Δημοσιεύουμε, σήμερα, το δεύτερο μέρος του άρθρου του Μάρκο Σίντι, ανώτατου ερευνητή του Φινλανδικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων, το οποίο εξετάζει κατά πόσο η υπόσχεση την οποία έδωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάινεν, στον εναρκτήριο λόγο της κατά την ανάληψη των καθηκόντων της, τον Νοέμβριο του 2019, ότι θα ηγηθεί μιας «γεωπολιτικής Επιτροπής» έχει πραγματοποιηθεί, και σε ποιο βαθμό συνδέεται με την ενεργειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μελετώντας διεξοδικά τα σημαντικότερα κείμενα της Επιτροπής, που κυκλοφόρησαν από το 2019 ως το 2023, τα οποία συνδέονται κυρίως με θέματα εξωτερικής πολιτικής, ο Σίντι υποστηρίζει, με πειστικό κατά την γνώμη μου τρόπο, ότι αυτό που έχει συμβεί είναι μια θεαματική γεωπολιτική στροφή της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, κυρίως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, βασικός στόχος της οποίας είναι η απεξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και η γενικότερη στρατηγική αυτονομία της στον ενεργειακό τομέα, που εντάσσεται και στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της (και ευρύτερα της Δύσης) με την Κίνα. Η κρίσιμη επισήμανση του συγγραφέα είναι ότι, παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη στροφή φαίνεται συμβατή με την πράσινη μετάβαση, στην πραγματικότητα πραγματοποιείται εις βάρος της, ενώ ταυτόχρονα είναι αντίθετη με την ανάγκη διατήρησης ενός πολυμερούς πλαισίου συνεργασίας με στόχο την απαλλαγή από τον άνθρακα σε παγκόσμια κλίμακα.
Χ.Γο.
Η Παγκόσμια Πύλη (ΣτΕ: βλ το τελευταίο τμήμα του πρώτου μέρους του άρθρου, που δημοσιεύτηκε στις Ιδέες του προηγούμενου φύλλου), ήταν το τελευταίο σημαντικό κείμενο πολιτικής της Επιτροπής που αφορά, μεταξύ άλλων, την πράσινη μετάβαση, το οποίο εκδόθηκε πριν από την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. [Στην πραγματικότητα, η γεωπολιτική στροφή σηματοδοτείται με το παρακάτω σχέδιο REPowerEU].
Το Σχέδιο REPowerEU
Σε αντίθεση με την Παγκόσμια Πύλη, το σχέδιο REPowerEU –που δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 2022– ήταν σαφές ως προς τους γεωπολιτικούς του στόχους. Ευθύς εξαρχής, το εν λόγω κείμενο αναφέρει ότι «το REPowerEU αφορά την ανάγκη ταχείας μείωσης της εξάρτησής μας από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα». Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την εξοικονόμηση ενέργειας και την επιτάχυνση της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια, αλλά και με τη διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας ορυκτών καυσίμων. Σε αντίθεση με προηγούμενα κείμενα, το σχέδιο REPowerEU δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στην πράσινη μετάβαση. Η πρωτεύουσα σημασία των γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων μετά την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία άνοιξε τον δρόμο για ουσιαστικές παρεκκλίσεις από την πράσινη ατζέντα, όπως «επενδύσεις ύψους περίπου 10 δισ. ευρώ για την εισαγωγή επαρκούς ποσότητας υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και αερίου από αγωγούς άλλων προμηθευτών», καθώς και νέες υποδομές για τη διασύνδεση των εγχώριων αγορών φυσικού αερίου της ΕΕ.
Όμως, το κείμενο υποστηρίζει επίσης ότι το μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό τοπίο είναι (μαζί με την κλιματική αλλαγή) ο βασικός λόγος για τον οποίο πρέπει να επιταχυνθεί η ενεργειακή μετάβαση, με την ενίσχυση της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την ανάπτυξη της κατάλληλης τεχνολογίας. Αυτό το σκεπτικό είναι επίσης εμφανές σε ένα άλλο κείμενο της Επιτροπής που δίνει έμφαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, το οποίο συνόδευε το σχέδιο REPowerEU, την Στρατηγική της ΕΕ για την Ηλιακή Ενέργεια. Το συγκεκριμένο κείμενο αρχίζει με τη διαπίστωση ότι η ηλιακή ενέργεια πρέπει να αποτελέσει τον «βασικό πυρήνα» των προσπαθειών της ΕΕ που έχουν στόχο να θέσουν τέρμα στην εξάρτησή της από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα. Επιπλέον, υπογραμμίζει την «οριακή συμβολή της ΕΕ στα στάδια κατασκευής και συναρμολόγησης της αλυσίδας εφοδιασμού των ηλιακών φωτοβολταϊκών, σε συνδυασμό με τον ημι-μονοπωλιακό ρόλο μιας χώρας» -μια σαφής αν και έμμεση αναφορά στην Κίνα- που «μειώνει την ανθεκτικότητα της ΕΕ σε περίπτωση εκτεταμένης δυσλειτουργίας του εφοδιασμού οφειλόμενης σε εξωτερικά αίτια». Η συγκεκριμένη στρατηγική τονίζει, επίσης, την ανάγκη να υπάρχει μια διεθνής συνεργασία στον τομέα της ηλιακής ενέργειας με τις γειτονικές χώρες, την Ινδία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αφρική και-μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας-με άλλα διεθνή περιβάλλοντα.
