Διεκδικώντας μία καλύτερη ζωή για τα παιδιά των γαλλικών προαστίων
Στις 27 Ιουνίου του 2023 δολοφονήθηκε εν ψυχρώ ο Ναέλ Μερζούκ ένας 17χρόνος νεαρός Γάλλος αλγερινής καταγωγής, στο βορειοδυτικό προάστιο της Ναντέρ λίγο έξω από το Παρίσι. Διαβάσαμε στο γαλλικό, ευρωπαϊκό και ελληνικό τύπο για «Χάος στη Γαλλία», «Καίγεται το Παρίσι», «Επεισόδια και σοβαρές ζημίες από ταραξίες». Όμως ήταν έτσι; Γιατί ούτε το Παρίσι καιγόταν ούτε η Γαλλία. Ούτε την έκαιγαν «ταραξίες» και «σκουπίδια», όπως τους αποκαλούν οι μεσοαστοί Γάλλοι, και ασφαλώς όχι μόνο αυτοί αλλά το σύνολο των μεσαίων στρωμάτων που θέλουν την ησυχία τους. Τι ακριβώς συμβαίνει λοιπόν;
Εκεί, διπλά στην πόλη του φωτός, του πολιτισμού, της τέχνης, του τουρισμού και της χλιδής, συγκεκριμένα στα βόρεια, βορειοδυτικά, βορειοανατολικά και ανατολικά προάστια του Παρισιού ζει το 80% του πληθυσμού της παρισινής περιφέρειας. Μόνο που οι πληθυσμοί αυτοί δεν μοιάζουν με τους κατοίκους του Παρισιού. Οι κάτοικοι των προαστίων που εξεγείρονται εδώ και δεκαετίες, αποτελούν σήμερα την τρίτη γενιά των μεταναστών που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Γαλλία μετά το τέλος της αποικιοκρατίας μεταξύ 1950-1990, μετά από πρόσκληση του γαλλικού κράτους γιατί είχε ανάγκη από φτηνό εργατικό δυναμικό. Ήταν οι εργαζόμενοι στη βαριά γαλλική βιομηχανία που εναπόθεσαν τη ζωή τους μέσα σε μία νύχτα στις άθλιες εργατικές πολυκατοικίες στα προάστια των μεγάλων πόλεων και που από την αποβιομηχάνιση και μετά, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές του 1990, έμειναν άνεργοι και ζουν με επιδόματα. Οι οικογένειες αυτές των οποίων τα παιδιά είναι γάλλοι πολίτες από τη μέρα γέννησής τους, πήγαν μόνο σε γαλλικό σχολείο το οποίο εγκατέλειψαν νωρίς, οι περισσότεροι μιλούν μόνο γαλλικά και γνωρίζουν μόνο το χώρο που ζουν και στον οποίο συμμετέχουν. Σήμερα, τα εγγόνια της πρώτης γενιάς είναι οι νέοι των γαλλικών προαστίων, που δεν αντέχουν άλλο να είναι πολίτες τρίτης κληρονομούμενης κατηγορίας, που δεν αντέχουν να μην τους υπολογίζει κανένας σαν πολίτες και να τους φέρονται σαν το απόλυτο τίποτα.
