Με αφορμή τις χυδαιότητες για την υποψηφιότητα της Έφης Αχτσιόγλου
70 χρόνια μετά την εκλογή της πρώτης γυναίκας βουλεύτριας στο ελληνικό κοινοβούλιο, αμέτρητους φεμινιστικούς αγώνες πριν και έκτοτε, και ακόμα, δυστυχώς, όταν γίνεται λόγος για τις γυναίκες στην πολιτική, διαβάζουμε και ακούμε, από κεκαλυμμένα μέχρι ακραιφνή, σεξιστικά σχόλια.
Αυτή τη φορά, οι χυδαιότητες εξαπολύονται με αφορμή την υποψηφιότητα της Έφης Αχτσιόγλου για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Τι κι αν συμμετέχει χρόνια στην πολιτική, έχει διατελέσει βουλεύτρια, υπουργός Εργασίας και τομεάρχισσα Οικονομικών του κόμματος, κάποιες εφημερίδες και ενημερωτικά site (βλ. Πρώτο Θέμα, Protagon, i-efimerida, Newsit κ.ά.) προτιμούν να παρουσιάζουν την είδηση με όρους αισθητικής, κουτσομπολιού και αντικειμενοποίησης, εστιάζοντας στις ενδυματολογικές της επιλογές, στις «αναλογίες μοντέλου» (sic), στο τι τρώει για να διατηρεί τη σιλουέτα της, στη συντροφική της σχέση και σε πλήθος άλλων μη πολιτικών στοιχείων, που ουδέποτε θα διαβάζαμε για κάποιον άνδρα πολιτικό.
Μισογυνισμός και στα αριστερά τα σπίτια
Κι αν με τον σεξισμό συγκεκριμένων μέσων δεν πέφτει κανείς και καμία από τα σύννεφα, το θλιβερό είναι ότι τέτοιες αντιλήψεις παρατηρούνται ακόμα και στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ –ευτυχώς σε μικρό βαθμό. Ο Παύλος Πολάκης στην Κεντρική Επιτροπή έκανε λόγο για διαδικασίες εκλογής με όρους lifestyle και καλλιστείων, σαν να ενστερνίζεται την άποψη των παραπάνω μέσων για το βάθος των υποψηφιοτήτων, προκαλώντας αντιδράσεις μελών του κόμματος. Όπως του διευθυντή της «Αυγής», Σπύρου Ραπανάκη, που σε ανάρτησή του, μεταξύ άλλων, έγραψε πως πρέπει να μπουν ξεκάθαρες κόκκινες γραμμές απέναντι στον σεξισμό, με την απάντηση του Π. Πολάκη να αποσαφηνίζει ουσιαστικά πως όντως ήταν μία σεξιστική τοποθέτηση, αφού, πέραν άλλων, είπε πως οι κατακόκκινες γραμμές πρέπει να μπουν στον «δικαιωματισμό του περιθωρίου».
Μισογύνικα σχόλια, όμως, έχουν γίνει και από μέλη ή φίλους/ες του κόμματος στα social media, που η κριτική τους για την υποψηφιότητα της Ε. Αχτσιόγλου έγκειται στο αν είναι ψηλομύτα, πως θα άγεται και θα φέρεται από τον σύζυγό της, ότι «καλό κορίτσι, αλλά όχι και για αρχηγός», ότι είναι φιλόδοξη (που, όλως τυχαίως, μόνο στο θηλυκό γένος το επίθετο αποκτά αρνητικό πρόσημο) κτλ, χωρίς να γίνεται λόγος για τις πολιτικές θέσεις και κινήσεις της.
Παράλληλα, παρατηρούνται και οι γνώμες που, επικαλούμενες μια δήθεν αξιοκρατία, θέτουν το φύλο της υποψήφιας για την προεδρία σαν αδιάφορο στοιχείο, χρησιμοποιώντας το, όμως, ταυτόχρονα σαν να είναι το μοναδικό χαρακτηριστικό και ταυτότητα που φέρει –λέγοντας, για παράδειγμα, πως «δεν θα την υποστηρίξουμε απλά και μόνο επειδή είναι γυναίκα, το ζήτημα είναι οι πολιτικές της απόψεις», χωρίς, βέβαια, να αναφέρονται και πάλι σε αυτές…
Ούτε ουσιοκρατία, ούτε κορπορατικός φεμινισμός
Το φύλο, όμως, καθώς δεν ζούμε σε μια κοινωνία έμφυλης ισότητας, προφανώς και παίζει ρόλο, όπως γίνεται εμφανές πρώτα απ’ όλα από τον σεξιστικό οχετό, που λίγο-πολύ έχει αντιμετωπίσει κάθε γυναίκα πολιτικός. Όχι υπό μία ουσιοκρατική σκοπιά, που υποστηρίζει την παρουσία των γυναικών στην πολιτική, επειδή έχουν «την ευαισθησία που χρειάζεται» –όπως είχε λεχθεί προεκλογικά και από τον Αλέξη Τσίπρα. Ή της θέσης για «θηλυκοποίηση» της πολιτικής, που προκειμένου να υπερασπιστεί τις αξίες της συμπερίληψης, της συνεργασίας κτλ, έναντι του ανταγωνισμού, της ιεραρχίας κ.ο.κ, συνεχίζει να τους αποδίδει έμφυλο πρόσημο (θηλυκές και αρρενωπές αντίστοιχα), αναπαράγοντας έτσι την αντίληψη ότι πρόκειται για οντολογικά χαρακτηριστικά των φύλων και άρα διαιωνίζοντας τα σεξιστικά στερεότυπα και ρόλους.