Το σχέδιο REPowerEU υποστηρίζει την αξιοποίηση της ισχυρής θέσης που έχει η ΕΕ στην αγορά για την επίτευξη καλύτερων συνθηκών στο παγκόσμιο εμπόριο ενέργειας, για παράδειγμα με τη συλλογική προμήθεια φυσικού αερίου, υγροποιημένου φυσικού αερίου και υδρογόνου, μέσω μιας Ενεργειακής Πλατφόρμας της ΕΕ. Άλλα μέτρα με σαφή γεωπολιτική σημασία είναι ο επείγων συντονισμός των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας της Μολδαβίας και της Ουκρανίας με το δίκτυο της ΕΕ, και ο σχεδιασμός τριών μεγάλων διαδρόμων εισαγωγής υδρογόνου μέσω της Μεσογείου, της περιοχής της Βόρειας Θάλασσας και «μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες, της Ουκρανίας».
Η νέα Εξωτερική Ενεργειακή Στρατηγική
Η ανακοίνωση της επιτροπής με τίτλο «Η εξωτερική ενεργειακή δέσμευση της ΕΕ σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο», η οποία εκδόθηκε ταυτόχρονα με το σχέδιο REPowerEU, αποτελεί μια βασική πηγή για την αξιολόγηση της γεωπολιτικής μετατόπισης της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ. Παρόλο που η εν λόγω στρατηγική υποστηρίζει κατ' αρχάς ότι η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια είναι ο μόνος τρόπος για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τη μείωση της εξάρτησης από τη Ρωσία, οι στόχοι της προτάσσουν την ενεργειακή ασφάλεια και τις γεωπολιτικές σκοπιμότητες. Η διαφοροποίηση των εισαγωγών ορυκτών καυσίμων είναι το πρώτο θέμα που πραγματεύεται το κείμενο της στρατηγικής, το οποίο επισημαίνει ότι «η ΕΕ πρέπει να αυξήσει τις ετήσιες εισαγωγές φυσικού αερίου από μη ρωσικές πηγές» κατά 50 επιπλέον δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα υγροποιημένου φυσικού αερίου και 10 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου. Το αέριο αυτό προβλέπεται ότι θα προέρχεται κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Νορβηγία, την Αλγερία, το Αζερμπαϊτζάν, τον Καναδά και το Κατάρ. Συνεπώς, η ΕΕ επιδιώκει να προμηθεύεται φυσικό αέριο από τους δυτικούς συμμάχους, μερικά γειτονικά κράτη και χώρες που σήμερα θεωρούνται αξιόπιστοι προμηθευτές.
Η γεωπολιτική λογική καθορίζει επίσης τα επόμενα θέματα τα οποία αφορούν τις εισαγωγές υδρογόνου, με την περιοχή της Νότιας Μεσογείου και την Αφρική να θεωρούνται οι βασικοί πιθανοί προμηθευτές της ΕΕ, καθώς και τη μείωση της εξάρτησης από άλλες εισαγωγές ρωσικής ενέργειας, όπως τα πυρηνικά καύσιμα. Ένα ολόκληρο τμήμα της στρατηγικής είναι αφιερωμένο στην «στήριξη των εταίρων που επλήγησαν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία» –στους οποίους περιλαμβάνονται, εκτός από την Ουκρανία, η Μολδαβία, η Γεωργία και τα Δυτικά Βαλκάνια– μέσω της αντίστροφης ροής φυσικού αερίου, της παροχής ενεργειακού εξοπλισμού και των κοινών αγορών φυσικού αερίου.
