Αυτή είναι μια χώρα σκυφτή. Όχι γιατί ο ορίζοντάς της είναι κλειστός αλλά γιατί συνηθίσαμε να περπατάμε έτσι. Το βλέμμα χαμηλά, το κεφάλι χωμένο βαθιά ανάμεσα στους ώμους και η προσοχή στραμμένη πάντοτε κάπου μακριά, σε κάποιο μέλλον που ενδεχομένως να μην φτάσει ποτέ. Μάθαμε έτσι, συνηθίσαμε έτσι. Και όλα γύρω μας υπάρχουν ως δεδομένα, χωρίς να μπορούν να μας ξαφνιάσουν, χωρίς να μπορούμε να τα ερμηνεύσουμε. Το περιβάλλον μας ατροφεί. Είναι εκεί αλλά συνήθως δεν το συνειδητοποιούμε. Μένουμε κλεισμένοι σε μια ρουτίνα χωρίς να μπορούμε να δούμε καθαρά, να εξετάσουμε, να αναλύσουμε.
Αυτό πάντοτε αλλάζει αυτόματα κάθε φορά που βρισκόμαστε σε έναν τόπο διαφορετικό, σε έναν τόπο που δεν έχουμε ξαναβρεθεί. Όλες οι αισθήσεις μας τότε τεντώνονται και κάθε τί γύρω μας μεταμορφώνεται σε ερέθισμα. Γινόμαστε έτοιμοι να ζήσουμε ό, τι μας περιβάλει, να απολαύσουμε, να περιπλανηθούμε και να αναρωτηθούμε. Ο τόπος δεν έχει και τόση σημασία. Μπορεί να είναι ένας μακρινός τόπος του εξωτερικού, μια πόλη ή ένα νησί της δικής μας επικράτειας. Αυτό που έχει σημασία είναι το νέο, αυτό που δεν έχουμε εξετάσει, αυτό που δεν έχουμε βιώσει ως πραγματικότητα. Το νέο που μας επιβάλει αυτή τη νεότητα με τέτοιο τρόπο ώστε να εκπλήσσουμε τους εαυτούς μας και να τους αντιλαμβανόμαστε εκ νέου ως νέους.
Μια μείξη των δύο αυτών συναισθημάτων προκύπτει όταν φιλοξενούμε κάποιον φίλο που έρχεται από μακριά. Κάποιον που δεν γνωρίζει την πόλη, που δεν ξέρει τις συνήθειες, τις γεύσεις, τις γειτονιές. Και μεις τον ξεναγούμε με αυτό το άγχος που μας πιάνει ώστε ο άλλος να περάσει καλά, να δει και να καταλάβει, να έρθει σε επαφή με την πιο ιδιαίτερη καθημερινότητά μας. Και ο φίλος έχει πάντοτε αυτή την σχεδόν παιδική επιθυμία να γνωρίσει (όμοια με την επιθυμία που έχουμε και μεις όταν βρισκόμαστε αλλού), να δει το περισσότερο δυνατό, να ζήσει το περισσότερο δυνατό. Και μεις ακολουθούμε γιατί είναι φιλοξενούμενός μας και μεις η παρέα του.
Και κάποια στιγμή βλέπουμε την πόλη και τους ανθρώπους της μέσα από τα δικά του μάτια. Και συνειδητοποιούμε πράγματα που μέχρι τότε απλώς υποπτευόμασταν. Πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε αλλά για κάποιον λόγο αποφεύγουμε. Τρόπους που θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε αλλά για κάποιον λόγο προσπερνούσαμε. Γιατί δεν περνούμε πιο συχνά από την Πλάκα ή τις περιοχές κάτω απ’ την Ακρόπολη; Γιατί δεν περνούμε περισσότερο καιρό στην θάλασσα αφού η απόστασή της από το κέντρο είναι αντικειμενικά μικρή; Γιατί μέχρι σήμερα δεν είχαμε επισκεφτεί το ΕΜΣΤ; Πόσο καιρό έχουμε να πάμε στο Ηρώδειο; Έπρεπε να έρθουν οι φίλοι σου από την Ιταλία για να πας εκεί; Ο κατάλογος δεν τελειώνει. Από τα πιο μικρά στα πιο μεγάλα. Ανακαλύπτεις πως υπάρχει μια παράλληλη ζωή που θα μπορούσες με άνεση να ακολουθήσεις, αλλά οι συνήθειες σου την έχουν αποκλείσει.
Χρειαζόμαστε τα μάτια των άλλων για να δούμε τους εαυτούς μας. Για να ξεκολλήσουμε από το παράλογο της επανάληψης, τον δισταγμό της ρουτίνας, την αναβλητικότητα της ραθυμίας. Και τότε καταλαβαίνουμε πως οι ίδιες μας οι ζωές είναι πολύ πιο πλούσιες απ’ όσο πιστεύουμε, πως το σκύψιμο δεν είναι η φυσική κλίση του σώματος και πως υπάρχει μόνο για τους ανθρώπους που έχουν συνηθίσει να κοιτούν διαρκώς μέσα τους σαν αυτό να είναι το μόνο τοπίο που έχει σημασία.
Οι γύρω μας μας επιτρέπουν να ταξιδεύουμε. Ακριβώς στον τόπο που μένουμε. Ακριβώς στα σημεία που καλούμαστε να ανακαλύψουμε από την αρχή.