Όταν ο Κώστας Καλφόπουλος έγραφε για το λαοφιλέστερο άθλημα
Ένθερμος φίλος του ποδοσφαίρου ο Κώστας Καλφόπουλος, που “αποχαιρετήσαμε” το περασμένο Σάββατο στο 1ο νεκροταφείο, δεν έχανε ευκαιρία να δημοσιεύει τις απόψεις του για τη “στρογγυλή θεά”. Στις 22/4/2015 έγραψε στο σάιτ “Το Περιοδικό” (www.toperiodiko.gr) για πέντε ανοιχτά ζητήματα του ελληνικού ποδοσφαίρου και το ποιες αλλαγές θα μπορούσαν να βοηθήσουν το ελληνικό ποδόσφαιρο να βελτιωθεί. Στο πρώτο ερώτημα που κλήθηκε να απαντήσει ο Κώστας ήταν αν υπάρχει αριστερά μετά το ποδόσφαιρο; “Η αριστερά (στην Ελλάδα) ουδέποτε είχε καλές σχέσεις με το ποδόσφαιρο και γενικά με τα σπορ. Η πολιτισμική υπανάπτυξή της, δεδομένης της ιδεολογικής υπερτροφίας, λόγω συνθηκών αρχικά, αλλά και λόγω κοσμοαντίληψης γενικότερα, δεν επέτρεψε στην αριστερά (όχι στους αριστερούς) να έρθει σε επαφή με ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο και έναν κόσμο λαϊκό, παλλόμενο από πάθος, που οι ιθύνοντες τον αντιμετώπιζαν με δυσπιστία και καχυποψία. Η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη ευρωπαϊκή (;) χώρα στην οποία η κοινωνία γύρω από το ποδόσφαιρο αφέθηκε στις τύχες της. Οι πολιτικές αναταραχές, οι κοινωνικές συγκρούσεις και οι ιδεολογικές αγκυλώσεις δεν επέτρεψαν (ή, μήπως, ευσχήμως την αποτρέψανε;) να ασχοληθεί ουσιαστικά με τον κόσμο της «στρογγυλής θεάς». Αποτέλεσμα αυτής της απόρριψης, να αναπτυχθεί μία σχιζοειδής σχέση με το άθλημα, όπου επιλεκτικά μόνο η αριστερά (όχι οι αριστεροί) έμπαινε «στο γήπεδο» (περίπτωση Παγκοσμίου Κυπέλλου στην Αργεντινή του Βιντέλα, πρόσφατα στη διάρκεια του ΠΚ στη Βραζιλία), υποστήριζε συναισθηματικά, αλλά και ιδεοληπτικά εθνικές ομάδες και συλλόγους (αποκορύφωμα υπήρξε η εποχή της Σοβιετικής Ένωσης), διέκρινε ή κατασκεύαζε ανύπαρκτες ταξικές διαφορές, όταν δεν παράβλεπε ή στρέβλωνε τις υπαρκτές, αγνοούσε στοιχειώδη πράγματα ή αντιμετώπιζε τα προβλήματα με την πανάκεια του ερασιτεχνισμού.
Τι είδους ποδόσφαιρο θέλουμε; Λύση από μηδενική βάση. 1. Αυτοαποκλεισμός όλων των ελληνικών ομάδων από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις τουλάχιστον για 3 χρόνια. 2. Διάλυση όλων των συνδέσμων και ίδρυση λεσχών. 2. Οικονομικός έλεγχος σε όλες τις ΠΑΕ. 4. Διαβουλεύσεις με όλους τους εμπλεκόμενους πάνω σε συγκεκριμένη πλατφόρμα, με ρητές δεσμεύσεις και συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα (6 μήνες το πολύ). 5. Αυστηρό δεοντολογικό πλαίσιο για τα ΜΜΕ (έντυπα και ηλεκτρονικά), ώστε να σταματήσουν η προπαγάνδα και τα πρωτοσέλιδα κηρύγματα μίσους. 6. Αναδιοργάνωση των πρωταθλημάτων. 7. Έμφαση στον σχολικό αθλητισμό και την αθλητική παιδεία στα σχολεία. 8. Αυστηροποίηση του νομικού πλαισίου, με συνυπευθυνότητα των ΠΑΕ. 9. Στελέχωση του διοικητικού μηχανισμού με ικανά και καταρτισμένα στελέχη που «κατέχουν» το θέμα και το άθλημα. 10. Καινούργιο νομικό πλαίσιο αναφορικά με τη δομή και τη διοικητική διάρθρωση των ΠΑΕ, με συμμετοχή και των φιλάθλων-μελών.