Στην ενότητα για την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης προτείνονται διάφορες παγκόσμιες συμπράξεις για την ενίσχυση της παραγωγής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της ενεργειακής απόδοσης, καθώς και η συνεργασία σε θέματα έρευνας και τεχνολογίας, αλλά επανέρχεται και το θέμα της διασφάλισης της πρόσβασης σε Κοινά Διαχειριστικά Σχέδια μέσω της συνεργασίας με τα κράτη της Δύσης και τις πλούσιες σε πόρους χώρες του Παγκόσμιου Νότου. Η τελευταία ενότητα, με τίτλο «Η θεμελίωση του νέου παγκόσμιου ενεργειακού συστήματος», είναι σαφής ως προς τη γεωπολιτική λογική που διέπει την εν λόγω γεωπολιτική στρατηγική. Σ’ αυτήν την ενότητα αναφέρεται ότι «η ΕΕ θα συνεχίσει να συνεργάζεται με τις Ηνωμένες Πολιτείες, µε τις οποίες έχει κοινές προτεραιότητες σε όλο το φάσμα της ενεργειακής πολιτικής», καθώς και με «εταίρους όπως η Νορβηγία, η Ιαπωνία, η Αυστραλία, η Χιλή, το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες χώρες». Η ενότητα καταλήγει με τη δήλωση ότι η ενεργειακή μετάβαση «μπορεί να στηρίξει την επίτευξη των ευρύτερων γεωπολιτικών στόχων της ΕΕ που αφορούν την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και την ανοικτή στρατηγική αυτονομία της».
Το βιομηχανικό σχέδιο της Πράσινης Συμφωνίας: βιομηχανία και κρίσιμες πρώτες ύλες
Τον Φεβρουάριο του 2023, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την ανακοίνωση «Το βιομηχανικό σχέδιο της Πράσινης Συμφωνίας για την εποχή του Καθαρού Μηδενός». Το εν λόγω σχέδιο έχει ως στόχο να καταστεί η ΕΕ «ηγετικός παράγοντας στις καθαρές βιομηχανίες του μέλλοντος», με την ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής βασικών τεχνολογιών στο εσωτερικό της. Βασικοί στόχοι του σχεδίου είναι η απλούστευση του κανονιστικού πλαισίου, η ταχύτερη αδειοδοτική διαδικασία για στρατηγικής σημασίας έργα και η ταχύτερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Το κείμενο υποστηρίζει ότι οι επιχορηγήσεις τρίτων δρώντων «αποσταθεροποιούν τους κανόνες ανταγωνισμού», και ως εκ τούτου η Επιτροπή έχει την πρόθεση να χαλαρώσει τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων μέσω του Προσωρινού Πλαισίου για την Κρίση και τη Μετάβαση. Με βάση αυτή την πρόταση, επιτρέπεται η παροχή κρατικών ενισχύσεων σε όλες τις τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, σε προγράμματα πράσινου υδρογόνου και σε έργα αποθήκευσης βιοκαυσίμων.
Τον Μάρτιο του 2023, κυκλοφόρησαν δύο σχέδια νοµοθετικών διατάξεων που περιγράφουν λεπτοµερώς το περιεχόµενο του βιοµηχανικού σχεδίου. Το πρώτο είναι η Πράξη για τη Βιοµηχανία του Καθαρού Μηδενός, που υποστηρίζει την ανάγκη η παραγωγική ικανότητα της ΕΕ σε στρατηγικές τεχνολογίες καθαρού µηδενός να φθάσει, ως το 2030, τουλάχιστον το 40% των αναγκών της Ένωσης. Οι τεχνολογίες αυτές περιλαμβάνουν ηλιακή φωτοβολταϊκή ενέργεια, χερσαία και παράκτια αιολική ενέργεια, γεωθερμική ενέργεια, ηλεκτρικές στήλες, αντλίες θερμότητας, ηλεκτρολύτες, δέσμευση και αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα, βιώσιμα εναλλακτικά καύσιμα, βιοαέριο, τεχνολογίες υπολογιστικού πλέγματος και προηγμένες τεχνολογίες πυρηνικής ενέργειας. Το δεύτερο σχέδιο είναι η Πράξη για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες, το οποίο θέτει τους στόχους για την εγχώρια παραγωγική ικανότητα της ΕΕ στην αλυσίδα εφοδιασμού των Κρίσιμων Πρώτων Υλών: αυτές να καλύπτουν τουλάχιστον το 10% της ετήσιας κατανάλωσης της ΕΕ να αφορά εξορυκτική δραστηριότητα, το 40% κατεργασία και το 15% ανακύκλωση. Περιλαμβάνονταν, επίσης, μέτρα διαφοροποίησης του εφοδιασμού: το 65% της ετήσιας κατανάλωσης της ΕΕ για κάθε στρατηγικό CRM σε οποιοδήποτε στάδιο επεξεργασίας δεν μπορεί να προέρχεται από μία μόνο τρίτη χώρα. Πρόκειται για έναν φιλόδοξο στόχο δεδομένου ότι για τις 17 από τις 27 Κρίσιμες Πρώτες Ύλες η ΕΕ εξαρτάται κατά 95% από ξένες πηγές εφοδιασμού. Οι ανωτέρω στόχοι θα πλήξουν κυρίως την Κίνα, η οποία είναι ο βασικός προμηθευτής Κρίσιμων Πρώτων Υλών στην ΕΕ, ενώ το μερίδιό της στην αλυσίδα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας ηλιακής ενέργειας ξεπερνά το 80%.