Το φύλο αποτελεί πολιτικό παράγοντα (όπως και η ηλικία, η τάξη, η εθνικότητα, ο σεξουαλικός προσανατολισμός κ.ά.), καθώς ως κοινωνική κατασκευή, μας διαχωρίζει σε ανισότιμες κοινωνικές ομάδες, επηρεάζοντας τον τρόπο που βιώνουμε τον κόσμο, μέσω ιεραρχιών, βίας, στερεοτύπων, προκαταλήψεων, ρόλων, έξεων, αποκλεισμών και προνομίων. Αν θέλουμε, λοιπόν, να μιλάμε για πραγματική εκπροσώπηση της κοινωνίας και όχι απλά μιας αντιπροσώπευσης των καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων από άλλους (όποτε και αν γίνεται), είναι καίριο να έχουν οι ίδιες ρόλο και λόγο και στη θεσμική πολιτική –και αυτό προφανώς δεν αφορά μόνο τις γυναίκες και το φύλο.
Η παρουσία, βέβαια, κι άλλων κοινωνικών ομάδων σε καίριες θέσεις πέραν των cis, στρέιτ, λευκών, μεγαλοαστών ανδρών από μόνη της δεν αρκεί, τουλάχιστον για την Αριστερά. Επίδικο πάντα είναι οι πολιτικές που επιζητούνται και εφαρμόζονται, καθώς η πλάνη του φιλελεύθερου/κορπορατικού φεμινισμού έχει καταφανεί πολλάκις: «Οι υποστηρίκτριες και οι υποστηρικτές του, αντιμετωπίζοντας τις γυναίκες απλώς ως μια “υποεκπροσωπούμενη ομάδα”, προσπαθούν να εξασφαλίσουν ότι μερικές προνομιούχες ψυχές μπορούν να κατακτήσουν θέσεις και αμοιβές αντίστοιχες με τους άντρες της τάξης τους. Κύριες ωφελούμενες είναι εξ ορισμού όσες κατέχουν σημαντικά κοινωνικά, πολιτισμικά και οικονομικά πλεονεκτήματα. Όλες οι άλλες παραμένουν κολλημένες στον πάτο»1. Ή αλλιώς, ότι είναι γυναίκα υπουργός στο νεοσύστατο υπουργείο Οικογενειακής Πολιτικής, προφανώς δεν αποτελεί κανένα όφελος ή πρόοδο για τις γυναίκες, αφού η πολιτική του τις αντιμετωπίζει και πάλι σαν αναπαραγωγικές μηχανές. Σημειώνεται, βέβαια, ότι η προκείμενη περίπτωση της Έφης Αχτσιόγλου δεν αφορά κάτι τέτοιο, καθώς πέραν των υπόλοιπων κοινωνικών της χαρακτηριστικών που δεν την κατατάσσουν σε προνομιούχα θέση (δεν προέρχεται από κάποιο πολιτικό τζάκι ή μεγαλοαστική οικογένεια κτλ), πολύ περισσότερο ο πολιτικός της λόγος έχει καταδείξει πού στέκεται στο ζήτημα των έμφυλων, και εν γένει κοινωνικών, ανισοτήτων.
Εν κατακλείδι, θα έπρεπε να είναι αυτονόητο πια πως όποια κρίση γίνεται –θετική ή αρνητική– για οποιαδήποτε γυναίκα πολιτικό, οφείλει να βασίζεται στον πολιτικό της λόγο, πεπραγμένα, στοχεύσεις και στρατηγικές (πόσο αποκαρδιωτικό να πρέπει ακόμα να γράφεται κάτι τέτοιο εν έτει 2023).
Σημείωση:
1. C. Arruzza, T. Bhattacharya, N. Fraser (2022), Φεμινισμός για το 99%. Μανιφέστο, Αθήνα: Εκτός Γραμμής, σελ. 28