Χρήστος Τσάκας «Με το βλέμμα στην Ευρώπη - Οι ελληνογερμανικές σχέσεις μετά τον πόλεμο (1953-1981)», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2023
Το καλοκαίρι του 2015 φώτισε εκθαμβωτικά τον χαρακτήρα της σχέσης Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς μια ακραία οικονομική επίθεση, και επίθεση κατά της ελληνικής κοινωνίας, παρουσιάστηκε ως η αυστηρή και αναπόφευκτη τήρηση της διαχειριστικής ευρωπαϊκής ορθοδοξίας. Όσοι έχουν παρακολουθήσει από τη δεκαετία του ’80, τόσο τις ευρωπαϊκές επιλογές για την υποστήριξη της ελληνικής οικονομίας, όσο και την αξιολόγηση των επιπτώσεων που είχε η αξιοποίηση αυτών των επιλογών, γνωρίζουν ότι οι εθνικές, τομεακές, επιχειρηματικές ή και γραφειοκρατικές προτεραιότητες, έχουν κατά κανόνα υπερισχύσει, παραμερίζοντας ή αγνοώντας, ευρύτερες αναπτυξιακές ή και στρατηγικές επιλογές.
Όταν μετά το 2009 αποκαλύφθηκε ότι μεγάλες γαλλικές και γερμανικές, κυρίως, τράπεζες είχαν τροφοδοτήσει γενναιόδωρα με κεφάλαια μια χώρα που είχε χάσει το τρένο της ανταγωνιστικότητας, αλλά και τον έλεγχο των δημόσιων οικονομικών, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έσπευσαν να βοηθήσουν τις εν λόγω τράπεζες, και να τιμωρήσουν την Ελλάδα, μετατρέποντας το χρέος προς ιδιωτικές τράπεζες σε χρέος προς δημόσιες αρχές του ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών. Οι εταίροι προς τους οποίους έρρεαν πόροι ευρωπαϊκών ταμείων, στο πλαίσιο συμφωνημένων από τις δύο πλευρές επιχειρησιακών προγραμμάτων, μετατράπηκαν σε σπάταλους δανειστές.
Ο ρόλος της γερμανικής ελίτ στο διασυρμό της «σπάταλης» ελληνικής κοινωνίας είναι γνωστός, καθώς στο πλαίσιο της Ευρώπης μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, έπαιξε η ελίτ αυτή πρωτεύοντα ρόλο, και αποκάλυψε ότι σε σχέση με την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας, θα συνέχιζε να είναι παρούσα, όπως ήταν καθόλη την μεταπολεμική περίοδο, σύμφωνα με την ιδιαίτερα διαφωτιστική δουλειά του Χρήστου Τσάκα. Σε αντίθεση με την περιορισμένη αμερικανική παρουσία στη μεταπολεμική ανάπτυξη, που λόγω της ανάμνησης του εμφυλίου έχει όμως διατηρηθεί στη συλλογική μνήμη, η γερμανική μεταπολεμική παρουσία, πιο πολιτικά διακριτική και καθόλου στρατιωτική, ήταν ισχυρή χάρη σε ενεργά επιχειρηματικά δίκτυα –εν μέρει διαμορφωμένα κατά την κατοχή–, στον ρόλο της γερμανικής αγοράς εργασίας για την απορρόφηση της ελληνικής ανεργίας, αλλά και στην πρωτεύουσα γερμανική θέση στη διευρυνόμενη ΕΟΚ και Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσο ο δυτικός κόσμος παρέμενε στην τροχιά της μεταπολεμικής ανάπτυξης, οι καθεστωτικές εκτροπές, μέσω του ρόλου της βασιλείας και στη συνέχεια της δικτατορίας, ήταν ψυχροπολεμικές παρεμβάσεις για τον έλεγχο της κοινωνικής δυσαρέσκειας, που δεν έπλητταν όμως την αναπτυξιακή δυναμική.