Το Βιομηχανικό Σχέδιο καθορίζεται επί της ουσίας από ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια και τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό. Επισημαίνει ότι «σε μια εποχή αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων, η ΕΕ και τα κράτη μέλη της πρέπει να ενεργούν από κοινού για να προασπίζουν τα συμφέροντά τους». Στηρίζοντας, μεταξύ άλλων, και μέσω των κρατικών ενισχύσεων, την παραγωγή εγχώριων Κρίσιμων Πρώτων Υλών και τις βιομηχανίες που κάνουν χρήση πράσινων τεχνολογιών, η Επιτροπή επιδιώκει να ενισχύσει τη θέση της ΕΕ έναντι των ανταγωνιστών της, κυρίως της Κίνας. Για την επίτευξη αυτού του στόχου εφαρμόζεται η ρυθμιστική αρμοδιότητα της ΕΕ. Το Βιομηχανικό Σχέδιο αναφέρει ότι η ΕΕ θα συνεχίσει να κάνει χρήση των μέσων προστασίας του εμπορίου, καθώς και του Κανονισμού για τις Ξένες Επιδοτήσεις, ο οποίος θεσπίστηκε τον Ιανουάριο του 2023 για τη διερεύνηση των επιδοτήσεων που τρίτες χώρες χορηγούν στις επιχειρήσεις τους. Θα εφαρμοστεί το νομοθετικό πλαίσιο της ΕΕ για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων «προκειμένου να διασφαλιστούν τα βασικά ευρωπαϊκά περιουσιακά στοιχεία και να προστατευθεί η συλλογική ασφάλεια», και θα χρησιμοποιηθεί ο Μηχανισμός Διεθνών Δημοσίων Συμβάσεων προκειμένου να υποστηριχθεί η πρόσβαση των επιχειρήσεων της ΕΕ στους δημόσιους διαγωνισμούς τρίτων χωρών.
Συμπεράσματα: Τα διλήμματα της γεωπολιτικής στροφής
Σ’ αυτό το άρθρο καταδείξαμε με συγκεκριμένα στοιχεία το γεγονός ότι οι πολιτικές της ΕΕ για τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια έχουν κάνει μια αποφασιστική γεωπολιτική στροφή, κυρίως μετά την κρίση του Covid-19 και την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022. Ενώ το γεωπολιτικό σκεπτικό ήταν εν μέρει ανιχνεύσιμο και σε προηγούμενα κείμενα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπό την ηγεσία της φον ντερ Λάιεν, η λεκτική μετατόπιση και η αλλαγή των πολιτικών στόχων επιταχύνθηκαν από το 2022 και μετά. Για το λόγο αυτό. θα μπορούσαμε να πούμε ότι, στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής η φον ντερ Λάιεν ήταν συνεπής με τη διακηρυγμένη πρόθεσή της να ηγηθεί μιας «γεωπολιτικής Επιτροπής». Όμως, αυτή η στροφή πραγματοποιείται εις βάρος της πράσινης μετάβασης της Ευρώπης. Ενώ η Επιτροπή κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να συνδυάσει τη γεωπολιτική στροφή με την Πράσινη Συμφωνία, τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί είναι εμφανή. Δεδομένου ότι η πλήρης απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα είναι αδύνατη σε βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη βάση, πρέπει να πραγματοποιηθούν μεγάλες νέες επενδύσεις σε υποδομές για την εισαγωγή φυσικού αερίου από χώρες που επί του παρόντος δεν θεωρούνται ανταγωνιστές σε γεωπολιτικό επίπεδο. Αυτό αυξάνει τον κίνδυνο εγκλωβισμού των παραγωγικών διαδικασιών στον άνθρακα και μετατόπισης πόρων σε ρυπογόνα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία προβλέπεται να εγκαταλειφθούν στο εγγύς μέλλον. Η έμφαση που δίνει η ΕΕ στη διασφάλιση της πρόσβασης σε Κρίσιμες Πρώτες Ύλες και στην παραγωγή πράσινου υδρογόνου στον Παγκόσμιο Νότο υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσει αρνητική αντίδραση σε ορισμένες χώρες, στις οποίες η νέα ευρωπαϊκή εξωτερική ενεργειακή πολιτική θυμίζει παλαιότερες και σύγχρονες αρνητικές εμπορικές πρακτικές. Για παράδειγμα, οι πρόσφατες πολιτικές στο Μαρόκο και την Αίγυπτο είναι δείγμα της έμφασης που δίνουν οι χώρες αυτές στην εγχώρια πράσινη εκβιομηχάνιση, και όχι στην προμήθεια πόρων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για την απεξάρτηση της Ευρώπης από τον άνθρακα. Προκειμένου η ΕΕ να αποφύγει τις κατηγορίες περί «πράσινης αποικιοκρατίας», οφείλει να αναπτύξει εταιρικές σχέσεις με στόχο την απαλλαγή από τον άνθρακα, αλλά και την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη τόσο της ίδιας όσο και των χωρών-εταίρων της.
