Λούκατς υπερτερεί μεθοδολογικά, κατά το ότι εντάσσει τη συζήτηση της μουσικής σε μια συνολική μαρξιστική θεωρία για την αισθητική.
Η θέση της μουσικής στο σύνολο των τεχνών
Στα επόμενα μέρη (κεφάλαια 1-6), ο Ντούβος, αφού τοποθετεί το δοκίμιο για τη μουσική μέσα στο συνολικό έργο του Λούκατς, συζητά τη βασική του έννοια της μίμησης και την ειδική θέση της μουσικής μέσα στο σύνολο των τεχνών. Κατά τον Λούκατς, η τέχνη και η επιστήμη αποτελούν μορφές αντανάκλασης της πραγματικότητας από τον άνθρωπο. Διαφέρουν, ωστόσο, κατά το ότι ενώ η επιστήμη εξοβελίζει από τις θεωρίες της τη συνείδηση και την υποκειμενικότητα, επιχειρώντας να παρουσιάσει μια εντελώς αντικειμενική αναπαράσταση του κόσμου, η τέχνη μάς προσφέρει μια ανθρωπομορφική εικόνα του.
Η κύρια έννοια του Λούκατς για αυτό το ιδιότυπο είδος αντανάκλασης, η έννοια της μίμησης, τονίζει τον ανθρωπομορφικό χαρακτήρα κάθε τέχνης. Ενώ η επιστήμη υψώνεται από το ατομικό στο γενικό μέσω θεωρητικών αφαιρέσεων, η τέχνη έχει ως κέντρο το ιδιαίτερο, τον συγκερασμό αυτών των δύο μέσα στην ανθρώπινη υποκειμενικότητα. Όπως το θέτει ο Λούκατς, με αναφορά στις αντίστοιχες χεγκελιανές στιγμές της ενικότητας, της ιδιαιτερότητας και της καθολικότητας, στην τέχνη «τόσο η ενικότητα όσο και η καθολικότητα εμφανίζονται μόνιμα ανηρημένες στην ιδιαιτερότητα» (σελ. 163).
Αυτό θέτει την προφανή δυσχέρεια ότι ενώ οι άλλες τέχνες απεικονίζουν πράγματι την εξωτερική πραγματικότητα, στη μουσική, ειδικά όταν αποσυνδέεται από τον λόγο, αυτή η άμεση σύνδεση απουσιάζει. Ο Λούκατς λύνει τη δυσκολία με την έννοια της διπλής μίμησης: η μουσική είναι μίμηση μιμήσεως, δεν μιμείται άμεσα τον εξωτερικό κόσμο, αλλά τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, τα συναισθήματα και τις εντυπώσεις του, που μιμούνται με τη σειρά τους τον εξωτερικό κόσμο, ως αποκρίσεις στα ερεθίσματά του.
Όπως επεξηγεί ο συγγραφέας, για τον Λούκατς η διπλή μίμηση είναι «ένας ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται η αισθητική μίμηση σε ορισμένα καλλιτεχνικά είδη, όπως η μουσική, η αρχιτεκτονική και ο κινηματογράφος. Ο όρος αφορά στην περίπτωση που το πρωτότυπο (ή πρότυπο) της μίμησης δεν είναι ένα αντικείμενο ή μια σχέση της αντικειμενικής πραγματικότητας, αλλά είναι το ίδιο ένα μίμημα, ένα αντίγραφο εκείνης, γεγονός που επιφέρει τον διπλασιασμό της μίμησης· οι παραπάνω τέχνες λοιπόν δεν αποτελούν απλώς μιμήσεις, αλλά μιμήσεις μιμήσεων» (σελ. 61).
Πραγματικότητα και καλλιτεχνική έκφραση
Ο Λούκατς βασίζεται στην προσέγγιση της μίμησης από τους αρχαίους Έλληνες, Πλάτωνα, Αριστοτέλη και Πίνδαρο. Στον Πλάτωνα ήδη βρίσκουμε την ιδέα ότι η καλλιτεχνική μίμηση δεν αναπαριστά την πραγματικότητα (τις ιδέες ή μορφές) αλλά τα είδωλα αυτής της πραγματικότητας. Ανάλογες ήταν οι θέσεις του Αριστοτέλη, ενώ ο Πίνδαρος, στον μύθο για την εφεύρεση του αυλού στη 12η ωδή του, καταγράφει την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στην ίδια την πραγματικότητα και την καλλιτεχνική της έκφραση (στον μύθο ο πόνος της αδελφής της Μέδουσας, της Ευρυάλης, για τον θάνατό της, μεταστρέφεται σε αισθητική απόλαυση μέσω της μετατροπής του σε τραγούδι).
Ο Λούκατς επανερμηνεύει υλιστικά αυτές τις παραδόσεις, αναγνωρίζοντας τη μερική αντίθεση ανάμεσα στο αντικείμενο και την καλλιτεχνική του αναπαράσταση, αλλά και τη σχετική ανεξαρτησία της συναισθηματικής σφαίρας από την πρακτική ζωή. Σε αυτό το πλαίσιο, η καλλιτεχνική μίμηση δεν αναφέρεται σε ένα εξωτερικό ιδεατό (όπως στον Πλάτωνα), αλλά στην ανθρώπινη εσωτερικότητα, τις μορφές υποκειμενικής αντίδρασης στις επιδράσεις του εξωτερικού κόσμου, τις οποίες η κάθε τέχνη αποτυπώνει με δικό της τρόπο (κινητοποιώντας μια συγκεκριμένη αίσθηση, στη μουσική την ακοή, ιδιομορφία που ο Λούκατς αποδίδει με την έννοια του ομογενούς μέσου). Ο ίδιος τονίζει την εμμένεια και την εγκοσμιότητα της μουσικής, η οποία εδράζεται στον κοινωνικό χαρακτήρα του ανθρώπινου κόσμου.
Ο Ντούβος επισημαίνει ως διακριτικό γνώρισμα του Λούκατς, και ουσία της μαρξιστικής του δέσμευσης, ότι δεν ενέδωσε στις προσπάθειες ανανέωσης της μαρξιστικής μουσικολογίας μέσω δανείων από «μοντέρνα» ρεύματα, όπως η σημειολογία και η κυβερνητική, αλλά δόμησε το επιχείρημά του στην κλασική φιλοσοφική παράδοση, από τον Αριστοτέλη ως τον Χέγκελ. Όπως συμπεραίνει: «Οι απαντήσεις που έδωσε [ο Λούκατς] σε καίρια ζητήματα της Αισθητικής της μουσικής, πρωτίστως στο ερώτημα του μουσικού περιεχομένου και του τρόπου με τον οποίο αυτό λαμβάνει αντικειμενοποιημένη μουσική μορφή, θέτουν σημαντικές προκλήσεις για τη νεότερη αισθητική» (σελ. 227).