Αποκλεισμός και γκετοποίηση
Τα παιδιά αυτά μεγαλώνουν σε απαράδεκτες συνθήκες γκετοποίησης από το γαλλικό κράτος, τόσο κοινωνικής όσο και γεωγραφικής, κοινωνικοποιούνται δε πολύ μακριά από τους υπόλοιπους γαλλικούς πληθυσμούς. Τα παιδιά αυτά έχουν δει τους γονείς τους μόνο άνεργους με ότι αυτό παράγει σαν συνθήκη ντροπής και απαξίωσης, μέσα στη φτώχεια και την παρατεταμένη αποστέρηση. Με ελάχιστα προσόντα δεν βρίσκουν δουλειά, όχι μόνο με αξιοπρεπείς συνθήκες αλλά απολύτως τίποτα, καθώς η ανεργία χτυπάει 60% στα προάστια αυτά. Και όταν επιτέλους φτάσουν μπροστά σε έναν εργοδότη για συνέντευξη το πρώτο που τους ρωτάει πριν το ονοματεπώνυμό τους, είναι πού μένουν. Μόλις ακουστούν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης συγκεκριμένες περιοχές δεν προχωρούν στη συνέντευξη. Για το λόγο αυτό οι νέοι των προαστίων δεν χρησιμοποιούν ποτέ τις διευθύνσεις τους, αλλά μία κάποια «δανεική» διαφορετική διεύθυνση για να έχουν έστω ελάχιστες πιθανότητες να προσληφθούν από μία επιχείρηση. Τα παιδιά αυτά ζουν κυριολεκτικά στο δρόμο, όχι γιατί είναι άστεγα, αφού οι οικογένειες τους έχουν ένα διαμέρισμα στις κοινωνικές κατοικίες των γιγάντιων γκρίζων πολεοδομικών συγκροτημάτων. Ζουν στο δρόμο γιατί εκεί κοινωνικοποιούνται, εκεί «μπορεί κάτι διαφορετικό να συμβεί» όπως λένε και εκεί βρίσκουν τρόπους να βγάλουν λίγα χρήματα για επιβίωση. Και ενώ ζουν δίπλα στο φωτεινό Παρίσι και έχουν προαστιακό στα 500 μέτρα, δεν έχουν πατήσει τα περισσότερα το πόδι τους εκεί. Δεν γνωρίζουν την «πόλη τους πλούσιων» που «δεν είναι για αυτούς» όπως λένε. Ονειρεύονται όμως μια άλλη ζωή και αν κάποιος από αυτούς καταφέρει να ξεφύγει από τα γκέτο των προαστίων, αυτόν τον άνθρωπο τον σέβονται και τον έχουν σαν πρότυπο. Αυτοί οι ίδιοι, οι λεγόμενοι "beures" (αναστροφή των συλλαβών της λέξης Arabe) έχουν πραγματική αλληλεγγύη μεταξύ τους, δεν τη συναντάμε εύκολα και μπορεί να μοιράζονται ένα κιλό στάρι για να φάνε όσοι μπορούν περισσότερο.
Αυτά τα παιδιά συγκρούονται με την αστυνομία και τους πάντες σε καθημερινή βάση αφού νιώθουν οργή, αγανάκτηση και πολλές φορές απόγνωση. Άλλωστε τι έχουν να χάσουν; Την ίδια στιγμή η ζωή εκεί δεν έχει την ίδια αξία όπως η ζωή λίγο πιο πέρα. Οι θάνατοι από «ατύχημα» είναι καθημερινοί είτε μέσα από συγκρούσεις με την αστυνομία που αποτελεί τη μοναδική τους επαφή με το γαλλικό Κράτος, είτε μέσα από συγκρούσεις μεταξύ τους, είτε ελλείψει ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Αποδιοργάνωση με το τέλος των «κόκκινων δήμων»
Στο ερώτημα γιατί καμία κυβέρνηση δεν έχει προσπαθήσει να βελτιώσει την κατάσταση και ποια είναι η πολιτική καταγωγή αυτής της βαριάς περιθωριοποίησης που συνοδεύεται από αδυναμία κοινωνικής ενσωμάτωσης και ισότιμης συμμετοχής, οι απαντήσεις είναι αρκετά σύνθετες. Κατ’ αρχάς, όλες οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν το θέμα με αποσπασματικά μέτρα, όπως είναι η δημιουργία των «Περιοχών Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας», τα λεγόμενα ZEP (zones d’ education prioritaire) και κατά συνέπεια το πρόβλημα δεν έχει συνολική αντιμετώπιση. Κατά δεύτερον, οι περιοχές αυτές προέρχονται από παλιούς κομμουνιστικούς δήμους τους λεγόμενους «κόκκινους δήμους» που έχουν περάσει στα χέρια δεξιών και κεντρώων δημάρχων, όπου τόσο το κλείσιμο των εργοστασίων όσο και η απομάκρυνση από την εργατική κοινωνικοποίηση και ταξική συνείδηση δημιούργησαν κοινωνική αποδόμηση και πολιτική αποδιοργάνωση. Άρα, μιλάμε για μαζικοποιημένες κοινότητες που έχουν συγκροτήσει πολλές ιδιότυπες υποκουλτούρες στο όριο της ανομίας.
Στο δια ταύτα, τα παιδιά αυτά θα μπορούσαν να είναι τα δικά μας παιδιά, που σηκώνουν το βάρος της κοινωνικής και εργασιακής απορρύθμισης τριών γενιών, την απουσία ελπίδας και προοπτικής για μία καλύτερη ζωή και τις διαχρονικές πολιτικές επιλογές που αποκλείουν αυτό που θεωρούν ότι δεν ανήκει στη γαλλική κοινωνία.