Επιπλέον, η χαλάρωση των κανονισμών για τις εξορύξεις Κρίσιμων Πρώτων Υλών στην Ευρώπη μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στη βιοποικιλότητα, δεδομένου μάλιστα ότι τα περισσότερα από τα γνωστά αποθέματα της ΕΕ βρίσκονται μέσα ή κοντά σε προστατευόμενες περιοχές. Οι ακτιβιστές για το περιβάλλον υποστηρίζουν ότι ορισμένες εξορύξεις μπορούν να προκαλέσουν σοβαρή ρύπανση των υδάτων και του εδάφους και να οδηγήσουν σε αποψίλωση των δασών και απώλεια της βιοποικιλότητας. Ταυτόχρονα, η μεταφορά των εξορύξεων στο εξωτερικό θα μετέφερε τις δυσμενείς οικολογικές επιπτώσεις σε άλλα μέρη, ιδίως στον Παγκόσμιο Νότο, όπου οι περιβαλλοντικές ρυθμίσεις είναι κατά κανόνα πιο χαλαρές.
Εν τω μεταξύ, οι αντιδράσεις του επιχειρηματικού κόσμου στις πρόσφατες πολιτικές της ΕΕ, όπως το Βιομηχανικό Σχέδιο, είναι ποικίλες. Για παράδειγμα, ενώ η βιομηχανία κατασκευής ηλεκτρικών στηλών χαιρέτισε τα σχέδια για τη στήριξη της εγχώριας παραγωγής, οι ενδιαφερόμενοι φορείς της βιομηχανίας ηλιακής ενέργειας ανησυχούν μήπως η επιλογή χρήσης τοπικών πόρων έχει σοβαρές επιπτώσεις στις τιμές και την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους, δεδομένου ότι οι τιμές των ηλεκτρικών στηλών που παράγονται στην ΕΕ είναι κατά περισσότερο από ένα τρίτο υψηλότερες των αντίστοιχων κινεζικών. Οι πολιτικές ενεργειακής μετάβασης της ΕΕ πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις και να σκεφτούν προσεκτικά τις ισορροπίες μεταξύ της ασφάλειας, των περιβαλλοντικών απαιτήσεων και της διατήρησης ενός πολυμερούς πλαισίου συνεργασίας με στόχο την απαλλαγή από τον άνθρακα σε παγκόσμια κλίμακα.
Μετάφραση - επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
***
Την περασμένη βδομάδα υπερψηφίστηκε σε μια ιστορική για την ιστορία του ευρωκοινοβουλίου ψηφοφορία, Κανονισμός για την Αποκατάσταση της Φύσης (Nature Restoration Law). Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, στο οποίο ανήκει και η ΝΔ, έκανε εκστρατεία να μην υιοθετηθεί ο κανονισμός, ψηφίζοντας εν τέλει την πλήρη απόρριψή του, θέση που αντιτίθεται στην εθνική πολιτική της Ελλάδας για τη φύση. Ο Κανονισμός εγκρίθηκε με 336 ψήφους υπέρ, 300 κατά και 13 αποχές. Ο Κανονισμός, ο οποίος επανεισάγεται στην Επιτροπή Περιβάλλοντος για να ολοκληρωθεί, προβλέπει την υποχρέωση της ΕΕ να θεσπίσει μέτρα αποκατάστασης των οικοσυστημάτων έως το 2030 που να καλύπτουν τουλάχιστον το 20% των χερσαίων και θαλάσσιων περιοχών της, καθώς πάνω από το 80% των ευρωπαϊκών εδαφών έχει αλλοιωθεί.