Συγκρατημένα αισιόδοξος εμφανίστηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης μετά τη συνάντηση που είχε την Τετάρτη με τον Ταγίπ Ερντογάν στο Βίλνιους, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη λιθουανική πρωτεύουσα.
Αισιόδοξος επειδή, όπως είπε στους δημοσιογράφους, το κλίμα που επικράτησε στη συνάντηση «υποδηλώνει τη διάθεση να επαναπροσεγγίσουμε θετικά το πλαίσιο των σχέσεών μας», πλαίσιο που ο ίδιος βλέπει να περιλαμβάνει τρεις άξονες: Τον πολιτικό διάλογο για την οριοθέτηση «των θαλασσίων ζωνών, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο». Τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Και τη λεγόμενη θετική ατζέντα συνεργασίας σε τομείς όπως η οικονομία, η ενέργεια και η πολιτική προστασία, και από την οποία ελπίζει, όπως είπε, να υπάρξουν σύντομα απτά αποτελέσματα.
Συγκρατημένος διότι γνωρίζει ότι το μέλλον των ελληνοτουρκικών διαρκεί πολύ και συναρτάται απόλυτα από «τις σημαντικές διαφορές που έχουμε με την Τουρκία», όπως είπε. Επειδή ξέρει ότι η Τουρκία είναι ανυποχώρητη σε μια σειρά ζητημάτων, με προέχοντα την «αποστρατιωτικοποίηση» των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», τη «συνδιαχείριση» στο Αιγαίο και την «ύπαρξη δύο κρατών» στην Κύπρο.
Έπραξε συνεπώς το αυτονόητο: Απέφυγε να θίξει ζητήματα που θα μπορούσαν να τινάξουν στον αέρα τη συνάντηση και τον οδικό χάρτη που φαίνεται να συμφωνήθηκε σε αυτήν.
Λιγότερο αυτονόητη –αλλά απολύτως εξηγήσιμη…— είναι η παράλειψή του να θέσει στον Ταγίπ Ερντογάν κάτι που είχε δεσμευτεί ρητά ότι θα έκανε κατά τη συνάντησή τους στο Βίλνιους. Όταν, συγκεκριμένα, ρωτήθηκε αν στη συνάντηση τέθηκε το θέμα του τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή, άφησε μεν να εννοηθεί ότι ναι, όμως απέφυγε να πει «τι συζητήθηκε πίσω από τις κλειστές πόρτες». Αλλά, αν έτσι έγινε, γιατί δεν υπήρξε αντίδραση εκ μέρους του Ερντογάν, όπως θα ήταν το αυτονόητα αναμενόμενο όταν εγκαλείται η χώρα του; Διότι, απλούστατα, το θέμα δεν τέθηκε όπως είχε προϊδεάσει ο πρωθυπουργός.
Ο οποίος, σε τηλεοπτική συνέντευξή του προεκλογικά, διαβεβαίωνε ρητά και κατηγορηματικά ότι δεν θα δεχτεί «την εργαλειοποίηση της μουσουλμανικής μειονότητας από την Τουρκία», ότι το προξενείο «δεν έχει κανένα δικαίωμα να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της Ελλάδας», ότι στο Βίλνιους θα μιλήσει «με τον Ερντογάν γι’ αυτό το θέμα», για να του πει ότι «οι πρακτικές αυτές πρέπει να σταματήσουν». Δεν το έκανε. Ήξερε ότι δεν θα το κάνει. Έλεγε συνειδητά ψέματα για να αποτρέψει να αναδειχθεί ξανά ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πρώτο κόμμα στο νομό Ροδόπης. Απλούστατα, επικαλέστηκε ανάμιξη της Άγκυρας δια του προξενείου για να προσδώσει διαστάσεις εθνικού κινδύνου στο ενδεχόμενο να συμβεί αυτό που τελικά συνέβη.
Αυταπατάται αν νομίζει ότι ο τούρκος πρόεδρος τελεί εν αγνοία όλων αυτών, ότι δεν καταλογίζει μικρότητα και ατολμία στην παράλειψη του έλληνα πρωθυπουργού να του θέσει ευθέως, όπως είχε δημόσια δεσμευτεί, ζήτημα ανάμιξης της χώρας του στα εσωτερικά της Ελλάδας.