Η διερεύνηση από την πλευρά των ελληνο-γερμανικών σχέσεων της μεταπολεμικής πορείας της ελληνικής οικονομίας, μας δείχνει πώς αναπαράγεται η αστάθεια που προκαλεί η διαιώνιση του πελατειακού κράτους, και επομένως η κοινωνική δυσαρέσκεια που την συνοδεύει. Η αμερικανική πλευρά μετά τον πόλεμο υποστήριζε περισσότερο την προοπτική της σταθεροποίησης και όχι της ανάπτυξης. Καταλαβαίνουμε ότι με σταθεροποίηση εννοούσαν περισσότερο κοινωνική και πολιτική σταθεροποίηση, ενώ η άλλη πλευρά με ανάπτυξη εννοούσε προτεραιότητα στην υποστήριξη της επιχειρηματικότητας, μιας επιχειρηματικότητας που δεν θαύμαζε το κοινωνικό κράτος και καλλιεργούσε τις σχέσεις με το πολιτικό προσωπικό. Ρόλο έπαιξαν ως παράγοντες των αναπτυξιακών επιλογών, σταθεροί συνεργάτες της γερμανικής πλευράς, αλλά και έλληνες εφοπλιστές που ενεπλάκησαν σε σημαντικές επενδυτικές πρωτοβουλίες.
Με το τέλος της δεκαετίας του ’70 είχε ξεκινήσει μια νέα περίοδος. Πετρελαϊκή κρίση, τέλος του φορντιστικού μοντέλου στην Ευρώπη και καθιέρωση του νεοφιλελευθερισμού, ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ. Απέναντι στα νέα μέλη της η Ενωμένη Ευρώπη εφάρμοζε μια νέα στρατηγική με τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα που επέβαλε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, και το Ταμείο Συνοχής που επέβαλαν οι ισπανοί σοσιαλιστές. Η ιδέα ότι οι ευρωπαϊκοί πόροι θα συνέβαλαν στο να αντισταθμιστούν οι απώλειες στο επίπεδο της παραγωγικής ικανότητας, λόγω της καθιέρωσης της Κοινής Αγοράς, αποδείχτηκε αφελής. Οχι γιατί δεν ήταν υλοποιήσιμη, αλλά γιατί η επιχειρηματική τάξη στην Ελλάδα, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να εφαρμοστεί κρατική βιομηχανική πολιτική, και οι ευρωπαϊκές ελίτ, μεταξύ των οποίων και η γερμανική, δεν θα επεδίωκαν να αλλάξουν οι σχέσεις τους με τους έλληνες επιχειρηματίες, ούτε και να ματαιωθούν οι ευκαιρίες που θα προσέφεραν οι δυνητικές ιδιωτικοποιήσεις. Ο Ανδρέας Παπανδρέου επεδίωκε να εφαρμόσει επεκτατικές πολιτικές που χρειαζόταν όμως και σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις σε ό,τι αφορά την κρατική παρέμβαση στην οικονομία, αλλά δεν είχε συμμάχους ούτε στον επιχειρηματικό κόσμο ούτε στην Ευρώπη.
Όπως σημειώνει ο Χρήστος Τσάκας, στο πολύ διαφωτιστικό επίμετρό του, η μόνη λύση ήταν η αξιοποίηση του φθηνού δανεισμού μετά την ένταξη στην ΟΝΕ, αλλά και αυτή η λύση θα χρειαζόταν κάποιες μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν μετά από πολλά χρόνια υποχώρησης να αναζωογονήσουν ένα φθίνον παραγωγικό δυναμικό. Αλλά όταν η πλέον ισχυρή χώρα στρέφεται στην υποστήριξη με κάθε μέσο του τραπεζικού κεφαλαίου, και στην αξιοποίηση ευκαιριών ιδιωτικοποίησης, τροφοδοτείται αναπόφευκτα η δυναμική του ευρωσκεπτικισμού και, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, το ερώτημα αφορά το περιεχόμενο το οποίο μπορεί πραγματικά να προσλάβει. Συνοψίζεται έτσι μια από τις πολλές δύσκολες πλευρές μιας συγκυρίας που έχει φέρει τον επιστημονικό και τον πολιτικό κόσμο μπροστά σε πρωτοφανείς ευθύνες.