Νέα (παλιά) μέτρα, παρηγοριά στον άρρωστο. Το ερώτημα είναι κατά πόσον επαρκεί η πολιτική βούληση, που πάντως έχει επανειλημμένα διατυπωθεί, έστω ρητορικά, έστω αποσπασματικά, ώστε να οργανωθεί σε νέα θεμέλια το ελληνικό ποδόσφαιρο; Είναι θέμα χρόνου να διαφανούν οι προθέσεις και κυρίως να αποδειχτεί η αποφασιστικότητα της Πολιτείας απέναντι σ’ ένα πρόβλημα, για το οποίο φέρει σημαντικές ευθύνες επί δεκαετίες, με πράξεις και παραλείψεις που εξέθρεψαν το «τέρας».
Το πρωτάθλημα είναι άρρωστο, οι θεατές κουρασμένοι. Τα τελευταία 20 χρόνια (!) παρατηρείται στην Ελλάδα ένα πρωτοφανές, στα παγκόσμια ποδοσφαιρικά χρονικά, φαινόμενο: μία ΠΑΕ νέμεται αποκλειστικά τις ευρωπαϊκές ποδοσφαιρικές επιδοτήσεις, αφήνοντας 2 μόνο πρωταθλήματα στον βασικό ανταγωνιστή της και καθηλώνοντας τις υπόλοιπες εταιρίες είτε ομήρους των ασφυκτικών, μονοπωλιακών συνθηκών είτε σε μόνιμη οικονομική εξάρτηση από τρίτους (τηλεοπτικά δικαιώματα). Ο σχεδιασμός της εξάρτησης και της υπανάπτυξης στηρίχθηκε σε συνθήκες που ουσιαστικά και αντικειμενικά δεν είχαν καμία σχέση με το ποδόσφαιρο. Ένας ιδιοκτήτης ΠΑΕ με προνομιακές σχέσεις με το κράτος εκσυγχρονίζει ομάδα και γήπεδο (που ανήκε στο δημόσιο), εξαπλώνει ένα δίκτυο υποστήριξης σε διοικητικό, επικοινωνιακό και πελατειακό επίπεδο (καθ’ ότι πελατειακές είναι και οι σχέσεις του πολιτικού συστήματος), αναβαθμίζει αγωνιστικά τον σύλλογο και ταυτόχρονα, ως οιονεί ιδιοκτήτης και πρόεδρος, κερδίζει από την συλλογική υπεραξία του ομίλου. Ουσιαστικά, έχουμε το φαινόμενο Μπερλουσκόνι στην ελληνική, διεστραμμένη εκδοχή του. Η denkfaule αριστερά («Αφού είναι ο γιος του Πέτρου, ας πάρει τη σύμβαση») δεν βλέπει ούτε το δέντρο ούτε το δάσος, αλλά ούτε και ο κόσμος ποδόσφαιρο.
Τι να κάνουμε; Τίποτα. Ούτε καν να διαβάσει κανείς αυτές τις αράδες. Κι ο Λένιν έγραψε το Τι να κάνουμε, στο τέλος όμως αναγκάστηκε να καταφύγει στη ΝΕΠ”.
Πηγή: Το Περιοδικό (www.toperiodiko.gr)