Αυταπατάται, επί ζημία της χώρας συνολικά, αν νομίζει ότι τέτοιου είδους επιπολαιότητες και ακρισίες δεν θα προσμετρήσουν αρνητικά για την Ελλάδα σε ένα άλλο, απείρως σημαντικότερο ζήτημα, συγκεκριμένα στις δύο ενστάσεις που κατέθεσε στη Σύνοδο Κορυφής η Τουρκία ως προϋποθέσεις για να εγκρίνει τους νέους επιχειρησιακούς χάρτες του ΝΑΤΟ, που η συμμαχία ανασχεδιάζει υπό τη σκιά του πολέμου στην Ουκρανία. Ο λόγος, πρώτον, για την απαίτηση της τουρκικής αντιπροσωπείας στο Βίλνιους τα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων να ονομαστούν «Τουρκικά Στενά» [Turkish straits], και, δεύτερον, για το πώς θα αναφέρεται στους νατοϊκούς χάρτες η Κυπριακή Δημοκρατία.
Αναφορικά με το πρώτο, η Τουρκία απαιτεί να μετονομαστούν τα μεν Στενά του Βοσπόρου σε «Στενά της Ιστανμπούλ», τα δε Στενά των Δαρδανελλίων σε «Στενά του Τσανάκαλε». Έχει, μάλιστα, συμπεριλάβει τη διεκδίκησή της αυτή στις προϋποθέσεις για να συγκατατεθεί στην εισδοχή της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Πρόκειται ευθέως για αμφισβήτηση της Συνθήκης του Μοντρέ του 1936, στην οποία τα Δαρδανέλλια, η Θάλασσα του Μαρμαρά και ο Βόσπορος αναφέρονται ως ένα ενιαίο στενό που συνδέει δύο ανοιχτές θάλασσες, το Αιγαίο και τον Εύξεινο, στο οποίο η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να σέβεται απόλυτα τον ελεύθερο διάπλου. Η διατύπωση «Τουρκικά Στενά» αφήνει στην Τουρκία τα περιθώρια να αξιώσει μελλοντικά μεγαλύτερο έλεγχο επί των Στενών, σε αντίθεση με το πνεύμα της Συνθήκης του Μοντρέ, με ό,τι αυτό θα σήμαινε ειδικά για την Ελλάδα και τον αιγαιακό νησιωτικό χώρο της.
Αναφορικά με το δεύτερο, η Τουρκία, η μόνη χώρα στον ΟΗΕ που δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, θέλει στις περιοχές «αρμοδιότητας» του ΝΑΤΟ που εμπερικλείουν την Κύπρο, η νήσος να περιγράφεται στα επιχειρησιακά σχέδια με στίγματα και γεωγραφικές συντεταγμένες και όχι ως το κυρίαρχο κράτος που είναι, κράτος με όνομα, εδαφική υπόσταση, εξουσία, διεθνή αναγνώριση –με ό,τι αυτό θα μπορούσε, κατ’ επέκταση, να σημαίνει για την κυριαρχική υπόσταση ελληνικών νησιών του Αν. Αιγαίου μελλοντικά.
Οι Αμερικανοί, οι οποίοι φλέγονται να κρατήσουν την Τουρκία σε ευθυγράμμιση με τα συμφέροντά τους, έχουν προτείνει για τα Στενά «διπλή ονομασία», δηλαδή στα επιχειρησιακά σχέδια η Τουρκία να χρησιμοποιεί ονομασίες που επιθυμεί, και κάθε άλλο κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ να μπορεί να χρησιμοποιεί την ορολογία της Συνθήκης του Μοντρέ. Άγνωστο προς το παρόν αν έχουν προταθεί ανάλογες διευθετήσεις αναφορικά με την Κυπριακή Δημοκρατία.
Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται. Η συμβιβαστική παρέμβαση των ΗΠΑ, αν τελικά επιλεγεί, μπορεί να δημιουργήσει δυσμενές προηγούμενο για την Ελλάδα. Αναμένεται με ενδιαφέρον σε ποιες υπερβάσεις της κοινής λογικής θα καταφύγει ο Κυριάκος Μητσοτάκης για να δικαιολογήσει ενδεχόμενη εκ μέρους του αποδοχή μιας λύσης του προβλήματος Στενά-Κύπρος που θα αντιβαίνει τα συμφέροντα της χώρας. Αλλά και το ποια μπορεί να είναι τα όρια της ανοχής του φιλοκυβερνητικού Τύπου στις αστοχίες του.